Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

“Τὸ πρῶτο λάδι στοῦ Ἅι-Νικόλα τὰ καντήλια” (Ἀληθινὴ ἱστορία)

 

    Στὶς 20 Μαΐου κάθε χρόνο ἑορτάζουμε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγ. Νικολάου, Ἐπισκόπου Μύρων, τοῦ θαυματουργοῦ. Στὴν μνήμη του ἀφιερώνουμε τὸ παρακάτω ἀληθινὸ περιστατικό, ἐξαιτῶντας τὶς εὐχές του.

 

Νά ΄χεις λίγα στρέμματα γῆς στὶς μέρες μας εἶναι μεγάλο δῶρο. Καὶ νά ΄ναι ἡ γῆ σου ὄχι χωράφι χέρσο, ἄγονο, πετρῶδες, ἀλλὰ νἀ ‘χει δένδρα εὐλογημένα - ἐλιές, ρίζες παλιὲς καὶ καλοφυτεμένες, ποὺ νὰ χαρίζουν πλοῦτο, γνήσιο λάδι, πράσινο, λαχταριστὸ σὰν κεχριμπάρι.

Τοῦτο τὸ χωράφι τό ΄χει ἡ Λένα ἀπὸ παλιά · δῶρο, προίκα της εἶναι ἀπὸ προπάππου της, κληρονομιά μεγάλη !  Ὅσο ζοῦσαν ἐκεῖνοι, οἱ δικοί της, τὸ φρόντιζαν καὶ τῆς τὸ ‘στελναν τὸ λάδι μοσχομυριστό · πολλὰ κιλά. Κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὸ δώριζε σὲ φίλους καὶ γνωστούς. Ἔβγαζε καὶ ὑποχρεώσεις. Πουλοῦσε καὶ πλήρωνε τὰ νοίκια καὶ ἄλλα χρέη.

Τὶ τὰ θές, ὅμως ; Πέθαναν ἐκεῖνοι οἱ τόσο ἀγαπημένοι, ποὺ φρόντιζαν τὴ γῆ τῆς Λένας. Ἀλλὰ ὑπάρχουν εὐτυχῶς, κάτω στὸ Ἀχλαδοχώρι, ὁ θεῖος της, ὁ Μάνθος, μὲ τὰ παιδιά του. Στὸ ἴδιο χωριὸ μένει κι ἡ ἀδελφή της, ἡ Ἀργυρώ. Κι ὅλοι μαζὶ νοιάζονται τὰ κτήματα τῆς Λένας μαζὶ μὲ τὰ δικά τους. Ἔχουν ἐμπειρία, μὰ προπαντὸς ἀγάπη στοῦ Θεοῦ τὴ φύση.

Τὸ φθινόπωρο τοῦτο εἶναι κατάφορτες οἱ ἐλιὲς τῆς Λένας. Ζητᾶνε χέρια. Εἶναι ἡ χρονιὰ ποὺ κάνανε καρπό, πολὺ καρπό... τόσο, ποὺ τὰ κλαδιὰ κατάφορτα γέρνουν στὴ γῆ νὰ σπάσουν. Ἀλλὰ σὲ ξένα χέρια δὲν ἀφήνουν τὸ μάζεμα οἰ ἄνθρωποί της · τὰ ξένα χέρια δὲν εἶναι ἀποδοτικά. Γι’ αὐτὸ ἔχουν ἀρχίσει τὴ δουλειὰ ἐδῶ καὶ μέρες σχεδὸν μόνοι. Κοντά τους κάποιοι συγγενεῖς καὶ γνωστοί.

Ἀλλὰ θέλει καὶ ἡ Λένα νὰ βοηθήσει. Ἔστω μιά μέρα. Τὴν τελευταία τῆς σοδειᾶς. Τὸ ‘χει προγραμματίσει. Θὰ κατέβουν ἀπὸ τὴν Τρίπολη τέσσερα ἄτομα μαζί : ἡ Λένα, ὁ θεῖος ὁ Κωστής, ὁ γιός του ὁ Μῆτσος κι ὁ Θύμιος ὁ βαπτισιμιὸς τῆς Λένας. Καὶ ποῦ θ’ ἀφήσεις, Λένα μου, τὸν ἄνδρα σου τὸν ἀνήμπορο, καὶ τ’ ἄλλο σου τὸ ἀγόρι τὸ παραπληγικό, τὸν Γιώργη σου ; Ἄς εἶν’ καλὰ ἡ Μάρω ἡ πονετική, ἡ καλή της γειτόνισσα ποὺ ‘χει μέσα της κλεισμένα σπλάχνα Θεοῦ.

Πολὺ πρωί, πολὺ πρὶν χαράξει, ξεκίνησαν κι οἱ τέσσερις καὶ ἔφθασαν στὸ χωριό. Εἶχαν μπροστά τους δουλειὰ μιᾶς μέρας. Καλοχαιρετήθηκαν ὅλοι μεταξύ τους στὸ πατρικό τους. Πῆραν βιαστικὰ πρωϊνὸ καὶ γρήγορα πῆγαν στὴ δουλειά τους. Συντονισμένοι ὅλοι, ἀδελφωμένοι. Κατάχαμα εἶχαν ἁπλώσει ἀπὸ τὴν προηγούμενη μέρα οἱ ἄνδρες τὰ πανιὰ κάτω ἀπὸ τὶς κατάφορτες ἐλιές. Χτυποῦσαν μὲ τὰ ραβδιὰ τὰ κλαδιὰ καὶ κεῖνα ἀδιαμαρτύρητα ἄφηναν τὸν καρπὸ νὰ πέφτει. Ἐλιὲς χονδρές, μεστωμένες, ποὺ ἔλαμπαν σὰν τὸ ἀσήμι στοῦ ἥλιου τὸ φῶς.

Τὰ κλαδιὰ ἀνάσαιναν ἀπὸ τὸ βάρος καὶ ἐπέστρεφαν λευτερωμένα πίσω, χαρούμενα καὶ εὐτυχισμένα ποὺ ‘διναν τέτοιο, τόσο καρπὸ σ’ εὐλογημένα ἀνθρώπινα χέρια. Πῶς πέρασαν οἱ πρῶτες ὧρες ; Πῶς ἔφευγε τόσο γρήγορα ἡ δουλειά ; Καὶ μιὰ -μιὰ ρίζα, κάθε γέρικη ἐλιὰ λευτερωνόταν.

Ἔλεγαν οἱ συγγενεῖς καὶ τὰ ὄμορφα ἀστεῖα τους, καὶ κάπου-κάπου σιγοτραγουδοῦσαν κάνα δημοτικὸ τραγούδι ἀπὸ τὰ παλιὰ τῆς Μεσσηνίας. Πάνω στὰ κλαδιὰ καθισμένοι σπίνοι καὶ καρδερίνες συνόδευαν κι αὐτὰ κάνοντας τὴ δουλειά τους τόσο εὐχάριστη καὶ ἀπαλύνοντας τὸν κόπο.

Οἱ ἄνδρες, γεροδεμένοι, δὲν ἔπαυαν κάθε φορὰ ποὺ τέλειωνε μιὰ ἐλιά, σβέλτα νὰ συμμαζώνουν τὸν καρπὸ στὰ τσουβάλια, νὰ τὰ ζαλώνονται στὴν πλάτη καὶ νὰ τὰ φορτώνουν στὰ δύο ἀγροτικὰ αὐτοκίνητα ποὺ ‘ταν κοντά τους. Ὥσπου ἔφθασε τὸ μεσημέρι. Ἔκαναν ὅλοι μικρὴ ἀνάπαυλα, κάτι νὰ βάλουν στὸ στόμα, νὰ στερεωθοῦν τὰ πόδια γιὰ τὴ συνέχεια. Καὶ ἔπειτα πάλι στὸ τίμιο καὶ εὐλογημένο ἔργο.

Ἀλλὰ τί ἦταν τοῦτο τὸ ξαφνικό ; Ὁ γαλανὸς οὐρανὸς ἀρχίζει ν’ ἀλλάζει χρῶμα. Σύννεφα τρέχουν μὲ βιασύνη τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ ἀπειλοῦν νὰ κρύψουν τὸν οὐρανό, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Μέσα τους φέρνουν βροχή, πολλὴ βροχή. Καὶ κάποια πουλιὰ τὸ προμηνύουν, σμήνη ποὺ ἄλλα πετοῦν κατὰ πάνω τους κι ἄλλα φτεροκοποῦν χαμηλά. Ἀέρας δυνατὸς φυσᾶ καὶ φουσκώνει μὲ βία ἀπὸ κάτω τὰ πανιά. Ἡ Λένα καὶ οἱ ἄλλοι σβέλτα τρέχουν νὰ βάλουν στὶς ἄκρες μεγάλες πέτρες καὶ χοντρὰ κλαριά. Καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ ἄγχος καὶ ἀγωνία μὴν τοὺς βρεῖ ἡ βροχή, βιάζονται νὰ τελειώσουν. Μὰ θὰ προλάβουν ;

Μόνο δύο λιόδενδρα ἀπομένουν. Κατάφορτα κι αὐτά, βαριά. “Θεέ μου, κράτα τὴ βροχή”, μονολογεῖ ἡ Λένα. “Νὰ προλάβουμε τὰ δυό μας τελευταῖα δένδρα”.  Στρέφει ἔπειτα τὸ βλέμμα κατὰ τὸ γειτονικὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅι-Νικόλα : “Ἅγιέ μου, θαλασσοκράτη, κάνε μου τὴ χάρη... Σταμάτα τὴ βροχή. Καὶ θὰ σοῦ φέρνω κάθε χρονιὰ τὸ πρῶτο λάδι. Δικό σου θὰ εἶναι, γιὰ τὰ καντήλια”.

Μὰ οἱ οὐρανοὶ ἔχουν ἀνοίξει γιὰ καλά. Βροντές, ἀστροπελέκια, ἀνεμοδούρι. Ποτάμι κατεβαίνει ἡ βροχή. Τρέχουν οἱ ἄνδρες νὰ βγάλουν τὰ δυὸ ἀγροτικὰ στὴν ἄκρη, στὴ δημοσιὰ τοῦ δρόμου, μὴν τύχει καὶ βουλιάξουν στὴ φοβερὴ λάσπη.

Πλημμύρα τώρα στὸ λιοστάσι. Ρυάκια, ποταμάκια μὲ νερὸ ποὺ τρέχει ἀσταμάτητα. Σὲ λίγο θὰ πνιγοῦν τὰ πάντα. Εὐτυχῶς ποὺ ἔχουν μαζεμένο τὸν καρπὸ ἀπὸ τ’ ἄλλα δένδρα. Καὶ ἡ Λένα μὲ τοὺς ὑπόλοιπους κάτω ἀπὸ τὶς δυὸ ἐλιὲς τὶς τελευταῖες νὰ πασχίζουν χωρὶς σταματημὸ ν’ ἀποτελειώσουν. Ἀκόμα δὲν ἔφθασε ἡ βροχὴ ἐκεῖ. Καὶ ἐνῷ γύρω τους καταβράχηκε τὸ χῶμα, μόνο κάτω ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ λιόδενδρα συμβαίνει θαῦμα παράδξο, μεγάλο : Οὔτε μία σταγόνα βροχῆς δὲν πλησιάζει !  Νιώθουν ὁλοφάνερη τὴν προστασία τοῦ Ἁγίου, σὰν μιὰ τεράστια ὀμπρέλα ἀνοιχτὴ νὰ διώχνει τὴ βροχή.

Ὥς τὴ στιγμὴ ποὺ μάζεψαν καὶ τὶς τελευταῖες ἐλιές... Λίγο πρὶν μποῦν στ’ ἁμάξια γιὰ νὰ φύγουν, σταυροκοπιοῦνται ὅλοι. Στρέφουν τὸ βλέμμα στὸ ταπεινὸ ξωκκλήσι, εὐχαριστοῦν τὸν Ἅγιό τους. Καὶ μόλις ξεκινοῦν γιὰ τὴν ἐπιστροφή, νὰ τος κι ἐκεῖ ἀγέρας δυνατὸς μὲ ὁρμητικὴ βροχὴ νὰ χτυπᾶ ἀνελέητα καὶ τὰ δύο τελευταῖα δένδρα. Μόλις ποὺ πρόλαβε ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ὀχήματος νὰ φωνάξει ἡ Λένα στὴν ἀδελφή της, ποὺ ἔφευγε γιὰ τὸ σπιτικὸ στὸ Ἀχλαδοχώρι :

- Ἀργυρώ, ὅπως τὸ ‘παμε : τὸ πρῶτο λάδι τῆς χρονιᾶς ἀπὸ τὸ λιοτρίβι νὰ τὸ φέρνεις πάντα ἐδῶ στὸ ξωκκλήσι, γιὰ τοῦ Ἁι-Νικόλα τὰ καντήλια !

 

(Ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”, Τεῦχος 2249, σελ.381-382).