Θαυμάζει κανεὶς τὴ δίψα γιὰ μάθηση καὶ τὴν ἄσβεστη φλόγα τῶν νεαρῶν βλαστῶν τῆς Ἑλλάδας στὴν δύσκολη ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς ἐποχὴς ἐκείνης ὡς “δύσκολη”, ἐλάχιστα ἀποδίδει τὶς ἀντίξοες συνθῆκες ποὺ ἀντιμετώπιζαν τὰ Ἑλληνόπουλα τὴν περίοδο τῆς τούρκικης σκλαβιᾶς. Κι’ αὐτὸ διότι ἡ μάθηση προσφερόταν εἴτε μυστικῶς, μὲ τὴν ἐμπνευσμένη μορφὴ τοῦ κληρικοῦ στὰ Κρυφὰ Σχολειά, σὲ κρῦπτες καὶ σὲ ὧρες νὰ μὴν δίνουν στόχο στὸν κατακτητή, εἴτε, ἀργότερα, κατὰ τοὺς δύο τελευταίους αἰῶνες τῆς δουλείας, μὲ τὴν βοήθεια τῶν μικρῶν σχολείων καὶ τῶν ὀνομαστῶν Σχολῶν.
Στὴ Σχολὴ τῶν Κυδωνιῶν τῆς Σμύρνης λ.χ. οἱ περιηγητὲς ἐντυπωσιάζονται. Ἀπὸ τοὺς τριακόσιους (300) μαθητὲς ποὺ παρακολουθοῦν τὸ μάθημα δὲν ἀκούγεται κανένας ψίθυρος. Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι δίδονταν παραστάσεις ἀρχαίων ἑλληνικῶν τραγωδιῶν, ὅπως τῆς “Ἐκάβης”, τοῦ “Φιλοκτήτη” καὶ τῶν “Περσῶν” τοῦ Αἰσχύλου, μὲ τὴν μυστικότητα καὶ τὴν εὐθύνη ποὺ ἅρμοζε σὲ ὥριμους ἀνθρώπους.
Συγκίνηση προκαλεῖ ἡ φιλομάθεια τῶν παιδιῶν κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Ὑπῆρξαν περιπτώσεις ποὺ ἔφευγαν παιδιὰ γιὰ τὸ Ἐξωτερικὸ καὶ ἐπέστρεφαν ἄνδρες καλλιεργημένοι καὶ μορφωμένοι γιὰ νὰ μεταδώσουν τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἀρετή τους στὴν σκλαβωμένη Πατρίδα τους, σὰν τὸν Ἠλία Μηνιάτη, ποὺ βρέθηκε 10χρονος στὸ Φλαγγιανὸ Φροντιστήριο τῆς Βενετίας καὶ κατόπιν ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων (1669-1714) ἀλλὰ καὶ μεγάλο ρήτορα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἤ ἡ περίπτωση τοῦ Ἀναστασίου Γκάζαλη, μετέπειτα Ἀρχιμανδρίτου Ἀνθίμου Γαζῆ (1758-1828). Προερχόμενος ἀπὸ πολύτεκνη οἰκογένεια μὲ ὀκτὼ ἀδέλφια, ὀρφάνευσε ἀπὸ πατέρα στὴν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν. Παρ’ ὅλα αὐτά, διάβαζε καὶ τὶς νύχτες ἀκόμα, μὲ τὸ λυχνάρι, καταναλώνοντας τὸ λάδι τῆς οἰκογενείας του στὴν κατάκτηση τῶν γνώσεων. Στὶς ἐπιπλήξεις τῆς μητέρας του γιὰ τὴν σπατάλη αὐτή, μηχανεύθηκε τὸν τρόπο νὰ τὸ τακτοποιήσει : Ἔγινε ὁ ἐπιστολογράφος τῶν ἀγραμμάτων στὸ χωριό του, Μηλιὲς τοῦ Πηλίου, καὶ μὲ τὸ χαρτζηλίκι ποὺ τοῦ ἔδιναν, προμηθεύτηκε λάδι, ἔστριψε φυτίλι, ἔκανε ἕνα ὄστρακο λυχνάρι καὶ πλέον μποροῦσε νὰ συνεχίζει ἀμέριμνος καὶ τὴν νυκτερινὴ του μελέτη. Ἀναδείχθηκε σὲ μεγάλο διδάσκαλο τοῦ γένους, ἀναπτύσσοντας ἰδιαίτερη συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα.
Ἀλλὰ καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ ἀναγκάζονταν τὰ Ἑλληνόπουλα νὰ ἐργαστοῦν, ἐντυπωσιάζεται κανεὶς διαβάζοντας τὶ πατριωτικὸ φρόνημα ἔκρυβαν στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους, ἄν καὶ ἀγράμματα πολλὲς φορές ! Τὸ 1817, διηγεῖται ὁ γάλλος περιηγητὴς Claude Fauriel (Κλόντ Φοριέλ), ὅτι μὲ τὴν ὁμάδα τῶν συνταξιδιωτῶν του ἔφθασε σ’ ἕνα ἀρτοποιεῖο. Ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀρτοποιείου ἦταν ἕνας νεαρὸς καὶ ρώτησε τὸν Φοριὲλ ἄν ξέρει γράμματα. Ὅταν ἐκεῖνος ἀπάντησε καταφατικά, ὁ νεαρὸς τὸν ὁδήγησε πιὸ μέσα, στὸν κῆπο, καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα μικρὸ βιβλιάριο, ποὺ τὸ εἶχε κρεμασμένο μὲ σχοινὶ ἀπὸ τὸ λαιμό του. Ἦταν τὰ τραγούδια τοῦ Ρήγα Φεραίου. Ὅταν ὁ περιηγητὴς ἄρχισε νὰ τὰ ἀπαγγέλει ἔντονα, τότε ὁ νέος ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Τὸ πρόσωπό του ἔκαιε, τὰ χείλη του ἔτρεμαν, ἀπὸ τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ὀρθώθηκαν ! Ὅτα τὸν ρώτησε ὁ περιηγητὴς ἄν ἄκουγε αὐτὰ γιὰ πρώτη φορά, ἀπάντησε, ὅτι κάθε φορὰ ποὺ διερχόταν κάποιος ἐπισκέπτης, τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ τὰ διαβάσει!
Νέοι στὴν ἡλικία ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἔσπευσαν νὰ καταταχθοῦν στὸν Ἱερὸ Λόχο - ἄν καὶ ἄπειροι στὰ τοῦ πολέμου - καὶ νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν Πατρίδα στὸ Δραγατσάνι τῆς Βλαχίας (19.6.1821), ἀφήνοντας σπουδὲς καὶ μέλλον ἀσφαλές. Καὶ τὸ ἔκαναν αὐτὸ διότι ἦταν, ὅπως γράφει καὶ ὁ ποιητὴς Ἀνδρέας Κάλβος “γνήσια τῆς Ἑλλάδος τέκνα, τάγμα ἐκλεκτῶν ἡρώων, καύχημα νέον”.
“Τὰ παιδιὰ κουβαλοῦσαν ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον” τόνιζε καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ὁ Δημήτριος Παπανικολῆς ἦταν πυρπολητὴς στὰ 15 χρόνια του. Στὸ Μεσολόγγι 16χρονοι ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἀρίστευαν στὶς ἐφόδους, ἁρπάζοντας ἀστραπιαία τουφέκια, μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, ξαφνιάζοντάς τους. Τὰ μικρότερα, ὅταν ρίπτονταν οἱ βόμβες, τὶς ἅρπαζαν ἀμέσως καὶ τὶς ξαναπετοῦσαν πίσω στοὺς ἐχθροὺς ἤ τὶς ἀχρήστευαν βγάζοντας ταχύτατα τὸ φυτίλι προτοῦ νὰ ἐκραγοῦν.
Θὰ θέλαμε νὰ κλείσουμε τὸ μικρὸ ἀφιέρωμα στὰ Ἑλληνόπουλα τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὴν ἀναφορὰ μερικῶν ὀνομάτων μόνον, ἀπὸ τὸ “νέφος” τῶν νεαρῶν Νεομαρτύρων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ 18χρονος Μακάριος ἀπὸ τὴν Προῦσα (+1590), ὁ 14χρονος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Θάσο (+1652), ὁ 15χρονος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Βλαχία(+1662), ὁ νεαρὸς Νικόλαος ἀπὸ τὸ Καρπενήσι (+1672), ἡ νεαρὴ Ἀκυλίνα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη (+1767), ὁ 15χρονος Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Μονεμβασιά (+1773). Ὅλοι αὐτοὶ οἱ νεαροὶ βλαστοὶ ἀποτελοῦν παράδειγμα γιὰ τοὺς σημερινοὺς νέους μας, ἀφοῦ, γαλουχημένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τοὺς προγόνους τους, ἀπέδειξαν μὲ τὸ μαρτύριό τους, ὅτι γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Πατρίδα ἀξίζει κανεὶς νὰ θυσιάζει τὰ πάντα. Πλούτη, δόξες, τιμές, ἀλλὰ καὶ τὴν ζωή του ἀκόμα.
Νικάνωρ