...Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο εἶναι, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς στὴν Δ΄ Διδαχή του, εἶναι θησαυρὸς ἀνεκτίμητος. Εἶναι διαμάντια καὶ μαργαριτάρια. Καὶ συνιστοῦσε στοὺς Ἕλληνες, ποὺ ἄκουγαν τὴν διδαχή του, νὰ μελετοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο Εὐαγγέλιο τότε, ἐκείνη τὴν ἐποχή, τὸν 18ο αἰῶνα, πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ 200 χρόνια καὶ πλέον, ἦταν δυσεύρετο. Οἱ Ἕλληνες ραγιᾶδες, ὑπόδουλοι δηλ. στοὺς Τούρκους καὶ φτωχοὶ ἄνθρωποι ἦσαν ἀλλὰ καὶ δὲν βρισκόντουσαν ἀντίτυπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ διαβάσουν. Πέραν τοῦ ὅτι καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν δὲν ἤξεραν καὶ γράμματα. Ὅμως, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ποὺ εἶχε καταλάβει τὴν ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συνιστοῦσε τὴν μελέτη τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου.
Εἶναι, λοιπόν, πράγματι, σπουδαῖο πρᾶγμα νὰ μάθουμε νὰ μελετοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ ἀγαποῦμε τὸ Εὐαγγέλιο. Πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια ἡ Μητρόπολίς μας εἶχε κάνει μία προσπάθεια νὰ μπεῖ σὲ κάθε σπίτι ἡ Καινὴ Διαθήκη. Καὶ θέλω νὰ πιστεύω ὅτι σὲ ὅλα τὰ σπίτια ὑπάρχει τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν ξέρω, βεβαίως, ποὺ τὸ ἔχει κάθε οἰκογένεια τὸ Εὑαγγέλιο. Ἄν τὸ ἔχει σ’ ἕνα τραπεζάκι μπροστά, ὥστε εὔκολα νὰ τὸ παίρνουν καὶ νὰ τὸ μελετοῦν, ἤ τὸ ἔχουν σὲ μιὰ ταζιέρα, κάπου ψηλά, σ’ ἕνα χῶρο ὅπου δὲν φθάνει κανείς, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω. Ἐκεῖνο ποὺ θέλω, εἶναι ὅτι, αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη προηγουμένως, νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ μελετοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο.
Λένε κάποιοι : “δὲν ἔχω χρόνο”. Αὐτὸ εἶναι ἀστεῖο ἐπιχείρημα. Γιατὶ χρόνο βρίσκουμε νὰ πληθοῦμε, νὰ γίνει τὸ μαγείρεμα, νὰ φᾶμε, νὰ κάνουμε τὴ βόλτα μας, νὰ πᾶμε στὴ δουλειά μας, νὰ κουβεντιάσουμε μὲ τὸν ἕναν καὶ μὲ τὸν ἄλλον, νὰ σχολιάζουμε τὶς εἰδήσεις ἀπὸ τὴν τηλεόραση... Γιὰ ὅλα αὐτὰ βρίσκουμε χρόνο. Μόνο γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν βρίσκουμε. Δὲν εἶναι δικαιολογία αὐτή.
Ἤ ὅτι “δὲν τὸ καταλαβαίνω”. Οὔτε αὐτὴ εἶναι δικαιολογία, γιατὶ ἰδιαίτερα σήμερα, στὴν ἐποχή μας, τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο εἶναι μεταφρασμένο στὴ γλῶσσα ποὺ μιλᾶμε. Ἑπομένως, κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὁ ὀλίγων γνώσεων ἄνθρωπος, ὅταν διαβάζει τὴν ἑρμηνεία τὸ καταλαβαίνει.
Καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς πῶ, ἐφέτος, τὴν Μεγάλη Σαρακοστή, ἔβαλα μιὰ σειρά. Ἐνῷ κάθε χρόνο διάβαζα ἕνα βιβλίο σχετικὸ μὲ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου, ἐφέτος ἔβαλα μία ἀρχὴ, νὰ ξεκινήσω νὰ μελετῶ τὰ ἱερὰ Εὑαγγέλια μὲ τὴν σειρά. Ἄρχισα ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον. Τώρα βρίσκομαι στὸ 20ὸ-21ο Κεφάλαιο. Ἀργὰ - ἀργά. Δὲν βιάζομαι. Καὶ ἔτσι βρίσκω μία ἀνακούφιση ἐσωτερική, καὶ νοιώθω μιὰ μεγάλη χαρά, ποὺ μὲ ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ τὸ διαβάσω.
Πρὶν κλείσω τὶς σκέψεις αὐτές, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς διαβάσω μιὰ μικρὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ 13ο Κεφάλαιο στοὺς πέντε πρώτους στίχους. Ἀπ’ αὐτὴ ποὺ σᾶς διαβάζω εἶναι Καινὴ Διαθήκη τῆς τσέπης. Καὶ ὅταν πηγαίνω στὴν Ἀθήνα κυρίως γιὰ τὶς Συνάξεις τῆς Ἱεραρχίας στὸ δρόμο τὴν ἔχω μαζί μου καὶ διαβάζω πότε - πότε κάποια κομμάτια.
Λέει, λοιπόν, ἐδῶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Θὰ σᾶς διαβάσω τὸ κείμενο καὶ μετὰ θὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἁπλᾶ λόγια :
“Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ (τῷ Ἰησοῦ) περὶ τῶν Γαλιλαίων ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξεν μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν. 2 καὶ ἀποκριθεὶς (ὁ Ἰησοῦς) εἶπεν αὐτοῖς· Δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν; 3 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοῆτε πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε. 4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτὼ ἐφ’ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ; 5 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοήσητε πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε”.
Ἐδίδασκε κάποια μέρα ὁ Κύριος καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη παρουσιάστηκαν κάποιοι καὶ τοῦ εἶπαν : Δάσκαλε, ἔμαθες τὶ ἔγινε. Δὲν μίλησε ὁ Κύριος, ἄκουγε. Εἶχαν ἔλθει ἀπ’ τὴν Γαλιλαία κάποιοι νὰ προσφέρουν θυσίες στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ ἐπειδή, φαίνεται, εἶχαν κάποια διένεξη μὲ τὸν Πιλᾶτο, ἔστειλε στρατιῶτες καὶ τοὺς κατέσφαξαν καὶ τὸ αἷμα τους ἀνακατεύτηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν. Ὁ Κύριος δὲν ρώτησε ἀπὸ ποιὰ πόλη ἦσαν,πόσοι ἦσαν, τὶ εἶχαν κάνει ; Τίποτα ἀπ’ αὐτά. Λέει, ἐσεῖς νομίζετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ σφαγιάσθησαν, ἦταν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ; Ὄχι. Ἀλλὰ ἄν δὲν μετανοήσετε, σᾶς λέω ὅτι τὰ ἴδια θὰ πάθετε καὶ ἐσεῖς. Καὶ ἐπρόσθεσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἤ ἀκόμη ἐκεῖνοι στὴν πηγὴ τοῦ Σιλωάμ, ποὺ εἶχαν πάει γιὰ κάποιο λόγο καὶ ἔπεσε ἐπάνω τους ὁ πύργος τοῦ Σιλωάμ, γκρεμίσθηκε, δηλαδὴ, καὶ τοὺς σκότωσε. Δεκαοκτὼ (18). Αὐτοὶ νομίζετε ὅτι ἦταν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὄχι. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν μετανοήσετε, σᾶς βεβαιώνω, ὅτι τὰ ἴδια θὰ πάθετε.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὴν τὴν μικρὴ περικοπή, ἡ ὁποία φέρνει στὸ μυαλό μας τὸ δυστύχημα στὰ Τέμπη, ποὺ ἔγινε τώρα αὐτὲς τὶς ἡμέρες, καὶ εἶναι γενικὸ θέμα συζητήσεων, μποροῦμε νὰ βγάλουμε μεταξὺ τῶν ἄλλων δύο (2) διδάγματα :
Τὸ πρῶτον εἶναι, νὰ μὴν μεταφέρουμε πληροφορίες γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν εἴμαστε σίγουροι. Γιατὶ αὐτὸν τὸν καιρὸ ἀκούστηκαν τὰ “χίλια - δυό” ὅπως πληροφοροῦμαι, καὶ ἀπὸ τὶς τηλεοράσεις καὶ τὸ ραδιόφωνο, γίνονται οὐσιαστικὰ δίκες, καὶ ὁ καθένας λέει “τὸ κοντό του καὶ τὸ μακρύ του”. Ἀλλὰ ἡ δικαιοσύνη δὲν ἔχει ἀποφανθεῖ ἀκόμη. Γι’ αὐτό, λοιπόν, νὰ εἴμαστε συγκρατημένοι.
Καὶ τὸ κυριότερο, τὸ δεύτερο, εἶναι νὰ λέμε στὸν ἑαυτό μας : - Ἐὰν μοῦ εἶχε τύχει ἐμένα αὐτὸ τὸ γεγονός, καὶ μὲ ἔπαιρνε ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή, τὶ θὰ τοῦ ἔλεγα ὅταν θὰ πήγαινα ἐκεῖ πάνω ; Αὐτὸ εἶναι. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μᾶς πολυαπασχολεῖ. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι τὸ ἔπαθαν. Ἔ, ἐντάξει τὸ ἔπαθαν, τὸ ἔπαθαν. Τελείωσε. Ἐμεῖς δὲν θὰ τὸ πάθουμε. Ἔχουμε αὐτήν, δυστυχῶς, τὴν νοοτροπία, ὅτι αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι γιὰ ἐμᾶς. Ὅμως, ἡ πραγματικότητα εἶναι ἀλλοιώτικη. Τὰ πράγματα μᾶς λένε αὐτὰ ποὺ διαβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅτι, “ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε”. (Λουκᾶ ιγ΄,5). Τὸ ἴδιο τέλος θὰ ἔχετε ὅλοι ἐσεῖς.
Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἐπειδὴ βρισκόμαστε στὴν ἀρχὴ ἀκόμη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ὁποία εἶναι περίοδος μετανοίας καὶ περισυλλογῆς, νὰ στρέψουμε τὴν ἔρευνά μας στὸ ἐσωτερικό μας, νὰ κοιτάξουμε ποιοὶ εἴμαστε, τὶ εἴμαστε, ποῦ ὑπολοιπώμαστε, τὶ πρέπει νὰ κάνουμε, τὶ ζητάει ὁ Χριστός ἀπὸ ἐμᾶς ; Αὐτὸ νὰ κάνουμε καὶ ἔτσι νὰ πορευθοῦμε καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς μας, ὥστε νὰ μᾶς ἐπισκιάζει ἡ εὐλογία καὶ ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία εὔχομαι σὲ ὅλους μας. Ἀμήν.