Πατῆστε στὸν παρακάτω σύνδεσμο γιὰ νὰ δεῖτε ὅλη τὴν Ἐκδήλωση
https://www.youtube.com/watch?v=-W7WpoG4utk
Διαβάστε στὴν συνέχεια
α) τὴν ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης
κ.κ. ΑΝΔΡΕΟΥ
καὶ β) τὴν ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς
κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ποὺ ἐκφωνήθηκαν στὴν παραπάνω Ἐκδήλωση.
κ.κ. ΑΝΔΡΕΟΥ
"Στὴν ἀποψινὴ ὁμιλία δὲν θὰ γίνει λόγος γιὰ τὰ παιδικὰ καὶ τὰ νεανικὰ χρόνια τοῦ ἀοιδίμου Σεβαστιανοῦ, οὔτε γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν φοιτητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, οὔτε ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς νεοκόρος στὸν μεγάλο Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν, τὸν Ἅγιο Κων/νο στὴν Ὁμόνοια, ποὺ εἶχε τότε ὡς Ἐφημέριο τὸν πολύν Χρυσόστομο Ταβλαδοράκη, ποὺ ἀργότερα ἔγινε Μητροπολίτης Ἀργολίδος καὶ Πειραιῶς. Καὶ ἀκόμα δὲν θὰ γίνει λόγος γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπετέλεσε ὁ ἀοίδιμος, ἐπὶ ὁλόκληρη δεκαετία ὡς Ἱεροκήρυξ τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων. Ὁ λόγος θὰ περιοριστεῖ στὴν δραστηριότητα τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχη μὲ τὸ ἐθνικὸ θέμα τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Σεβασμιώτατοι, καὶ λίαν μοι ἀγαπητοὶ, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοὶ Πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί.
Ἤδη ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ἀναφέρθηκε στὸ δρᾶμα τῶν Βορειοηπειρωτῶν ἀδελφῶν καὶ ἔκτοτε, ὁσάκις ἐδίδετο ἡ εὐκαιρία, ἔφερνε τὸ θέμα αὐτὸ στὴ συζήτηση καὶ μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα παρουσίαζε τὰ ὅσα πρωτοφανῆ καὶ πρωτάκουστα διέπραττε τὸ ἀπάνθρωπο κομμουνιστικὸ καθεστὼς τοῦ Ἐνβὲρ Χότζα.
Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ συνομιλητές του ἔδειχναν νὰ συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀπόψεις του, ὅμως ἔμειναν μέχρις ἐκεῖ : “- Ναί, ὡραία τὰ εἶπε”. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ; Τίποτα. Ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, καὶ τὸ λέω αὐτὸ μὲ κάποια θλίψη, ἔδειχνε, τουλάχιστον τότε, νὰ κοιμᾶται τὸν βαθὺ ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας, ὅταν βεβαίως δὲν ἠσχολεῖτο, περιστασιακά, μὲ τὸ θέμα τῆς Κύπρου, τὸ ὁποῖον καὶ τότε ἐβρίσκετο σὲ ἔξαρση. Αὐτά, ὁ τρόπος δηλαδὴ τὸ ὁποῖον ἐνεργοῦσε ὁ μακαριστός, μέχρι τὸ 1981. Τότε ἕνας νεαρὸς βορειοηπειρώτης, ὁ Ζήσης Ἀγγελῆς, ἄγνωστο πῶς, βρέθηκε στὸ Στρασβοῦργο, καὶ ἐκεῖ ἐξιστόρησε μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τὸ δρᾶμα τῶν Βορειοηπειρωτῶν. Ἡ ἀφήγηση αὐτή, ἐπειδὴ ἦταν ἀκριβῶς “ἀπὸ πρῶτο χέρι”, ἀναστάτωσε τὴν συνείδηση τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου. Δὲν μποροῦσε μὲ κανένα τρόπο νὰ δεχθεῖ ὅτι ἐνῷ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν καλοπέρασή μας, δὲν νοιαζόμαστε γιὰ τὰ ὅσα συμβαίνουν σὲ ἕνα κομμάτι τοῦ ἑλληνισμοῦ τὸ ὁποῖον ἐξ’ αἰτίας τῶν δολοπλοκιῶν τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου - πρωτοστατούσης δὲ τῆς Ἰταλίας – κατεδίκασε τὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς Ἑνιαίας Ἠπείρου, στὴν ἀπαίσια καὶ ἀπάνθρωπη σκλαβιὰ τῆς Ἀλβανίας. Τότε, λοιπόν, ἐκείνη τὴν χρονιά, ἀποφάσισε ὁ ἀοίδιμος, νὰ φεύγει ἀπὸ τὴν Μητρόπολή του, ὅπου ἔκανε τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Θεία Λειτουργία καὶ νὰ τελεῖται στὸ ἀκριτικὸ Μαυρόπουλο, τὸ ὁποῖον βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Κακαβιᾶς, γιὰ ὅσους τὴν ξέρετε, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Δρόπολη. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐξέδωσε τὴν Πασχαλινὴ Ἐγκύκλιο ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, περιγράφοντας μὲ λόγο μεστὸ καὶ δυνατό, τὰ συμβαίνοντα στὴν Βόρειο Ἤπειρο, καὶ καλοῦσε, ὅσους βέβαια ἤθελαν, νὰ ἔλθουν στὸ Μαυρόπουλο, προκειμένου νὰ δείξουν τὴν συμπαράστασή τους καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τοὺς χειμαζόμενους βορειοηπειρῶτες ἀδελφούς. Κι’ αὐτὸ συνεχίστηκε μέχρι τὸ 1991, μιὰ δεκαετία δηλαδή, μὲ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἤρχοντο στὸ Μαυρόπουλο, νὰ πυκνώνουν τὸ εἰρηνικὸ ἐκεῖνο στράτευμα.
Τὸν ἑπόμενο χρόνο, τὸ 1982, ὁ Σεβαστιανὸς τοποθέτησε στὸ Μαυρόπουλο, ἐντεῦθεν τῶν συνόρων, ἕναν φωτεινὸ σταυρό, μεγάλων διαστάσεων, καθὼς καὶ πολὺ ἰσχυρὰ μεγάφωνα, ὥστε ν’ ἀκοῦνε κάτι τὰ ἀδέλφια μας. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικό, ὅτι, ἐνῷ ὅλα τὰ χωριά, ποὺ εἶναι ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Μαυρόπουλο, εἶχαν ἀναμμένα τὰ φώτα, μόλις ἀκουγόταν τὸ “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !” ἔσβηναν ὅλα αὐτομάτως καὶ ἡ πολύπαθη Δρόπολη βυθιζόταν στὸ σκοτάδι.
Ὅμως, ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις, στηριζόταν περισσότερο στὸν Θεὸ καὶ στὴ σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ εἶχε καθιερώσει νὰ γίνεται ὁλονύκτια ἀγρυπνία ἀπὸ τὴν παραμονὴ τῆς Ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, μέχρι τὸ πρωὶ, στὶς 5 ἡ ὥρα, τοῦ Δεκαπενταυγούστου. Καὶ αὐτὸ στὴν πανάρχαια καὶ ἱστορικὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Μολυβδοσκέπαστης ,στὴν ἀπὸ ἐδῶ πλευρὰ τῶν συνόρων, σὲ πλευρὰ ἀντίθετη ἀπὸ τὸ Μαυρόπουλο.
Σ’ αὐτὲς τὶς ἱερὲς συνάξεις ὁ Σεβαστιανὸς ἐκφωνοῦσε πύρινους λόγους, ἀλλὰ προσέξτε, καὶ εὐπρεπεῖς λόγους, χωρὶς νὰ βρίζει καὶ χωρὶς νὰ λέει ἄσκοπα λόγια γιὰ τὸν ἕναν καὶ γιὰ τὸν ἄλλον. Αὐτοὶ οἱ λόγοι μετεφέροντο “ἐπὶ πτερύγων - τῶν ραδιοφωνικῶν – ἀνέμων” καὶ διὰ τοῦ τύπου “urbi et orbi” , σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ἔτσι σιγά – σιγά, ἀλλὰ σταθερά, ἡ ἐθνικὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ μας ἄρχισε νὰ ἐξεγείρεται. Ὅλο καὶ περισσότεροι ἔγραφαν δυνατὰ ἄρθρα σὲ ἐφημερίδες ἤ ἔστελναν ὡραῖες ἐπιστολές, ποὺ γιὰ ἡμέρες ἀποτελοῦσαν θέμα γενικῆς συζητήσεως.
Ἀλλὰ ὁ μακαριστὸς Σεβαστιανός, ποὺ ἦταν ὀξὺ πνεῦμα, ἔβλεπε ὅτι χρειαζόταν χέρια καὶ μάλιστα νεανικὰ χέρια γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν δυναμικὰ στὸν ἀγῶνα, ποὺ ἄρχιζε. Ἔτσι τὸ 1982 ἐδημιούργησε τὴν Συντονιστικὴ Φοιτητικὴ Ἕνωση Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνα, τὴ γνωστὴ Σ.Φ.Ε.Β.Α., καὶ τὸ 1985 δημιούργησε τὸν Πανελλήνιο Σύνδεσμο Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνα (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.). Μὲ τὴν συνεπικουρία, λοιπόν,τῶν δύο αὐτῶν ὀργανώσεων ὁ ἀετός, ὁ μεγάλος ἐκεῖνος καὶ ἀνεπανάληπτος ἀετός, ἄνοιξε τὰ φτερά του, καὶ ἄρχισε νὰ ἐπισκέπτεται Ἱερὲς Μητροπόλεις, μὲ τὴν ἄδεια, ἐννοεῖται, τῶν ἐπιχωρίων ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν. Ἡ φωτιὰ εἶχε ἀνάψει γιὰ τὰ καλά. Καὶ τηρουμένων τῶν ἀναλογίων μποροῦσε καὶ ὁ μαχητὴς Ἱεράρχης νὰ ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ἐννοεῖται μὲ ἄλλη ἔννοια : “Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ ὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη !”(Λουκ. Ιβ΄49). Γι’ αὐτὸ δικαιολογημένα τὸν εἶχαν χαρακτηρίσει ὡς “μπουρλοτιέρη ψυχῶν”. Καὶ ἡ φωτιὰ αὐτὴ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὰ βιβλία του καὶ ἀπὸ μικρότερα τεύχη σχετικὰ πάντοτε μὲ τὸ Βορ/κό, μὲ κορυφαῖο τὸ ἐμβληματικὸ βιβλίο “Ἡ ἐσταυρωμἐνη Βόρειος Ἤπειρος”.
Ἐδῶ, ὅμως, εἶναι ἀνάγκη νὰ τονιστεῖ κάτι ποὺ λίγοι γνώριζαν. Ὁ ὡραῖος, πράγματι, ἀγῶνας, ὁ ἐθνικὸς αὐτὸς ἀγῶνας, ἀντιμετώπιζε τὴν λυσσώδη ἀντίδραση, ὄχι τοῦ Ἀλβανικοῦ καθεστῶτος – μὴν πάει τὸ μυαλό σας ἐκεῖ – ἀλλὰ μερίδας τοῦ ἑλλαδικοῦ πολιτικοῦ κόσμου καὶ τμήματος τῆς νεολαίας ποὺ ἐκεῖνος (ὁ πολιτικὸς κόσμος) πατρονάριζε. Ἡ προσπάθεια τοῦ Ἱεράρχου, μὲ λίγα λόγια, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν ἦταν καθόλου ἀνέφελη. Στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν, τὰ παιδιὰ τῆς ΣΦΕΒΑ, ὅταν εἶχε ὀργανωθεῖ κάποτε ὁμιλία ἀπὸ τὸν Σεβαστιανὸ γιὰ τὸ Βορειοηπειρωτικό θέμα, ἔδωσαν ἀληθινὴ μάχη, μὲ κίνδυνο νὰ τραυματιστοῦν, ὅπως καὶ συνέβη γιὰ μερικὰ παιδιά, ἀπὸ ὅσα ἐξεσφενδόνιζαν οἰ ἀντίθετοι. Πέτρες, τοῦβλα, καδρόνια, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔβρισκαν. Τελικά, ὅμως - διότι τὸ τέλος ἔχει πάντα τὴν ἀξία του - ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβαστιανοῦ πραγματοποιήθηκε κανονικά καὶ μάλιστα μὲ μεγάλη ἐπιτυχία.
Κάθε Φεβρουάριο γινόταν τὸ τριήμερο πένθους καὶ προσευχῆς γιὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο. Κάποιοι εἶχαν ἀπειλήσει ὅτι θὰ ἀπέκλειαν τὸν δρόμο γιὰ τὸ ἡρωϊκὸ Δελβινάκι ὅπου κορυφώνονταν οἱ Ἐκδηλώσεις καὶ ἔλεγαν δεξιὰ κι ἀριστερά, ὅτι ἄν τολμήσει ὁ Σεβαστιανὸς καὶ ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν, νὰ πάει στὸ Δελβινάκι, θὰ χυθεῖ αἷμα. (Γιατὶ ἀπὸ τὸ νὰ χύνουν αἷμα δὲν ξέρουν καὶ τίποτε ἄλλο, αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά τους). Τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς ἐπισκέφθηκε τὸν Μητροπολίτη ἕνα ἀνώτερο στέλεχος τῆς Ἀστυνομίας καὶ οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, ζήτησε νὰ ματαιωθεῖ ἡ ἐκδήλωση. Ὁ Σεβαστιανὸς τὸν ἄκουγε. Δὲν μίλησε τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ἔλεγε αὐτά. Ὅταν σταμάτησε ὁ ἀστυνομικὸς αὐτός, ὁ θαρραλέος Ἱεράρχης τοῦ εἶπε μὲ ἁπλότητα ἀλλὰ καὶ μὲ ἡρωϊκὸ φρόνημα : - Κύριε Ταξίαρχε, ἡ Ἐκδήλωση θὰ γίνει ! Καὶ ἄν τυχὸν χυθεῖ αἷμα δὲν θὰ ἔχουμε ἐμεῖς τὴν εὐθύνη. Τὴν εὐθύνη θὰ τὴν ἔχουν αὐτοὶ ποὺ θὰ χύσουν τὸ αἷμα. Ἀλλὰ πάντως, ἤ ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, ἐγὼ θὰ τηλεγραφήσω στὴ Κυβέρνηση ὅτι στὴν ἀκριτικὴ Ἐπαρχία δὲν ὑπάρχει ὁ Νόμος καὶ τὸ Κράτος. Τὸν διέλυσαν κάποια ἀναρχικὰ στοιχεῖα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ γίνουν ὅλα κανονικά, μὲ μεγάλη, μάλιστα, ἐπιτυχία στὸ Δελβινάκι, φυσικὰ δὲν χύθηκε αἷμα καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀποδείχθηκε πόσο σωστὸ εἶναι τὸ γνωστὸ σύνθημα : “Ὁ τολμὼν νικᾶ”. Ἐτόλμησε καὶ ἐνίκησε !
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ λίγα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί – γιατὶ τὰ γεγονότα εἶναι πάρα πολλὰ καὶ θὰ θέλαμε ὧρες νὰ ἐξιστοροῦμε – γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ ἀοίδιμος εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει μὲ σκοτεινὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες μάλιστα σὲ κάποια φάση αὐτοῦ τοῦ λυσσαλέου μίσους τους ἐναντίον του, προγραμμάτιζαν, προσέξτε, καὶ τὴν φυσικὴ ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἦταν ἐντελῶς ἀντίθετος σὲ ἀπονομὴ τιμητικῶν διακρίσεων ἀκολουθῶντας σ’αὐτὴν τὴν τακτικὴ τὴν περίπτωση τοῦ μεγάλου καὶ ἡρωϊκοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου τοῦ ἀπὸ Τραπεζοῦντος, ὅτι δὲν ἔχουν νόημα τὰ παράσημα. Τὶ νὰ μου ἀπονείμουν παράσημα ; Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ νὰ μὲ βρίζουν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μοῦ δίδουν παράσημα ; Δὲν τὸ θέλω. Ἔτσι δὲν εὑρέθη χωρὶς οὔτε ἕνα παράσημο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι παράσημό του ἦταν ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ ἦταν τὸ παράσημό του.
Θὰ ἦταν ὅμως σοβαρὴ παράληψη ἐὰν δὲν ὰνεφέρετο ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ἀοιδίμου στὶς Η.Π.Α. καὶ ἡ παρουσίαση στὸ Κογκρέσο ἑνὸς βαρυσημάντου Ὑπομνήματός του σχετικὰ μὲ τὰ ἀνήκουστα δεινὰ τῶν Βορειοηπειρωτῶν. Σὲ ἐπίσημο δεῖπνο ποὺ παρετέθη σὲ μιὰ τεράστια αἴθουσα μὲ τὴν παρουσία καὶ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Ἰακώβου, ὁ Σεβαστιανὸς μὲ τὴν σχετικὴ ὁμιλία του ἐνθουσίασε τοὺς συνδαιτυμόνες οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν νὰ βγάζουν ἀπὸ τὶς τσέπες τους σωροὺς χρημάτων. Ὅταν ἐκεῖνος εἶδε ὅτι ἐδῶ ἔχουμε συναλλαγὴ χρημάτων καὶ ἔργων, τοὺς εἶπε : STOP ! Ἐδῶ δὲν ἦλθα γιὰ νὰ μαζέψω χρήματα. Ἦλθα γιὰ νὰ ταρακουνήσω τὶς συνειδήσεις σας ν’ ἀγωνισθοῦμε μαζὶ γιὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο. Καὶ ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἄφησε ἄριστες ἐντυπώσεις ὅτι “οὐ περὶ χρημάτων ὁ ἀγῶνας ἀλλὰ περὶ ἀρετῆς”, διατηρῶντας τὸ κῦρος του ἀπαραμείωτο ἀπέναντι ὅλων.
Τὸ ἔτος 1991 τὸ ἀλβανικὸ καθεστὼς ἀκολουθῶντας τὴν ἀλήστου μνήμης Σοβιετικὴ Ἕνωση καὶ τοὺς δορυφόρους της, γκρεμίστηκε. Καὶ τότε μαζί του γκρεμίστηκαν καὶ τὰ ἠλεκτροφόρα συρματοπλέγματα ποὺ γιὰ 45 ὁλόκληρα χρόνια ἔζωναν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴν χώρα. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν καὶ πέθαιναν ὄχι σὰν ἄνθρωποι, διότι οὔτε νὰ βαπτισθοῦν μποροῦσαν, οὔτε νὰ κάνουν τὸν γάμο τους ὅπως θὰ ἤθελαν, οὔτε νὰ κηδεύσουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ φυσικὰ οὔτε νὰ κοινωνοῦν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τότε, λοιπόν, τὸ 1991, ἄρχισε ἡ μαζικὴ φυγὴ τῶν Βορειοηπειρωτῶν, ἐν συνεχείᾳ δὲ καὶ τῶν Ἀλβανῶν, πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ, στὴν Ἑλλάδα δηλαδή, οἱ ἰθύνοντες, οἱ τότε Κυβερνῶντες καὶ οἱ ἀντιπολιτευόμενοι ξέρετε τί ἔκαναν ; Πανηγύριζαν ! Τώρα γιατὶ πανηγύριζαν δὲν τὸ ἔχω ξεδιαλύνει μέσα στὸ μυαλό μου. Ὁ Σεβαστιανός, ὄμως, ποὺ ἔβλεπε μακρυὰ μὲ τὸ βαθύ του βλέμμα καὶ τὸ κοφτερό του μυαλό, διέβλεψε ἕναν κίνδυνο : Τὸν κίνδυνο νὰ ἀδειάσει ἡ Βόρειος Ἤπειρος. Γι’ αὐτὸ ἔγραψε τότε δύο σπουδαῖες ἐπιστολὲς τὶς ὁποῖες ἔστειλε σὲ Συλλόγους κυρίως Βορειοηπειρωτῶν ποὺ ἔλεγε ὅτι θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἔρχονται γιὰ κάποιους μῆνες στὴν Ἑλλάδα νὰ ἐργάζωνται καὶ κατόπιν νὰ ἐπιστρέφουν στὸν τόπο τους καὶ ἔτσι αὐτὸ νὰ γίνεται κάθε χρόνο. Τὸ ἄν καὶ πόσοι διάβασαν αὐτὲς τὶς ἐπιστολές, δὲν εἶναι γνωστό. Γεγονός, ὅμως, μένει, καὶ αὐτὸ τὸ λέω μὲ βαθυτάτη θλίψη, ὅτι σήμερα ἡ Βόρειος Ἤπειρος ἔχει δραματικὰ ἀδειάσει ἀπὸ τοὺς κατοίκους της, ὅπως δυστυχῶς καὶ οἱ ἐντεῦθεν τῶν συνόρων Ἤπειρος, ἡ Ἑλλαδικὴ. Ἀνεξάρτητα, ὅμως, ἀπὸ αὐτά, ὁ Σεβαστιανὸς ἄρχισε κυριολεκτικὰ νὰ διατρέχει τὴν Ἤπειρο ὄπου ἐπληροφορεῖτο ὅτι ὑπῆρχαν φυγάδες Βορειοηπειρῶτες. Καὶ τοὺς μοίραζε ροῦχα, ἐσώρουχα, παπούτσια, εἴδη ὑγιεινῆς καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐπινοοῦσε ἡ ἀγάπη του. Ὅπως δὲ ἐλέγετο ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Ἱεράρχης εἶχε γίνει “λάστιχο” κυριολεκτικά, τρέχοντας συνεχῶς ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ καλύψει συνεχῶς, ὅσο ἦταν δυνατόν, τὶς τεράστιες ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἔλθει στὴν Ἑλλάδα σὰν κυνηγημένα πουλιά. Ἐκτὸς δὲ ἀπὸ τὰ εἴδη πρώτης ἀνάγκης τοὺς ἔδινε πάντοτε καὶ ἕνα γερὸ χαρτζιλίκι. Θὰ μοῦ πεῖτε ποὺ τὰ ἔβρισκε τὰ λεφτὰ ὁ Σεβαστιανὸς καὶ ἔδινε καὶ χαρτζιλίκια ; Ὄχι ἀσήμαντα χαρτζηλίκια. Αὐτὰ τὰ χαρτζιλίκια προερχόντουσαν ἀπὸ χρήματα ποὺ τοῦ ἔστελναν καὶ τοὺ ἔδιναν φλογεροὶ Ἕλληνες πατριῶτες γιὰ τὸν ἀγῶνα τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ. Δὲν εἶναι μόνον τὰ καλὰ λόγια, εἶναι νὰ βάλουμε καὶ καμμιὰ φορὰ καὶ τὸ χέρι στὴ τσέπη γιὰ νὰ μπορέσουμε οὐσιαστικὰ νὰ βοηθήσουμε. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη στὴ Βόρειο Ἤπειρο. Καὶ ὅπως ἔγινε γνωστό, τὴν περίοδο ἐκείνη, τεράστια ποσὰ πέρασαν ἀπὸ τὰ χέρια του ἀλλὰ στὸ τέλος οὔτε μία δραχμὴ δὲν τοῦ ἔμεινε. Οὔτε μία δραχμή !
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ μνήμη διατηρεῖ ἕνα χαρακτηριστικὸ περιστατικό : Σὲ κάποιο καταυλισμὸ συνάντησε 100 περίπου παλληκάρια Βορειοηπειρῶτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει ὡς φυγάδες στὴν Ἑλλάδα. Πῆγε κοντά τους καὶ αὐτοὶ τὸν ἀγριοκοίταξαν. Σοῦ λέει, τί εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μαῦρα ροῦχα ποὺ φοράει ; Μήπως θέλει τὸ κακό μας ; Τὸν κοίταζαν, λοιπόν, μὲ μάτι ἄγριο καὶ καχύποπτο. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἔριξε πάνω τους τὸ ἱλαρό του βλέμμα. Πῆγε κοντά τους, τοὺς μίλησε, τοὺς εἶπε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν πίστη ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν, τοὺς ἐξήγησε ὅτι ἦταν Ἱεράρχης τῆς Ἐκκλησίας, κι’ ὅτι βρισκόταν ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ἔτσι, σιγὰ – σιγά, τὸ κλίμα ἄλλαξε. Καὶ ὅταν στὸ τέλος ὁ Σεβαστιανὸς ἑτοιμάστηκε νὰ φύγει, ξέρετε τί ἔγινε ; Ἐκεῖνα τὰ ἀγριεμένα, στὴν ἀρχή, παλληκάρια, ἔσκυψαν μὲ σεβασμὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, τοῦ φίλησαν τὸ χέρι, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα τοὺς ἔδινε καὶ ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ χρηματικὸ ποσόν. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶχαν νικήσει. Δὲν νίκησε ὁ Χότζα, δὲν νίκησε ἡ κακία, δὲν νίκησε ἡ τυραννία, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἑλλάδα νίκησαν.
Θὰ ἦταν παράληψη νὰ μὴν ποῦμε ὅτι στὰ Οἰκοτροφεῖα τῆς Μητροπόλεως φιλοξενήθησαν πολλὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια τῶν Βορειοηπειρωτῶν, ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα βαπτίσθηκαν. Τέλος, ὅπου συναντοῦσε Ἀλβανοὺς φυγάδες, ἔδινε καὶ σ’ αὐτοὺς ἀφειδώλευτα τὰ χρειαζούμενα καθὼς καὶ τὸ σχετικὸ χαρτζιλίκι.
Κάποιος ἔγραψε ὅτι στὰ καλὰ ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὑπάρχει καὶ ἕνα ἀδυσώπητο κακό : Ὅτι τελειώνουν. Ἔτσι, γιὰ τὸν ἀνυποχώρητο καὶ ἀνύστακτο μαχητὴ Σεβαστιανό, ἔφθασε κάποτε τὸ τέλος... Ὁ εὐσκιόφυλλος πλάτανος λύγισε. Ὁ ὑψιπέτης ἀετὸς λαβώθηκε. Καὶ αὐτό, γιατὶ εἶχε κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ἐπιθετικὴ μορφή. Κοιτᾶξτε, ὅμως. Δὲν φοβήθηκε, δὲν ἔκλαψε. Τὴν ἀσθένεια τὴν εἶδε σὰν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν παιδαγωγήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε : - Τώρα θὰ πληρώσω τὰ χειροκροτήματα καὶ τὶς ἐπιφημίες. Καὶ κατέληγε :- Δόξα τῷ Θεῷ ! Αὐτές, δηλαδή, τὶς δοκιμασίες τὶς ἀπέδιδε στὴν ἀγάπη καὶ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖον ἐδόξαζε.
Οἱ τελευταῖες του μέρες πέρασαν μὲ προσευχὴ καὶ μὲ Θεία Κοινωνία. Τότε κάποιος τὸν ρώτησε : - Σεβασμιώτατε, ἆρα γε θὰ ζήσετε γιὰ νὰ δεῖτε τὴν Ἕνωση τῆς Βορείου Ἠπείρου μὲ τὴν Ἑλλάδα ; Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε : - Ὅταν θὰ παρουσιασθῶ στὸν Θεό, δὲν θὰ μὲ ρωτήσει ἄν πέτυχα τὴν Ἕνωση τῆς Βορείου Ἠπείρου μὲ τὴν Ἑλλάδα. Θὰ μὲ ρωτήσει ἄν μέχρι τὴν ἐκδημία μου ἔπραξα κάθε φορὰ τὸ καθῆκον μου. Καὶ ἀκριβῶς, ἀδελφοί μου, αὐτὴ εἶναι ἡ παρακαταθήκη του σ’ ἐμᾶς τοὺς περιλειπομένους : Νὰ πράττουμε πάντοτε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τῆς συνειδήσεώς μας χωρὶς νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ ἔκβαση τῶν ἑκάστοτε προσπαθειῶν μας, ἄν θὰ πετύχει ἤ δὲν θὰ πετύχει. Αὐτό, εἶναι δουλειὰ Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος “πάντα ἐν σοφία ἐποίησεν” καὶ μὲ ἀγάπη κυβερνάει τὸν κόσμο.
Στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1994, στὶς 7 παρὰ 25 τὸ πρωί, πρὶν ἀπὸ 30 χρόνια δηλαδή, ἡ ὡραία ψυχή του ἀναχώρησε γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ἀφήνοντας τὴν περιλάλητη διαθήκη του μόνο, γιατὶ χρήματα δὲν εἶχε ν’ ἀφήσει. Οὔτε κινητὴ περιουσία, οὔτε χρήματα. Καὶ αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ διατηρήσει τὸ κῦρος του μέχρι τέλους, χωρὶς νὰ ἀμαυρωθεῖ ἀπὸ τὸ παραμικρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μνήμη του, μνήμη Ἁγίου καὶ ἡρωϊκοῦ Ἱεράρχου, νὰ εἶναι ἀγήρως. ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ τοῦ Σεβασμιωτάτου καὶ Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου, τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης, Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου πάσης Βορείου Ἠπείρου, αἰωνία ἡ μνήμη. Ἄς τὸ ψάλλουμε καὶ ἐμεῖς αὐτό... Σεβασμιώτατοι καὶ οἰ λοιποὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, σᾶς εὐχαριστῶ, καὶ σᾶς θέλω, ὄχι ἐγώ, ἡ Βόρειος Ἤπειρος σᾶς θέλει, νὰ μείνετε ἀγωνιστὲς στὸ ἐθνικό θέμα. Καὶ νὰ μὴν παραπονιόμαστε ὅτι τὰ πράγματα δὲν πᾶνε καλά. Ἐμεῖς θὰ τὰ κάνουμε καλά, μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας".
β) Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αἰσθάνομαι ὅτι ὑπάρχει ἕνα λάθος καὶ μιὰ ἁμαρτία. Ἕνα λάθος ποὺ κάνετε ἐσεῖς καὶ μιὰ ἁμαρτία ποὺ δὲν πρέπει νὰ κάνω ἐγώ. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀνάγκη σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ μιλήσω. Καὶ τοῦτο διότι ἐγὼ στὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ κορυφώθηκε ἡ δραστηριότητα τοῦ Σεβαστιανοῦ γιὰ τὸ Βορειοηπειρωτικό, ἀπουσίαζα στὴν Ἀμερική, δὲν ἀγωνίσθηκα γιὰ τὸ Βορειοηπειρωτικό. Ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1980 μέχρι καὶ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1987 δὲν ἤμουν στὴν Ἑλλάδα. Βέβαια, αἰσθάνομαι λίγο ἄβουλα ἐπειδὴ γράφει τὸ Πρόγραμμα καὶ πρέπει νὰ πῶ κάτι καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸν κ. Πάπιστα νὰ πῶ δυὸ – τρία περιστατικὰ ποὺ ἔζησα καὶ τὰ ὁποία νομίζω ὅτι εἶναι ἀξιόλογα καὶ σημαντικά.
Ἀνέφερε ὁ Σεβασμιώτατος (Δρυϊνουπόλεως κ. Ἀνδρέας) αὐτὸ τὸ ἐπίσημο δεῖπνο ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὴν “Πανηπειρωτικὴ” στὴν Οὐάσιγκτον τὸ 1984, ἄν δὲν κάνω λάθος. Ἐκεῖ ἦταν, πραγματικά, συγκλονιστικὸς ὡς ὁμιλητής. Ἦταν παρόντες ὁ τότε ὑποψήφιος γιὰ τὸ Δημοκρατικὸ Κόμμα ὁ Μόντεηλ καὶ ἡ Τζεραντίν Φεράρρο καὶ ἐπίσης ἦταν καὶ ὁ Έντουορντ Κένεντυ. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον μιλοῦσε καὶ ὁ παλμὸς ποὺ ὑπῆρχε στὸ ἀκροατήριο ἦταν ὁπωσδήποτε κάτι τὸ συγκλονιστικό. Ἤδη ἔχουμε ἐμεῖς ἄμεση ἐμπειρία καὶ τὸ εἴδαμε πρὸ ὀλίγου (μὲ τὴν προβολή). Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι ἡ Ἀντιπρόεδρος, ἡ Τζεραντὶν Φεράρρο δὲν καταλάβαινε ἀκριβῶς τὴν μετάφραση ὅπως γινότανε τῶν ὅσων ἔλεγε, ἀλλὰ μοῦ εἶπε δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τὸσο πολὺ τὸ τὶ ἔλεγε ἀλλὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον μιλοῦσε. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τί βλέμμα ἔχει καὶ ἡ χροιὰ τῆς φωνῆς του πόσο ἐκφραστικὴ εἶναι, μιλάει μὲ τὰ μάτια ἴσως πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅτι μιλάει μὲ τὸν λόγο, γιατὶ μιλάει, ἀσφαλῶς, μὲ τὴν καρδιά. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ αὐθεντικὰ αἰσθάνομαι ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ τὸ μεταφέρω, προερχόμενο ἀπὸ πρόσωπο πολιτικὸ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, ὅταν εἶχε μάλιστα προηγουμένως μιλήσει στὴν Ἐπιτροπὴ Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τῆς Βουλῆς τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν.
Ἕνα ἄλλο ἀντίστοιχο εἶναι αὐτὸ ποὺ εἴπατε, Σεβασμιώτατε, γιὰ τὰ βραβεῖα. Τὸν κάνανε ἐπίτιμο πολίτη στὴν Πολιτεία τοῦ Νιοὺ Χάμστελ, ἐπάνω στὶς Βόρειο – Ἀνατολικὲς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Ἐκεῖ, ὅταν γύρισε τὸ βράδυ, γιατὶ τὸν φιλοξενοῦσα ἐγὼ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς μου, ἦλθε καὶ ἔφερε ἕνα κλειδὶ καὶ ἕνα χαρτί. Τὸ χαρτὶ ἐπάνω ἔγραφε διάφορα. Μοῦ λέει, μοῦ δώσανε ἕνα κλειδὶ καὶ μοῦ δώσανε καὶ ἕνα χαρτί. Γιὰ διάβασέ τα, σὲ παρακαλῶ, νὰ δοῦμε τί λένε ; Ἔλεγε, λοιπόν, τὸ χαρτί : “Στὴν ἐξέχουσα προσωπικότητα, στὸν ἀγωνιστὴ Ἱεράρχη, σ’ Αὐτὸν ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπερασπιστὴς τῶν ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, στὸν ἐργάτη τῶν Δικαίων...” ἔλεγε, ἔλεγε... Τοῦ τὰ ἔλεγα, λοιπόν, καὶ στὴν μέση ὅσων διάβαζα, μοῦ λέει : “Σταμάτα”. Τοῦ λέω ἔχει καὶ ἄλλα. “Σταμάτα, παιδάκι μου”. Σταματάω, έγώ. “Σκίσ΄το”. Λέω, εἶναι σὲ καλὸ χαρτί. “Σκίσ΄ το”, μοῦ λέει. Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω καὶ ἀλλοιῶς. Τὸ σκίζω καὶ μοῦ λέει : “Κολοκυθολέλουδα”. Εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἠρνεῖτο τὶς τιμές. Καὶ πέταξα καὶ τὸ κλειδί. Δὲν ὑπάρχει. Πετάχθηκε τὸ κλειδί, σκίστηκε καὶ τὸ χαρτί. Αὐτὸς ὁ, ἄς ποῦμε, πάπυρος, ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο τὸν ἐπαινοῦσε.
Θυμοῦμαι, ἐπίσης καὶ ἄλλα περιστατικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο. Δὲν θὰ ‘θελα νὰ τὰ ἀναφέρω καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος. Ἀλλὰ στὰ δυὸ – τρία λεπτά, μπορῶ νὰ πῶ δυὸ – τρία πράγματα ποὺ νομίζω ὅτι ὑπογραμμίζουν τὸ μεγαλεῖο, τὴν μοναδικότητα, τὸ ξεχωριστὸ χαρακτῆρα τῆς προσωπικότητός του. Εἶπε τὸ πρωὶ ὁ Παναγιώτατος (Θεσ/νίκης Φιλόθεος), ἀρχίζοντας τὴν μικρὴ παρέμβασή του, λέγοντας “Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἕνας Ἅγιος”. Στὴν συνείδηση τὴν δική μας καὶ σὲ μὲνα προσωπικά, ἀσφαλῶς καὶ εἶναι ἕνας Ἅγιος. Καὶ ὅταν κάναμε τὸ μνηνόσυνο ἔγινε ἕνα λάθος, σήμερα τὸ πρωί. Καὶ διαβάσαμε μιὰ “σκληρὴ εὐχή” περὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, φοβερῶν ἁμαρτιῶν, διότι γίνονται αὐτὰ καμμιὰ φορά, καὶ ξαφνικὰ τὸ διορθώσαμε στὴν συνέχεια. Δὲν ταίριαζε τίποτε γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Νὰ ζητοῦμε νὰ συγχωρέσει ὁ Θεὸς γιὰ πράγματα ποὺ δὲν ὑπῆρχαν καθόλου στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά του.
Ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ χειροτονηθῶ ἱερέας, ἄμεσα. Εἶχα πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔμενα κοντὰ στὸν Ἅγιο Παΐσιο. Ἦλθε, λοιπόν, ἐκεῖ καὶ βρῆκε τὸν Ἅγιο Παΐσιο καὶ κουβεντιάσανε. Μὲ φώναζει τότε ὁ π. Παΐσιος καὶ μοῦ λέει : “Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ, μὴν ἐπιμένεις. Αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δὲν πρέπει νὰ τοῦ χαλάσεις χατήρι. Εἶναι τόσο καθαρός, ὅπως ὅταν τὸν γέννησε ἡ μάνα του”. Καὶ αὐτὴ ἡ καθαρότητα, κάτι τὸ ὁποῖο ἐμένα μοῦ τὸ εἶχε πεῖ, δὲν τὸ θυμᾶται, ἴσως, ὁ π. Ἀνδρέας (ὁ Σεβασμιώτατος Κονίτσης), ὅταν πῆγα, μετὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ χειροτονηθῶ στὴν Κόνιτσα, κάτι ἀνάλογο μοῦ εἶπε καὶ ὁ π. Ἀνδρέας. Γι’ αὐτὸ τὸ λαμπερὸ βλέμμα. Κοιτάζοντας τὸ πρόγραμμα, ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐκπληκτικὴ φωτογραφία. Νομίζω ἀξίζει μιὰ ὁμιλία : “Πῶς μιλάει ὁ Σεβαστιανὸς μέσα ἀπὸ τὰ μάτια του”. Καὶ πόσο διεισδυτικὸ εἶναι τὸ μήνυμα καὶ ὁ λόγος του, πόσο διαπεραστικὸ εἶναι μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Γι’ αὐτὸ καὶ μπόρεσε νὰ ἐμπνεύσει τὰ παιδιά καὶ νὰ κάνει μιὰ νεολαία πολλὴ δυνατή, ἦταν περίπου 400 νέοι (;), κάτω ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες συνθῆκες, μόλις 7 χρόνια μετὰ τὴν μεταπολίτευση, ὅταν ὑπῆρχαν ὅλες οἱ ἐπαναστατικὲς νεολαῖες, νὰ φτιάξει μιὰ δική του νεολαία, τέτοια ποὺ τὸν κατηγόρησαν ὅτι ἦταν “ὁ Ἅγιος τοῦ μίσους”, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνέκφραστης ἀγάπης σὲ κάθε ἐπίπεδο καὶ μὲ κάθε ἔκφραση. Μπόρεσε, λοιπόν, νὰ ἐμπνεύσει αὐτὰ τὰ νέα παιδιά, ὁ ἀπόηχος τῶν ὁποίων φθάνει μέχρι καὶ σήμερα, 30 χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τὸ διαπιστώνουμε ἀπὸ ὅλη τὴν εἰκόνα αὐτὴ ποὺ ὑπάρχει, πραγματικὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομά του δοξολογικά.
Ἕνα ἄλλο μεγάλο στοιχεῖο ποὺ ἔρχεται στὸ μυαλό μου εἶναι αὐτὴ ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ τοῦ ἔδειχνε ὁ κόσμος. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴν κοίμησή του ἤμουνα στὴ Μητρόπολη καὶ μοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος Δρυϊνουπόλεως (Ἀνδρέας) δὲν ἤθελε ν’ ἀνοίξουμε τὰ συρτάρια, θυμᾶστε ὑποθέτω, καὶ τελικῶς τὰ ἀνοίξαμε. Βρίσκαμε μέσα ἀπίστευτα πράγματα. Βρήκαμε χαρτάκια στὰ ὁποία σημείωνε πόσα χρήματα ἔδινε καὶ πού. Θὰ σᾶς πῶ τὸ ποσό, εἶναι ἐκπληκτικό, ποὺ εἶχε δώσει. Τὸ θυμᾶμαι πολὺ καλὰ γιατὶ ἐγὼ τὰ ἄθροιζα. Ἦταν 1 δισεκατομμύριο ἑκατὸν ὀγδόντα ἑκατομμύρια δραχμές. Τὴν περίοδο ἐκείνη ἀπὸ τὸ 1991 ἕως τὸ 1993 ἡ ἰσοτιμία τοῦ δολλαρίου μὲ τὴν δραχμὴ ἦταν ἀπὸ 180 – 240 δραχμὲς τὸ 1 δολλάριο. Αὐτό, ἄν κάνετε τὸν ὑπολογισμὸ μὲ τὴν μέση τιμὴ ποὺ εἶναι κοντὰ στὶς 200 δραχμὲς τὸ δολλάριο, σημαίνει ὄτι εἶχαν περάσει ἀπὸ τὰ χέρια του 6 ἑκατομμύρια δολλάρια ἐκεῖνο τὸν καιρό, τὰ ὁποία καὶ τὰ ἔδινε ἀδιακρίτως σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο. Εἶχε δὲ αὐτὸ τὸ συρτάρι, δεξιά του, τὸ ὁποῖο εἶχε φακελλάκια ποὺ ἔγραφαν ἀπ’ ἔξω διάφορα ποσά. Καὶ ἀνάλογα μ’ αὐτὸν ποὺ τὸν πλησίαζε ἔβαζε τὸ χέρι του καὶ ἔδινε τὸ φακελλάκι τὸ εἶπε εἶχε καὶ τὰ ἀρκετὰ χρήματα τὰ ὁποία ἀνέφερε καὶ ὁ Σεβασμιώτατος. Εἶχε ἐπίσης, βρἠκαμε ἐκεῖ, σακκουλάκια μὲ λίρες. Ἕνα σακκουλάκι ἦταν ἀπὸ μιὰ γιαγιὰ ποὺ εἶχε 63 λίρες. Ὑπῆρχε ἕνας λογαριασμὸς ἀπὸ τὸν Αμερικῆς Ἰάκωβο καὶ μιὰ ἐπιστολὴ ποὺ ἔλεγε ὅτι δὲν ἐμπιστεύομαι κανέναν ἄλλον καὶ εἶχε μέσα 153.000 δολάρια. Ἀντίστοιχα ποσὰ ἀπὸ τὴν Αὐστραλία. Τὸ θέμα δὲν ἦταν τὰ χρήματα ποὺ δινότανε. Τὸ θέμα εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη ἡ ὁποία ἐκχωρῆτο ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ὁποία αὐτὸς εἶχε καταφέρει νὰ τὴν προσελκύσει. Ὑπῆρχε, λοιπόν, ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν νέων, ὑπῆρχε ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ κόσμου. Εἰς δὲ τὴν Κηδεία ἦταν φοβερὸ αὐτὸ ποὺ ἔγινε. Ἐκοιμήθη μέσα στὸν Χειμώνα, 12 Δεκεμβρίου. Ἐπειδὴ ἤμουν Τελετάρχης κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Κηδείας, ξέρω τὰ ἑξῆς νούμερα ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία. Ὁ κόσμος ποὺ ὑπολογίζεται ὅτι πῆγε στὴν ἀκριτικὴ Κόνιτσα τῶν 2.500 κατοίκων, κάτι τέτοιο περίπου, ἦταν 12.500. Ὑπήρχανε 96 πούλμαν καὶ 2.500 περίπου Ι.Χ. Αὐτὸς ὁ κόσμος ἀπὸ κάπου ἐμπνεότανε. Κάτι ἤθελε νὰ ἐκφράσει. Τὴν λατρεία, γιὰ τὴν ὁποία εἴχατε ἀναφέρει προηγουμένως. Ἦταν λατρευτός, ἦταν ἄνθρωπος ἀγαπητός, ἐμπνευστής, λατρευτός.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν σᾶς καθυστερήσω θὰ ἤθελα νὰ πῶ καὶ δύο ἀκόμη πραγματάκια. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι τὸ 1989 πήγαμε μαζὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Εἶχε κάνει ἕνα τάμα : Μὲ τὰ πόδια νὰ περάσει στὰ διάφορα Μοναστήρια καὶ κυρίως στὶς Σκῆτες. Δὲν δέχθηκε ν’ ἀνεβεῖ, οὔτε σὲ μουλάρι ἐπάνω.. Ὅποιοι ξέρουν ἀπὸ σᾶς τὰ Κατουνάκια, καταλαβαίνετε πόσο δύσβατα εἶναι. Πῆγε πρῶτα στὴ Μονὴ Δοχειαρίου, ἀλλὰ μετὰ μὲ τὸ πλοιάριο πῆγε στὰ Κατουνάκια. Ἀπὸ τὰ Κατουνάκια μέχρι τὴ Μονὴ τοῦ Ἀγίου Παύλου ποὺ θὰ ἔκανε τὴν πανήγυρη τοῦ Ὁσίου Παύλου (10 Αὐγούστου μὲ τὸ Νέο Ἡμερολόγιο), πῆγε, λοιπόν, ἐκεῖ μὲ τὰ πόδια. Ἀνέβηκε πρῶτα στῆν Καλύβη τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, τοῦ παπα-Ἐφραὶμ τοῦ Κατουνακιώτη. Ἐκεῖ διημείφθη ἕνας διάλογος, ὁ ὁποῖος κράτησε περίπου 2 ὧρες. Εἶχα τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὲ κρατήσουν παρόντα καὶ νὰ ἀποτυπώσω ἐν συνόψει κάποια ἀπὸ τὰ ὁποία ἐλέχθησαν. Κατ’ ἀρχὰς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ὑποδέχθηκε ὁ παπα-’Εφραίμ, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν γνώριζε, ἀλλὰ μόνο ἐξ ἀκοῆς τὸν ἤξερε, ἦταν μιὰ συγκλονιστικὴ γιὰ μένα ἐμπειρία. Ἄνοιξε τὴν πόρτα του, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του καὶ δόξαζε τὸ Θεό μὲ τὴν δύναμη τῆς ἐκφραστικῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία τὸν διέκρινε, γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Σεβαστιανοῦ στὸ Κελλί του. Θέλησε νὰ πέσει στὰ πόδια του. Ἔπεσε καὶ ὁ Δεσπότης στὰ πόδια του, ἀγκαλιάστηκαν καὶ ἄρχισε μετὰ ὁ διάλογος. Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ λέει ὁ Σεβαστιανός : -Γέροντα, ὁ ἀγῶνας μου εἶναι δύσκολος καὶ δὲν σοῦ κρύβω ὅτι ἔχω ἀρκετοὺς πειρασμοὺς καὶ μεγάλη πολεμική. Τόσο, ποὺ σκέφτομαι, ὅταν ξυπνῶ τὸ πρωί, μήπως τὸ βράδυ μὲ βροῦνε σὲ κανένα χαντάκι μὲ κομμένο τὸ κεφάλι.
- Σᾶς τὸ εὔχομαι, Σεβασμιώτατε, τοῦ λέει ὁ παπα-’Εφραίμ.
- Εὐχαριστῶ, δόξα τῷ Θεῷ, τὴν εὐχή σου Γέροντα, λέει ὁ Σεβαστιανός.
Καὶ ἐγὼ ἤμουν παρὼν σ’ αὐτὴν τὴν σκηνὴ τῆς αὐθόρμητης εὐχῆς, γιὰ νὰ ἐπισφραγίσει ὅπως στὴν συνέχεια ἐξήγησε, ὄτι ἕνα πρᾶγμα σᾶς λείπει : Τὸ μαρτύριο. Ἔχετε τὴν ὁμολογία, ἔχετε τὸ θάρρος, ἔχετε τὴν τόλμη, ἔχετε τὸ πάθος, ἔχετε ὅλο αὐτὸ τὸ ὄραμα μέσα σας, σᾶς λείπει τὸ αἷμα. Σᾶς εὔχομαι νὰ σφραγίσετε τὸν ἀγῶνα σας μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Καὶ τὸ δέχθηκε μὲ καταπληκτικὴ ἄνεση ὁ Σεβαστιανός, λέγοντας “Σᾶς εὐχαριστῶ”. Λέει κάπου στὸ βιβλίο τοῦ Δανιήλ, στὸ 3ο ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζουμε τὸ Μέγα Σάββατο καὶ περιγράφει ἀπὸ τὸ στόμα τῆς προσευχῆς τῶν τριῶν Παίδων, τὸ δρᾶμα τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας, λέει, λοιπόν, ὅτι ἐταπεινώθημεν ὑπὲρ πάντα τὰ Ἔθνη, κ.λ.π. καὶ λέει τὸ ἑξῆς : Οὐκ ἔστιν Ἄρχων καὶ Προφήτης καὶ Ἡγούμενος καὶ θυσία. Τὸ βασικὸ πρόβλημα σ’ ἕναν ὑπόδουλο πνευματικὸ λαὸ εἶναι ἡ ἀπουσία Προφήτου. Ὁ Σεβαστιανὸς ἦταν Προφήτης, ὄχι μόνο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς ἐννοοῦμε τὴν ἔννοια τοῦ Προφήτου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει καθαρὸ βλέμμα καὶ βλέπει μέσα στὰ πράγματα, μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὰ γεγονότα, μέσα στὴ δική του τὴ ψυχὴ καὶ στὸ δικό του χρέος. Εἶχε τρεῖς πολὺ μεγάλες, γιὰ μένα, ἀρετές. Δὲν φοβόταν, δὲν κολακευόταν, καὶ δὲν ξεγελιώταν. Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦσε ἀκριβῶς, νὰ κάνει αὐτὸν τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔκανε καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἐμπνέει. Καὶ δὲν ἀρνήθηκε ποτὲ τὸ ὅτι δὲν θὰ γινότανε ποτὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ποθοῦσε καὶ ποὺ ἀγωνιζότανε. Εἶχε τὴν ἀκράδαντη πεποίθηση, τὸ θυμοῦμαι αὐτό στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης τὸ 1989, ὅταν ἔλεγε ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ θὰ πέσουν τὰ σύνορα. Καὶ ἔπεσαν τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1990. Καὶ ἐγὼ ἀπὸ κάτω, ἤμουν διάκος καὶ ἔλεγα : Τί λέει ὁ ἄνθρωπος ! Ζοῦσε σὲ μιὰ ἄλλη κατάσταση. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ἀξία ἦταν πιὸ βαθειὰ ἀπὸ τὴν ἀρετή του, πιὸ βαθειὰ ἀπὸ τὰ χαρίσματά του, γιατὶ ἡ ἀξία του εἶναι στὸ ὅτι τὸν ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς τὴν Χάρη του καὶ γιὰ τὸ Ὄραμά του γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας, γιὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας , γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Σᾶς εὐχαριστῶ.