Πάνω στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, ποὺ ἀγναντεύουν τὴ Βορειοηπειρωτικὴ γῆ, βρίσκεται τὸ μικρὸ ἀκριτικὸ χωριό. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν ἐκεῖ καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ βόσκουν ξένοιαστοι τὰ γιδοπρόβατά τους. Ὅμως, τοῦτοι οἱ φιλήσυχοι ἄνθρωποι ἀγαποῦν μ’ ὅλη τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους τὴν Πατρίδα τὴν Ἑλλάδα ! Πιστεύουν ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἔφερε ἐδῶ ψηλά, νὰ χτίσουν τὰ σπίτια τους, γιὰ νὰ γίνουν οἱ ἄγρυπνοι φρουροί, ποὺ θὰ προστατέψουν τὰ ἱερὰ χώματα τῆς ματοβαμμένης γῆς μας. Τούτη ἡ φλόγα γιὰ τὴν πατρίδα, μεταλαμπαδεύεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά.
Μὰ κείνη τὴ χρονιὰ φούντωσε καὶ θέριεψε πιὸ πολύ, γιατὶ ἔστειλε ὁ Θεὸς κοντά τους ἕνα δάσκαλο. Ἕνα νέο παλικάρι, ποὺ ἦρθε ἐδῶ ψηλά, νὰ μοιραστεῖ μαζί τους χαρὲς καὶ λύπες. Τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, τὸν καλό τους δάσκαλο. Γιατὶ δὲν ἦταν μόνο, ὅτι μάθαινε στὰ παιδιὰ γράμματα, πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ ἄναβε καὶ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Πατρίδα.
Μπῆκε ὁ Ὀκτώβρης τοῦ 1940. Τὸ ἀκριτικὸ χωριὸ παρουσίασε μιὰ ἀσυνήθιστη κίνηση. Ἔφθανε κάθε μέρα στρατός. Πολὺ στρατός, καὶ δούλευε ἀκούραστα μέσα στὶς ρεματιὲς καὶ στὶς βουνοπλαγιές. Ἔφτιαχνε ὀχυρά. Τὰ σχολιαρόπαιδα ἦταν ἐνθουσιασμένα. Ἀλλὰ οἱ μεγάλοι ἀπόμειναν σκεφτικοί. Τὰ βράδυα, μετὰ ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἡμέρας, μαζεύονταν στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ καὶ κουβέντιαζαν, ἐνῷ ἡ ἀνησυχία ἦταν ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπά τους. Μόνο μιὰ λέξη ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τους : πόλεμος. Καὶ αὐτὴ ἡ λέξη ἔκανε τοὺς ἀνθώπους νὰ σκυθρωπιάζουν καὶ ἡ ἀγωνία νὰ σφίγγει τὴν καρδιά.
Ἦταν λίγες μέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ κείνη μέρα τοῦ 1940. Ὁ δάσκαλός τους, σὰν μπῆκε στὴν τάξη, τοὺς εἶπε νὰ κλείσουν τὰ βιβλία. Σήμερα θὰ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν Πατρίδα, γιὰ τοὺς ἀγῶνες της, ἀνάμεσα στοὺς αἰῶνες, ποὺ πέρασαν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ θαυμαστὴ προστασία τοῦ Θεοῦ ! Καὶ τὶ δὲν τοὺς εἶπε κείνη τὴ μέρα ὁ κ. Γεωργίου. Ἄρχισε ἀπὸ τὶς Θερμοπύλες μὲ τοὺς τριακόσιους τοῦ Λεωνίδα. Τοὺς μίλησε γιὰ τὸ Βυζάντιο, προχώρησε μετὰ στὸ Εἰκοσιένα γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν σκλαβωμένων ραγιάδων, γιὰ τὸ ἀποκλεισμένο Μεσολόγγι, ποὺ δὲν εἶχε μήτε ψωμί, μήτε νερὸ καὶ ἡ πεῖνα τὸ ‘ζωνε, ἀλλὰ ἐκεῖνο κρατοῦσε !
- Εἴμαστε ἀπόγονοι ἡρώων, παιδιά, τέλειωσε. Κι ἄν σήμερα ἡ Πατρίδα μᾶς καλέσει, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πρέπει νὰ δώσουμε τὸ παρών. Ὅλα τὰ παιδιὰ παρακολουθοῦσαν τὸ δάσκαλό τους μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Ὅμως ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ἕνας ἑντεκάχρονος μικρός, ὁ Βασιλάκης. Τὰ ὁλόμαυρα μάτια του πετοῦσαν σπίθες. Ἄχ, νὰ ‘ ταν μεγάλος ! Θὰ πήγαινε καὶ κεῖνος νὰ πολεμήσει στὴν πρώτη γραμμή. Νὰ βοηθήσει καὶ κεῖνος τὴν Πατρίδα. Τὶ δηλαδή, σὰν ἦταν μικρός ; Ἀφοῦ ἔνιωθε μιὰ φλόγα νὰ ξεπηδάει ἀπὸ μέσα του. Καὶ πίστευε, ὅτι μεγάλωσε ἀπότομα. Γι’ αὐτό, σὰν τέλειωσε ὁ δάσκαλός του, φώναξε μέσα σ’ ὅλη τὴν τάξη :
-Κύριε, καὶ μεῖς νὰ πολεμήσουμε. Γιατὶ τὰ κλεφτόπουλα ἀπὸ μικρὰ κρατοῦσαν τὸ τουφέκι ;
Κοίταξε τὸ παιδὶ συγκινημένος ὁ δάσκαλος καὶ εἶπε:
- Ἴσως κάποτε χρειαστεῖ νὰ βοηθήσεις καὶ σὺ τὴν Πατρίδα, Βασιλάκη. Καὶ ὁ λόγος του ἤτανε προφητικός.
Ξημέρωνε ἡ 28η Ὀκτωβρίου. Τὰ κανόνια τάραξαν τὸ μικρὸ ἀκριτικὸ χωριό. Τὰ παιδιὰ ἄφησαν τὸ παιχνίδι καὶ τριγύρισαν τοὺς μεγάλους γιὰ νὰ μάθουν τὶ γινόταν πίσω ἀπὸ τὶς βουνοκορφές. Ὁ Βασιλάκης, ἔτσι μικρόσωμος ποὺ ἦταν, βρέθηκε κοντὰ στὸ δάσκαλό του καὶ σὲ δυὸ ἀξιωματικοὺς ποὺ κουβέντιαζαν κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο πλάτανο, ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖο τους. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἄκουσε τὸν ἀξιωματικὸ νὰ λέει :
- Ἄν μποροῦσε νὰ περάσει κανεὶς τὰ σύνορα καὶ νὰ βρεθεῖ στὸ Βορειοηπειρωτικὸ ἔδαφος, νὰ κόψει τὰ τηλεφωνικὰ καλώδια, ποὺ ἐπικοινωνεῖ μαζί τους τὸ ἐχθρικὸ πυροβολικό. Ὅμως ποιός ; Πρέπει νὰ ‘ναι παιδί, γιὰ νὰ μὴν τὸ ὑποψιαστοῦν.
Πρὶν προλάβει ν’ ἀπαντήσει ὁ κ. Γεωργίου, ὁ Βασιλάκης φώναξε :
- Ἐγώ, κύριε. Μόνο πέστε μου, τὶ θὰ κάνω. Καὶ θὰ πάω πιλαλῶντας. Τὰ μάτια του εἶχαν τὴν ἴδια φλόγα, σὰν τότε, ποὺ τοὺς μιλοῦσε ὁ δάσκαλός τους, γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῆς πατρίδας μας. Ὁ κ. Γεωργίου στάθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀναποφάσιστος καὶ κοίταξε τὸ παιδί. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ Βασιλάκης μεγάλωσε ἀπότομα. Ἔσκυψε, φίλησε δακρυσμένος τὸ μικρὸ μαθητή του καὶ τοῦ εἶπε :
- Πήγαινε, Βασιλάκη, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ’ναι μαζί σου. Καὶ μὴ ξεχνᾶς, ὅτι ἡ Πατρίδα σήμερα, σοῦ ἐμπιστεύεται μιὰ μεγάλη ἀποστολή !
Τὸ μικρὸ ἀγόρι ἔσκυψε καὶ φίλησε μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι τοῦ δασκάλου του. Ὁ ἀξιωματικὸς στάθηκε μὲ θαυμασμό, μπροστὰ στὸ φλογερὸ Ἑλληνόπουλο.
- Ὁ Θεὸς μαζί σου, ἀγόρι μου, τοῦ εἶπε καὶ τοῦ ‘σφιξε τὸ χέρι.
Ὁ Βασιλάκης ἄκουσε μὲ προσοχὴ ὅσα τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Πῆρε καὶ ἔκρυψε στὴ μέσα τσέπη τῆς μπλούζας του ἕνα ψαλίδι καὶ κατηφόριζε, τρέχοντας τὴ ρεματιά. Ἔφτασε στὰ σύνορα. Πέρασε τὸ συρματόπλεγμα, κυνηγώντας μιὰ πεταλούδα. Κανεὶς δὲν πρόσεξε τὸ μικρὸ χωριατόπουλο. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τὸ ψαλίδι καὶ ἄρχισε νὰ κόβει τὰ καλώδια. Οἱ κινήσεις του ὅλες ἔδειχναν μεγάλου ἀνθρώπου καὶ δὲν ἦταν παρὰ ἕνα ἑντεκάχρονο παιδάκι. Μὴ καὶ τούτη ἡ πράξη του δὲν θύμιζε τὴν πίστη καὶ τὸ θάρρος τοῦ Δαβίδ, ποὺ μόνο μὲ τὴ σφεντόνα νίκησε τὸν γίγαντα Γολιάθ ; Ναί, ὅπως καὶ τότε ὁ Δαβίδ, ἔτσι καὶ ὁ Βασιλάκης εἶχε κάποιον Ἄλλον,δυνατὸ κοντά του. Ἐκεῖνον, ποὺ τοῦ εὐχήθηκε ὁ δάσκαλός του. Ἐκεῖνον ποὺ ἀνάμεσα στοὺς αἰῶνες βοήθησε τὴ μικρὴ τούτη γαλάζια Χώρα. Γιατί, πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε ὁ σπιθαμιαῖος μικρός, νὰ ἐκπληρώσει μιὰ τόσο ἐπικίνδυνη ἀποστολή ;
Ἔτσι ἀθόρυβα, ὅπως μπῆκε στὸ ἐχθρικὸ ἔδαφος ὁ Βασιλάκης, ἀθόρυβα καὶ ἔφυγε. Πηδώντας, σὰν κατσίκι, ρεματιὲς καὶ σκαρφαλώνοντας πλαγιές, ἔφτασε στὸ χωριό, ὅπου τὸν περίμενε μ’ ἀγωνία ὁ δάσκαλός του καὶ οἱ δυὸ ἀξιωματικοί. Ἔδωσε ἀναφορά, σὰν νὰ ‘ταν μεγάλος. Ὁ κ.Γεωργίου ἔκλεισε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του, βαθιὰ συγκινημένος.
- Ἡ Πατρίδα θὰ νικήσει, φώναξε, ἀφοῦ καὶ τὰ παιδιὰ γίνηκαν ἥρωες.
Μ. ΑΝΘΙΜΟΥ
(“Ζωὴ τοῦ Παιδιοῦ”, Ὀκτώβριος 1982, σελ. 269)