Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

Ἡ πρώτη χειροτονία τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἀλεξίου ὡς Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης. Ἐπηκολούθησε καὶ χειροθεσία ἀναγνώστου.

 



    Μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Παναγίου Θεοῦ τελέσθηκε στὶς 26-12-2025, μέσα σὲ κλίμα βαθιᾶς συγκίνησης καὶ πάνδημης ἀποδοχῆς, ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κ. Ἀλεξίου, ἡ εἰς διάκονον χειροτονία τοῦ π. Κοσμᾶ Πύλη, θεολόγου καὶ νομικοῦ, στὸν προσκυνηματικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στὴν Κόνιτσα. Πλῆθος κληρικῶν καὶ εὐσεβοῦς λαοῦ προσῆλθαν γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦν καὶ νὰ συμμετάσχουν στὴ χαρὰ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν εἴσοδο ἑνὸς νέου ἐργάτη στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου.
    Κατὰ τὸν χειροτονητήριο λόγο του, ὁ χειροτονούμενος, μὲ υἱικὴ εὐγνωμοσύνη καὶ βαθὺ σεβασμό, ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη του,  εὐχαριστῶντας τον γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ τοῦ ἔδειξε, καθότι ἡ παροῦσα χειροτονία ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἱερατικὴ χειροτονία τοῦ Σεβασμιωτάτου στὴν Κόνιτσα,  ἐξέφρασε καὶ τὶς εὐχαριστίες του πρὸς τοὺς διδασκάλους του στὸν χῶρο τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης καὶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας. Ἰδιαίτερη μνεία καὶ εὐγνωμοσύνη ἀπέδωσε στὸν συμμαρτυρήσαντα τὴ χειροτονία του, Γέροντα Ἀρσένιο Μάιπα, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου, στὴ μάνδρα τῆς ὁποίας ἀνδρώθηκε πνευματικὰ καὶ γαλουχήθηκε ἐκκλησιαστικά.


    Στὴν ἀντιφώνησή του, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κ. Ἀλέξιος ἀναφέρθηκε μὲ πατρικὴ συγκίνηση στὴ συμβολὴ καὶ τὴν εὐλογία τῶν γονέων τοῦ νέου διακόνου, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν καὶ τὰ δύο παιδιά τους στὴν Ἐκκλησία, καθὼς καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀδελφὸς τοῦ νέου διακόνου διακονεῖ στὴν ἴδια Ἱερὰ Μητρόπολη.
    Ἰδιαίτερη μνεία ἔκανε στὸ ὅτι ὁ νέος διάκονος εἶναι ἔγγαμος καὶ πατέρας ἑνὸς τέκνου, ὑπογραμμίζοντας τὴν εὐλογία τῆς οἰκογένειας ὡς «κατ’ οἶκον Ἐκκλησίας», ἐνῶ ἐπαίνεσε τὶς πλούσιες καὶ πολυεπίπεδες σπουδές του, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν πολύτιμο ἐφόδιο γιὰ τὴ διακονία του στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἀναφέρθηκε ἐπίσης στὴν ἐπαγγελματικὴ ἀποκατάσταση τόσο τοῦ ἰδίου ὅσο καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του, πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴ χειροτονία τους, γεγονὸς ποὺ, ὅπως τόνισε, καταδεικνύει ὅτι ἡ ἱερωσύνη δὲν ἐπιλέγεται ὡς καταφύγιο, ἀλλὰ ὡς ἐλεύθερη καὶ συνειδητὴ προσφορά.
    Ὁ Σεβασμιώτατος ἐπαίνεσε ἀκόμη τὴν ἐπιλογὴ τοῦ νέου διακόνου νὰ διακονήσει σὲ ἀκριτικὴ Μητρόπολη, παρότι θὰ μποροῦσε νὰ χειροτονηθεῖ σὲ μεγάλο ἀστικὸ κέντρο, καὶ κατέληξε εὐχόμενος νὰ πορεύεται μὲ ἁπλότητα, ταπείνωση καὶ σοβαρότητα στὸ ὕψιστο λειτούργημα τῆς διακονίας τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου καὶ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ οἰκοδομὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ Του.


    Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ἀλέξιος, στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, προχώρησε καὶ στὴ χειροθεσία τοῦ ἐπὶ πολλὰ ἔτη συνεργάτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως κ. Βασιλείου Μάλιακα, θεολόγου καὶ ἀκτινολόγου ἐγνωσμένης φήμης, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Κόνιτσα. Ὁ κ. Βασίλειος Μάλιακας εἶναι γνωστὸς γιὰ τὸ ἦθος, τὴν ἐπιστημονικὴ του κατάρτιση καὶ τὴν πολυετῆ, ἀθόρυβη καὶ σταθερὴ προσφορά του στὸ ποιμαντικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
    Ὁ Σεβασμιώτατος, μὲ λόγους πατρικοὺς καὶ θερμούς, ἐξῆρε τὴν μέχρι σήμερα διακονία του καὶ τοῦ εὐχήθηκε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ χαρίζει δύναμη καὶ φώτιση, ὥστε νὰ συνεχίσει τὴν προσφορά του πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ὠφέλεια τοῦ λαοῦ.


Ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως κ. Ἀλέξιος πρὸς τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς Ἐκπαιδευτικούς

 


Κήρυγμα Μητροπολίτου κ. Ἀλεξίου

 πρὸς τοὺς μαθητὲς καὶ Καθηγητὲς Γυμνασίου καὶ Λυκείων (ΓΕΛ, ΕΠΑΛ) Κονίτσης, κατὰ τὸν Ἐκκλησιασμὸ τους, πρὸ τῶν Χριστουγέννων,

 στὸ Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ

 στὶς 23. 12.2025

 

            Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐκφράσω τὴν χαρά μου, καθὼς λίγο καιρὸ μετὰ τὴν ἔλευσή μου, ἐδῶ στὴν Κόνιτσα καὶ στὴν Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης, ἔχω τὴν χαρὰ νὰ ἀπευθυνθῶ σὲ σᾶς μὲ αὐτὴν τὴν συνάντηση ἐδῶ, στὸν Προσκυνηματικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ.

            Καὶ λέω ἔχω τὴ χαρὰ γιατί, ἀλήθεια εἶναι, ὅτι στὴ προηγούμενη διακονία μου, ἔτσι τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεός, νὰ βρίσκομαι, μέχρι καὶ πρόσφατα, πρὶν ἑνάμιση χρόνο - ὅταν ἔγινα Ἐπίσκοπος Βοηθὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν στὴν Πρωτεύουσα - νὰ συναναστρέφομαι  πάντοτε παιδιὰ καὶ νέους καὶ μάλιστα φοιτητές. Ἀλλὰ καὶ νωρίτερα, κατὰ τὴν ἱερατική μου διακονία, παρ΄ὅτι ἐπιφορτισμένος μὲ πολλὲς διοικητικὲς εὐθῦνες, τέτοιες μέρες ἰδίως, φρόντιζα στὴν Θεία Λειτουργία νὰ βρίσκομαι πάντοτε, μὲ τοὺς συνεφημερίους μου, καὶ μάλιστα σὰν τὴν σημερινὴ ἡμέρα, σὲ μία γενικὴ ἔνταση καὶ ἀναστάτωση στὴν Ἀθήνα. Πρώτη διαφορὰ ποὺ παρατήρησα : Μπήκατε στὸ Ναὸ καὶ δὲν σᾶς κατάλαβε κανείς. Τώρα ἄν εἴμασταν, τὴν ἴδια ὥρα, σὲ ἕναν Ναὸ τοῦ Λεκανοπεδίου Ἀττικῆς, θὰ νόμιζες ὅτι γίνεται «ἐπιδρομή», στὴν κυριολεξία, «ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοφύλων». Γιατὶ συμβαίνει αὐτό ; Εἶναι τὰ παιδιὰ κακὰ ; Ὄχι. Ἀλλὰ τὰ παιδιά, δυστυχῶς, στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα εἶναι ἀφημένα στὴν τύχη τους. Καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση ἕνα σχολεῖο μπορεῖ νὰ προσφέρει πολλές, ἴσως, σωστὲς καὶ καλὲς γνώσεις, ἀλλὰ μόνον αὐτό. Οἱ δὲ γονεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη, πιεσμένοι ἀπὸ τὶς συνθῆκες καὶ τὸ ἄγχος τῆς ζωῆς, μᾶλλον δὲν πολυασχολοῦνται μὲ τὰ παιδιά τους.  Ὁ κληρικὸς ποὺ εἶχα χθὲς τὸ βράδυ - ἦλθα ἀργὰ γιὰ νὰ σᾶς δῶ σήμερα τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα -  ὁ κληρικὸς ποὺ εἶχα μαζί μου τὶς 4 ἡμέρες ποὺ βρέθηκα γιὰ ἕνα καθῆκον στὴν Πρωτεύουσα, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ διαπίστωσε αὐτὲς τὶς διαφορές καὶ τὸν ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο ζωῆς ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ ἀπ’ ὄτι ἐδῶ, στὴν Κόνιτσα. Πρώτη χαρά μεγάλη ἦταν ὅτι τὰ παιδιὰ στὴν Κόνιτσα, ἀκόμη, ξέρουν ποὺ βρίσκονται. Εἶναι πολὺ προσγειωμένα. Καὶ ξέρουν, μᾶλλον, νὰ συμπεριφέρονται ἀναλόγως στὸν χῶρο τὸν ὁποῖο βρίσκονται.



           

            Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς πῶ ὅτι ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ - καὶ τὶ εἶπα τώρα, μιὰ λέξη ποὺ χρησιμοποιοῦμε πολύ, «Χάρις» δηλαδὴ χάρισμα, δωρεά, προσφέρεται, δὲν πουλιέται, δὲν ἀγοράζεται, δὲν εἶναι ὑπόθεση συναλλαγῆς - ἡ Χάρις αὐτὴ δηλαδή, τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἔφερε μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἱερὴ περίοδο γιὰ μία ἀκόμη φορά, τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου, ὅπου εἶναι οἱ ἡμέρες οἱ ὀποῖες θὰ ἀκολουθήσουν μὲ γιορτὲς – σταθμούς, ποὺ εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἡ Πρωτοχρονιὰ ποὺ γιορτάζουμε τὴν Περιτομὴ τοῦ Θείου Βρέφους καὶ ταυτόχρονα τὴν ἔναρξη τοῦ πολιτικοῦ ἔτους, στὸ πολιτικὸ ἡμερολόγιο, καὶ στὶς 6 Ἰανουαρίου ἡ Βάπτιση, ἤ, ὅπως λέμε στὴν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ Θεοφάνεια. Στὴν πρώτη Ἐκκλησία Θεοφάνεια ἦταν ὅλες οἱ γιορτές, τὸ λέει ἡ λέξη. Καὶ στὴ μία καὶ στὴν ἄλλη γιορτή τὶ ἔχομε ; Τὴν ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἱστορία. Καὶ ἐσεῖς σήμερα ἤλθατε ἐδῶ καὶ τελέσατε τὴν Θεία Λειτουργία. Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία μαθητεία στὴ ὀπτικὴ, περιληπτική στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἤδη, εἶπα, ξεκίνησε, τὸ πρωὶ ὁ Ἱερεύς, ὅταν ἦλθε πρὶν ἀπ’ ὅλους, τὴν Πρόθεση, ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ ἔγινε ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου καὶ προχωρῶντας στὴ Θεία Λειτουργία, βιώνουμε τὴν ἀναίμακτη ἱερουργία, τὴν θυσία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, στῆς ὁποίας στὸ τέλος καλούμεθα νὰ μεταλάβωμε καὶ ἐμεῖς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ.  Ὄχι γιατὶ τὸ φανταστήκαμε, ἤ γιατὶ τὸ θέλομε. Ἤ ἐπειδὴ τὸ βρῆκαν κάποιοι Μεγάλοι Πατέρες ἤ Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ γιατὶ τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, τὴν νύκτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου :  «Λάβετε φάγετε, τοῦτο ἐστι τὸ Σῶμα μου», «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο ἐστι τὸ Αἷμα μου». Ἆρα εἶναι κι’ αὐτὸ κάτι τὸ ὁποῖο μᾶς δόθηκε, δὲν τὸ ἐπινοήσαμε. Δὲν τὸ βρήκαμε ἐμεῖς, δὲν τὸ φανταστήκαμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ θέλουμε νὰ εἴμαστε γνήσιοι μαθητές καὶ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς θέλομε νὰ ζήσωμε τὴν ζωὴ μας μὲ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ τρόπο, ὅπως μᾶς ἐδημιούργησε ὁ Θεός, γι’ αὐτό καταφήγαμε καὶ ἐδῶ.




Καὶ ἀπὸ αὔριο θὰ ἔχετε διακοπές. Θὰ πᾶτε στὸ Σχολεῖο, θὰ κάνετε τὴ γιορτή, θὰ ἔχετε διακοπές. Οἱ διακοπές, ὅμως, ἔχουν ἕνα βαθύτερο νόημα. Ξεκινῶντας ἀπὸ ἐδῶ, ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, θὰ κληθοῦμε νὰ ζήσωμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῶν Ἑορτῶν, ὄχι ὅπως τὶς ζεῖ ὁ πολὺς κόσμος. Ἀνόητα, δηλαδή, χωρὶς νόημα. Χωρὶς οὐσία. Καὶ δυστυχῶς, στὴ Δύση περισσότερο, καὶ ἐμεῖς ὡς Χώρα μικρὴ μέν, ἀνήκομε στὴν Δύση, ὄχι μόνο θεωρητικά, ὄπως τὸ εἶπε στὰ λόγια ἕνας πολιτικὸς ἡγέτης τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ καὶ στὴν ἴδια τὴν οὐσία καὶ τὴ νοοτροπία καὶ τὴ πορεία τῆς ζωῆς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι, παρ’ ὅτι ἔχουμε κάποιες συνήθειες τὶς ὁποῖες λέμε εἰρωνικὰ «ἀνατολίτικες», ἀνήκομε στὸν Δυτικὸ κόσμο. Καὶ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐκκοσμίκευσης παρασύρει καὶ ἐμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες ἀκόμα καὶ Ὀρθόδοξοι ποὺ θέλουν νὰ λέγονται, ζοῦν τὶς γιορτὲς μὲ ἕναν τρόπο χωρὶς σκοπό, χωρὶς νόημα ποὺ στὸ τέλος δὲν γεμίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν κάνει ἀμέσως μετὰ τὰ Θεοφάνεια, ἔ, ἐκεῖ ποὺ πετάμε τὰ δέντρα, τὰ βγάζουμε, τὰ ξεστολίζουμε, ὅλοι τὰ ξεστολίζουν - ἐγὼ ξέρω στὴν πατρίδα μου τὴν μητέρα ἑνὸς  κληρικοῦ ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ κουράζεται καὶ εἶναι μόνη της, ξέρετε τὶ κάνει, ρίχνει πάνω ἀπὸ τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο ἕνα σεντόνι, καὶ τὸ ἀφήνει ἐκεῖ νὰ κάθεται στὴ γωνία τοῦ σπιτοῦ μέχρι τὰ ἑπόμενα Χριστούγεννα καὶ ἐγὼ πολλὲς φορές, ἀστειευόμενος, μὲ τὸν πατέρα αὐτό, ποὺ εἶναι Ἀρχιμανδρίτης, λέω : Τί ἔκανε ἡ κυρία Ἀναστασία ; Ἐκάλυψε πάλι τὸ δένδρο ; Αὐτοί, λοιπόν, ποὺ πετᾶνε τὰ δένδρα καὶ μπαίνουν πάλι στὸν ρυθμὸ τῆς ζωῆς, εἶναι πιὸ κουρασμένοι, πιὸ ἀπογοητευμένοι, πιὸ ταλαιπωρημένοι, ἀπ’ ὅτι πρὶν τὶς γιορτές.

Ἀλλὰ ἐσεῖς, θὰ ξεκινήσετε ἀπὸ αὔριο καὶ ἡ προσευχή μας καὶ ἡ εὐχή μας εἶναι νὰ ζήσετε μὲ τοὺς γονεῖς, μὲ τοὺς οἰκείους, μὲ τὰ ἀδέλφια μὲ ἕναν τρόπο ποὺ θὰ σᾶς δώσει νὰ καταλάβετε ὅτι αὐτὸς ὁ σταθμὸς τῶν διακοπῶν εἶναι μιὰ πραγματικὴ γιορτή, ἕνα, δηλαδή, πανηγύρι, μιὰ αἰτία χαρᾶς, γιὰ τὴν ὁποία ἐμεῖς μποροῦμε νὰ χαιρόμαστε καὶ τὴ χαρὰ αὐτὴ νὰ μὴν μπορεῖ κανείς, κανείς, μὰ κανεὶς νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσει. Εἶναι ὁ τρόπος ποὺ μαθαίνομε, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σχολεῖο, μιὰ μαθητεία. Ἕνας ἄλλος τρόπος μαθητείας εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία. Τὸ πῶς, δηλαδή, θὰ ζοῦμε μὲ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ τρόπο, τὸ πῶς θὰ ἀληθεύουμε στὴ ζωή. Πῶς θὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι καὶ πῶς θὰ ἀκολουθοῦμε ἔναν γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ τρόπο ἐπικοινωνίας. Δέστε τώρα, εἴμαστε ἐδῶ μέσα στὸν Προσκυνηματικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ, τὸν ὁποῖο ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ, τὸν ὁποῖον ἐσεῖς βεβαίως δὲν γνωρίσατε, οἱ μεγαλύτεροι, γιατὶ ἤδη ὁ ἄμεσος προκάτοχός μου Ἀνδρέας ἦταν 30 χρόνια καὶ πρὶν τρεῖς δεκαετίες ἦταν ἐδῶ ὁ Σεβαστιανός,  ἔφτιαξε αὐτὸν τὸν Ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Κοσμᾶ. Ἐκεῖ πάνω εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν τὸν ἔβαλαν γιὰ διακοσμητικὸ στοιχεῖο, ἔ ; Ἐκεῖνος στέκεται πάνω ἀπὸ ὅλους ὡς τὸ ὄντως πρόσωπο, το αὐθεντικὸ πρόσωπο. Γιατὶ γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ὁ Θεός δὲν εἶναι μία ἰδέα, δὲν εἶναι μία θεωρία, δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἀκαθόριστη, ἀνώτερη δύναμη, ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανό ὡς ἰδέα. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἰδεολόγοι. Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε ἕνα πρόσωπο καὶ αὐτὸ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα. Αὐτὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὴν ἱστορία, ποὺ γεννᾶται, ποὺ σαρκώνεται, ποὺ παίρνει τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση, προκειμένου νὰ μᾶς δείξει πῶς ἐμεῖς θὰ ζήσουμε μὲ ἕναν γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ τρόπο. Καὶ ἔχοντας, λοιπόν, Αὐτὸν ἐκεῖ, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ καλλιεργήσουμε μία σχέση μαζί του, ἡ ὁποία σχέση, ὅμως, εἶναι καθοριστικὴ γιὰ τὸ πῶς ζοῦμε καὶ μεταξύ μας. Γιατὶ ὅλοι ἐδῶ ποὺ εἴμαστε, εἴμαστε εἰκόνες αὐτοῦ τοῦ ὄντως προσώπου, τοῦ μοναδικοῦ καὶ ἀληθινοῦ καὶ αὐθεντικοῦ προσώπου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ σχέση μας μ’ Αὐτὸν εἶναι ὑγιής, εἶναι ἀληθινή, εἶναι γνήσια, εἶναι αὐθεντική, τότε, ναί, ζοῦμε πραγματικὰ αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ μᾶς προσφέρθηκε μὲ τὴν μητέρα, τὸν πατέρα μας, τὸν ἀδελφό μας, τὴν ἀδελφή μας, τὸν φίλο μας, τὸν συμμαθητή μας, τὸν συνάδελφό μας, τὸν συμπολίτη μας, τὸν ὁμοεθνή μας, ἀλλά, κατ’ ἐπέκταση, μὲ κάθε ἄνθρωπο σ’ αὐτὴ τὴ γῆ, γιατὶ κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἔτσι προσεγγίζουμε τὰ πράγματα, τότε, ναί, εἴμαστε ἄνθρωποι ἀληθινῆς χαρᾶς. Τότε, ναί,  μποροῦμε νὰ ἀποτελοῦμε ἐλπίδα γιὰ μιὰ κοινωνία ποὺ συνεχῶς παραπαίει, μιὰ κοινωνία ἡ ὁποία εἶναι ἀπογοητευμένη, ἀπελπισμένη. Καὶ δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λένε οἱ ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι, μάλιστα,ἀκόμα, ἀναλύουν καὶ τὰ λήμματα, ἔ, τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων. Μᾶς λένε ὅτι τὰ τελευταία χρόνια, ἀκόμα καὶ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, κάνουμε πολὺ μεγάλη χρήση ἀντικαταθλιπτικῶν καὶ γενικῶς ψυχοφαρμάκων, ἐσεῖς ἴσως ἀκόμα αὐτὸ δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ καταλάβετε, ἀλλὰ πλησιάζει πολὺ γρήγορα ὁ καιρός ποὺ θὰ ἀντιληφθεῖτε, φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τοῦ σπιτοῦ καὶ τοῦ σχολείου, ὄτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολα, καὶ ὅτι χρειάζονται λύσεις, ἀλλὰ οἱ λύσεις δὲν εἶναι αὐτὲς οἱ ὁποῖες προσφέρονται ἀπὸ τὴ σύγχρονη κοινωνία.



Χάρηκα, λοιπόν, ποὺ σ’ αὐτὴν τὴν πρώτη συνάντηση σᾶς βρῆκα ἐδῶ στὸ Ναό, συναντιέμαι μαζί σας, θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη μου χαρά καὶ ἀργότερα ὅταν σᾶς βλέπω, καὶ ὅπου σᾶς βλέπω, ὄχι μόνο ἐδῶ στὴν Ἐκλλησία. Ἄλλωστε αὐτὸ εἶπα καὶ στὸν Μακαριώτατο χθές, στὴν ὀλιγόλεπτη συνάντησή μας χθὲς τὸ πρωί, ὅπου καὶ ἐκεῖ ἦταν πολλὰ παιδιά, σχολεῖα, ἱδρύματα κ.λ.π. γιὰ νὰ ποῦν τὰ κάλαντα στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπή, τοῦ εἶπα : Μακαριώτατε, μοῦ κάνει ἐντύπωση. Ἐγὼ γνωρίζω ἀπὸ Ἐπαρχία. Μπορεῖ νὰ ἔζησα στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ μιὰ Ἐπαρχία, ἡ ὀποία εἶναι στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἄκρο τῆς Ἑλλάδος, ποὺ εἶναι ἡ Μάνη. Καὶ τὴν ἐπισκέπτομαι τακτικά, καὶ γνωρίζω τοὺς ἀνθρώπους καὶ καλλιεργῶ μία σχέση, ἡ ὁποία, ὅμως, μὲ κάνει νὰ βλέπω καὶ νὰ χαίρομαι ὅτι στὴν Κόνιτσα οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολὺ καλῆς ποιότητος ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες μου, τοὺς ὁποίους ἔχει ἁλλοιώσει τὸ χρῆμα καὶ ὁ τουρισμός. Καὶ ἡ Μάνη εἶναι μιὰ περιοχὴ ἡ ὁποία εἶχε ἀνθρώπους μὲ φιλότιμο, ποὺ ὁ λόγος τους, θὰ τὸ ἔχετε ἀκούσει ἴσως, εἶναι συμβόλαιο. Στὴ Μάνη τὰ συμβολαιογραφεῖα καὶ οἱ συμβολαιογράφοι ἐμφανίστηκαν τὰ τελευταία χρόνια, ποὺ χρειάζεται νὰ ἔχουμε ἐπικοινωνία μὲ τὸ κράτος καὶ φορολογικὲς δηλώσεις κ.λ.π. Γιατί ; Γιατὶ ὅ,τι ἔλεγαν, αὐτὸ καὶ ἦταν νόμος. Κάποτε αὐτὸ ἴσχυε, τώρα αὐτὸ δὲν ἰσχύει. Ἐδῶ, λοιπόν, ἔλεγα στὸν Μακαριώτατο, μοῦ κάνει ἐντύπωση ὅσες φορὲς συνάντησα ἀνθρώπους στὴν Κόνιτσα, σταματοῦν μὲ τὸ αὐτοκίνητο. Καὶ μάλιστα μερικοὶ πᾶνε στὴν δουλειά τους, καπνίζουν, θέλουν νὰ μὲ χαιρετίσουν,  καὶ ἐνῶ τοὺς λέω νὰ μὴν κατέβουν, ἐκεῖνοι κατεβαίνουν ὅλοι ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο. Καὶ σκέφτομαι, μὲ αὐτὴν τὴν κίνησή τους, πόση ἐσωτερικὴ ἀκόμη εὐγένεια καὶ καλλιέργεια ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ.

Ἔτσι θὰ ἤθελα καὶ ἐγὼ στὸ μέλλον, ἄν ὁ Θεὸς μοῦ δώσει ζωή, νὰ βλέπω καὶ ἐσᾶς νὰ μεγαλώνετε, νὰ προοδεύετε, νὰ τελειώνετε τὸ σχολεῖο, ὅσοι ἔχετε τὴν δυνατότητα καὶ τὴ θέληση νὰ συνεχίζετε τὶς σπουδές σας, καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ μένα μιὰ μεγάλη ἰκανοποίηση. Ἐπίσης δὲ ἡ χαρά μου – θὰ ἔχω καὶ τὴν δυνατότητα νὰ σᾶς δῶ καὶ στὸ μέλλον γιατὶ βρίσκομαι πολὺ λίγο διάστημα ἐδῶ καὶ μέσα σ’ ἕνα πέλαγος, θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, δυσκολιῶν καὶ προβλημάτων, τὰ ὁποία ὅμως, αἰσιοδοξῶ ὅτι θὰ τακτοποιηθοῦν σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα - καὶ ἔτσι, παιδιά, θὰ μποροῦμε νὰ ἔχουμε καὶ μία, ἄλλου εἴδους, προσωπικὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία.



Εὐχαριστῶ πολύ τοὺς Ἐκπαιδευτικούς σας. Ξέρετε, στὴν Κύπρο, τὸν Ἱερέα, τὸν κάθε Κληρικό, τὸν κάθε Ποιμένα τὸν ἀποκαλοῦν «Δάσκαλο». Ὅταν δηλαδὴ οἱ κάτοικοι σὲ μία Ἐνορία, σὲ ἕνα χωριό, σὲ μιὰ κωμόπολη ἀπευθύνονται στὸν Ἱερέα τους, δὲν λένε «Πάτερ», οὔτε τὸν ἀποκαλοῦν μὲ ἄλλο τρόπο, ἀλλὰ «Δάσκαλε». Γιατί ; Ἀκριβῶς γνωρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία «Διὰ βίου μαθητεία» τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. Λοιπόν, αἰσθάνομαι καὶ ἐγώ καρδιακὰ κοντὰ στοὺς Ἐκπαιδευτικούς σας, τοὺς ὁποίους τοὺς εὐχαριστῶ γιὰ τὸ τεράστιο ἀγῶνα τὸ ὁποῖο κάνουν κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες, ἄλλου εἴδους δυσκολίες ἐδῶ. Ἐγὼ καὶ στὴν οἰκογένειά μου ἔχω Ἐκπαιδευτικό, ὁ ὁποῖος δὲν βρέθηκε στὴν Ἐκπαίδευση τυχαία, ἀλλὰ ἦταν συνειδητὴ ἐπιλογή, καὶ παλεύει, βέβαια, στὴν Ἀθήνα μὲ πολλὲς ἀντιξοότητες καὶ πολλὲς δυσκολίες, γι’ αὐτὸ καὶ ξέρω ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὸ σταυρὸ, τὸν ὁποῖο οἱ Ἐκπαιδευτικοί σας σηκώνουν, καὶ προσεύχομαι καρδιακὰ καὶ γιὰ ἐκείνους καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς σας νὰ μποροῦν νὰ σᾶς προσφέρουν, ὄχι τὰ πάντα, ἀλλὰ τὰ οὐσιώδη τῆς ζωῆς.

Αὐτὴ τὴ στιγμὴ παρακαλῶ τὸν Ἅγιο Θεὸ νὰ ἑορτάσετε τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο μὲ ἀληθινό, γνήσιο καὶ ὀρθόδοξο τρόπο, χαρούμενοι τὴν περίοδο τῶν ἁγίων Ἑορτῶν, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτρέψει νὰ ἐπανέλθετε γιὰ τὴν καινούργια χρονιά, μετὰ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, μὲ περισσότερη θέρμη, περισσότερο ζῆλο καὶ ἀποφασιστικότητα στὸ ἔργο σας, τὸ κύριο ἔργο, -ποὺ αὐτὴ τὴ στιγμή, πιστέψτε με, ἴσως σὲ μερικοὺς φαίνεται δυσκολο - ἀλλὰ ἀργότερα θὰ διαπιστώσετε ὅτι ἦταν τὸ πιὸ εὔκολο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα. 



Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Χριστουγεννιάτικη Ἐγκύκλιος Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης κ.κ. Ἀλεξίου.

 



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΡΥÏΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΚΟΝΙΤΣΗΣ

 

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2025

 

Ἀριθμ. Πρωτ. : 783

Πρός

τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας

 

«Οὗτος ὁ Θεός ἡμῶν˙ οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρός αὐτόν».

 

    Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ πνευματικά,

    Τό ἄπειρον ἔλεος καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει γιά ἀκόμη μιά φορά νά ἑορτάσομε τήν μητρόπολι τῶν ἑορτῶν, τά γενέθλια τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τόν Ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία, αὐτό τό μέγιστο διαχρονικό παιδευτήριο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, στήν ὑμνολογία της, μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός πλήν Αὐτοῦ.

    Καί ἐνῷ αὐτή ἡ μοναδικότητα καί παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἀπό πολλούς μεταφράζεται σάν ἐξουσία, σκληρότητα καί ἀπολυτότητα, εἰλημμένη ἀπό τά πρότυπα τῶν ἀνθρωπίνων συστημάτων ἐξουσίας, ἡ ἰσχύς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, ἀφοῦ ταυτίζεται μέ τήν ἄκρα ταπείνωσι καί καταδεκτικότητά Του. Ὁ Θεός δέν μᾶς κοιτάζει ἀφ’ ὑψηλοῦ ἀλλά κενώνεται καί καθίσταται «ὁ τεχθείς ἐκ Παρθένου καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφείς». Περιβάλλεται τήν πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύσι μας γιά νά τήν καθαρίσει καί νά μᾶς παράσχει τό ἔλεός Του. Γίνεται ἀσθενής γιά νά θεραπεύσει τήν δική μας ἀσθένεια· γίνεται θνητός γιά νά μᾶς χαρίσει τήν ἀθανασία· γίνεται κατά φύσιν ἄνθρωπος γιά νά μᾶς κάνει κατά χάριν Θεούς· κατεβαίνει στήν γῆ γιά νά μᾶς ἀνυψώσει στόν οὐρανό.

    Γι’ αὐτό καί τά Χριστούγεννα δέν εἶναι ἑορτή κοσμικῶν πανηγυρισμῶν καί ἀνούσιων φολκλορικῶν ἐκδηλώσεων. Πολλῷ δέ μᾶλλον δέν εἶναι ὅλες αὐτές οἱ δυτικές συνήθειες πού ἐσχάτως κυριάρχησαν καί στόν εὐλογημένο τόπο μας, ἀλώνοντας καί ἀλλοιώνοντάς μας. Τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἑορτή τῆς ταπεινώσεως. Πῶς εἶναι δυνατόν νά παραμένομε ὑπερήφανοι ὅταν βλέπομε τόν Θεό μας νά ταπεινώνεται γιά ἐμᾶς; «Φάτνῃ πενιχρᾷ Υἱός μονογενής κείμενος ὁρᾶται βροτός καί σπαργάνοις πλέκεται». Ἐκεῖνος πού προαιωνίως εὑρίσκετο ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ Πατρός καθήμενος ἐπί Χερουβείμ καί Σεραφείμ, τώρα νεογέννητο βρέφος εἶναι ξαπλωμένο μέσα στήν ταπεινή Φάτνη τῶν ἀλόγων  ζῴων. 

    Ἀγαπητοί μου, πρίν ἀπό 2026 χρόνια μέσα στό σκοτάδι τῆς νύχτας σέ ἕνα ἀσήμαντο χωριό, τήν Βηθλεέμ, ἐτελεσιουργήθη τό μεγαλύτερο θαῦμα ὅλων τῶν αἰώνων, ἀφοῦ σέ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο ἐπέλεξε νά γεννηθεῖ «ὁ τῆς δόξης Κύριος», καί αὐτή ἡ ἐπιλογή μόνον τυχαία δέν εἶναι. Τό σκοτάδι ἐκείνης τῆς νύχτας εἶναι παρόμοιο μέ τό πνευματικό καί ἠθικό σκοτάδι πού κυριαρχεῖ σέ κάθε ἐποχή καί κοινωνία ὅπως καί στήν δική μας. Σέ αὐτό λοιπόν τό σκοτάδι τῆς κάθε ἐποχῆς διαλέγει νά γεννηθεῖ ὁ παντοδύναμος Χριστός. Πτωχός, ἄστεγος καί ἐξόριστος, μέσα στήν ἁπλότητα τῆς κρύας Φάτνης, ὥστε νά γίνομε ἐμεῖς μέτοχοι τῆς μεγαλοσύνης τοῦ οὐρανοῦ.

    Αὐτά λοιπόν τά Χριστούγεννα - τά πρώτα πού ὁ Κύριος μέ ἀξιώνει νά συνεορτάσω μαζί σας – προτρέπω ὅλους νά ἀνοίξομε καί νά προσφέρουμε τίς καρδιές μας στόν δι’ ἡμᾶς γεννηθέντα Σωτῆρα Κύριο καί στόν κάθε συνάνθρωπό μας, γιά νά βιώσουμε τήν εἰρήνη τῆς παρουσίας τῆς σαρκωμένης Ἀλήθειας καί Ἀγάπης στόν κόσμο. Εὔχομαι ὁ Χριστός νά εἶναι ὁ μόνιμος ἔνοικος στήν καρδιά τοῦ καθενός μας, στά σπίτια μας, στίς οἰκογένειές μας καί νά ἁγιάζει κάθε πτυχή καί διάβημα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς.

Μετά πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἐνανθρωπήσαντι ἀγάπης

Ὁ Μητροπολίτης σας

 

† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Ἀλέξιος

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος ποὺ ἔγινε τὸ 1718, ὅταν οἱ Λατίνοι θέλησαν νὰ τοποθετήσουν δικό τους ἀλτάριο (ἱ. Θυσιαστήριο) στὸ Ναὸ του στὴν Κέρκυρα.

 



    Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ’ αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η Θεία Λειτουργία. Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλό του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη.

Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεσή τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι’ αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τούς απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδειά τους.

Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλό του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.

Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ημέρα, 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει, τάχατες, το ι. λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.

Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πως, αν του ξαναμιλούσαν γι’ αυτό το θέμα, θα τους έστελνε φυλακή στη Βενετία.

Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.

Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ’ ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιος είσαι; Που πας»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».

Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως.

Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.

Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.

Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:

«Ὡς τῶν Ὀρθοδόξων ὑπέρμαχον, καὶ τῶν κακοδόξων ἀντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, εὐφημοῦμεν oἱ πιστοὶ καὶ ὑμνοῦμεν σε, καὶ δυσωποῦμεν σε, φυλάττειν τὸν λαὸν καὶ τὴν πόλιν σου, πάσης κακοδοξίας καὶ ἐπιδρομῆς βαρβάρων ἀπρόσβλητον».

Πηγή : Ἀπὸ τὴν Ἱστοσελίδα τῆς Ἱ.Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξῶν καὶ Διαποντίων Νήσων.


Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Ἐπιλογὲς ἀπὸ τὸν Ἐπιβατήριον λόγον τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης κ.κ. ΑΛΕΞΙΟΥ (Κόνιτσα 22.11.2025)

 




… Μεγαλύνω τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, διότι εὐδόκησε νὰ ἔλθω ἐδῶ στὴν Ἤπειρο, σ’ αὐτὴν τὴν ἁγιοτόκο καὶ αἱματοβαμμένη, ἡρωϊκὴ ἀκρώρεια τῆς ἑλληνικῆς γῆς, στὸν ὄμορφο, γεμᾶτο φυσικὸ κάλλος, τόπο, στὸν ὁποῖον κατοικοῦν γενναῖοι ἀκρῖτες, πατριῶτες καὶ προμάχοι ποὺ φυλάσσουν τὶς Θερμοπῦλες τῶν συνόρων μας, ἁπλοί, τίμιοι, ἀνοικτόκαρδοι, φιλόξενοι καὶ φιλότιμοι ἄνθρωποι. Στὴν Ἤπειρο γιὰ τὴν ὁποία ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μου ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ  ἔλεγε : «ἄν ἀναλύσουμε χημικὰ τὸ χῶμα της, τὸ περισσότερο θὰ εἶναι αἷμα καὶ τὸ λιγότερο νερό». Ἀνερχόμενος, λοιπόν, τὶς βαθμίδες αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Θρόνου, ποὺ τὸν λάμπρυναν διακεκριμένοι προκάτοχοί μου, ὅπως ἤδη ὁ Σεβαστιανός, ἀνέφερα, καὶ ὁ Ἀνδρέας, ἀλλὰ καὶ οἱ πρὸ αὐτῶν ἀρχιερατεύσαντες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καρποφόρο καὶ πλήρη βιωτή, αἰσθάνομαι τὶς ἀτελεῖς δυνάμεις μου ὑπὸ τὴν βαρύτατη κληρονομιὰ τοῦ ἱεροῦ τους ἔργου. Περιβεβλημένος, ὅμως, τὴν τιμὴ καὶ εὐθύνη τοῦ πνευματικοῦ ποιμένος τὴν ὁποία ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μοῦ ἀνέθεσε, ἀπευθύνομαι μὲ πνεῦμα ἀγάπης πρὸς ἐσᾶς μὲ πίστη δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως καὶ Ἐπισκόπου τῶν ψυχῶν ἡμῶν…

Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μας

          Ὁ σύγχρονος Ἐπίσκοπος στὴν Πατρίδα μας, ἐὰν θέλει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος πνευματικὸς ὁδηγός, ὁ πατέρας τῆς ἐπισκοπῆς του, χρειάζεται νὰ ἀφουγκράζεται τὰ βιώματα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀπαντᾶ σὲ αὐτά, μὲ τὴν μοναδικὴ καὶ ἀξεπέραστη ἀλήθεια ποὺ κομίζει διαχρονικὰ ὁ Χριστός, διὰ τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο, «μηδὲν προστιθείς, μηδὲν ἀφαιρῶν, μηδὲν μεταβάλλων» (ἀπὸ τὴν Ὁμολογία Πίστεως τοῦ μέλλοντος χειροτονηθέντος εἰς Ἀρχιερέα). Ἡ ἐπισκοπικὴ διακονία μὲ ἀπόλυτη συνέπεια καὶ μὲ ἀδιάρεικτη συνέχεια, συνοψίζει καὶ ἐκφράζει τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς αἰώνων…..

          Πρώτη διακονία καὶ μέριμνα ἐπιβάλλεται νὰ εἶναι, νὰ παραδέχομαι συνεχῶς καὶ νὰ ἐκφράζω ὁλόψυχα τὴν ἀλήθεια. Ἡ πλάνη καὶ τὸ ψέμα σκοτώνουν τὴν ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶμαι ἀπέναντί σας ὁ ὑπηρέτης καὶ ὁ ἐκφραστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ Ὀρθοδοξία σημαίνει λατρεία ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Θεό καὶ ὁμολογία Πίστεως, ὅπως αὐτὴν τὴν δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος μεταξὺ ἄλλων, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἀκατηγόρητος Θεολόγος, ὁ σώφρων, ὁ νηφάλιος, πρᾶος καὶ ἀφιλοχρήματος διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ ἀπαιτοῦν τὸ Ὀρθόδοξο ἐπισκοπικὸ λειτούργημα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς μας. Σήμερα ποὺ αἱρέσεις ὀργιάζουν, ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων διαστρεβλώνεται ἤ καὶ διώκεται, ποὺ μένονται ἀδίστακτοι πόλεμοι κατὰ τῆς πίστεως, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουμε πὼς πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Χριστό, ὡς Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ μᾶς παραδόθηκε καὶ βιώνεται ἕως καὶ σήμερα στὴν Ἐκκλησία….

          Ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι φύλακας ἄψυχων μουσιακῶν ἐκθεμάτων. Εἶναι ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ φαίνων. Πραγματικὴ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση σημαίνει νὰ ζοῦμε καὶ νὰ μεταδίδουμε τὰ ζωντανὰ βιώματα, τὶς ἐμπειρίες καὶ τοὺς καρποὺς τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ νὰ ὁμολογοῦμε συνεχῶς τὴν ἀξία τῆς Πίστεως στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων…

Διακονία στὴν Κοινωνία

          Ἡ δεύτερη διακονία μου θὰ εἶναι ἐκείνη τῆς εἰλικρινοῦς ἀγάπης καὶ ὁλόθυμης προσφορᾶς στὴν τοπικὴ κοινωνία. Ὁ λαός μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ χέρια μας γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦμε ἀφοσιωμένα μὲ αὐταπάρνηση καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ὥστε νὰ τὸν ἀγαπᾶμε ἀληθινά. Ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος δὲν εἶναι τόπος ἀναπαύσεως, ἀλλὰ θρόνος στὴν πρωτοκαθεδρία τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς ἀναλώσεως γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων. Τὸν τύπο τοῦ καλοῦ ποιμένος μᾶς τὸν ἔδειξε ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ. «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς εἰσέρχεται διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, γνωρίζει τὰ ἴδια πρόβατα καὶ καλεῖ αὐτὰ κατ’ ὄνομα, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται καὶ τὰ πρόβατα αὐτῶ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι (=γνωρίζουν) τὴν φωνήν αὐτοῦ» (Ἰωάν. Ι΄Κεφ.). Σήμερα ποὺ οἱ ἄνθρωποι συχνὰ δὲν ἔχουν σκοπὸ καὶ νόημα στὴν ζωή, ποὺ ἀμφισβητοῦν τὶς ἀξίες, ποὺ ἡ οἰκογένεια διαλύεται καὶ εὐτελίζεται ἡ ἄνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ἔχουμε τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα πὼς γιὰ νὰ προοδεύσει μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν χρειάζεται νὰ διαθέτει μόνο ἐπαρκεῖς βάσεις καὶ εὕρωστη οἰκονομικὴ ὑποδομή. Αὐτὰ ἐνίοτε, δυστυχῶς, δημιουργοῦν ἐξαρτήσεις, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν σὲ ἀνεπίτρεπτες παρεμβάσεις. Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ παρακολουθεῖ μὲ ἀδράνεια τὴν ἐπικίνδυνη κάμψη τοῦ ἱερώτατου θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν ὄντως ἀνησυχητικὴ παρακμή του ; Δὲν ἀπαιτεῖται νὰ ἀναλάβει σοβαρὲς καὶ μελετημένες πρωτοβουλίες μὲ σκοπὸ νὰ ἐπανατονισθοῦν οἱ βασικὲς ἀρχὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὰ θεμέλια τῆς ὑγιοῦς κοινωνίας γιὰ νὰ ἐπισημάνει στὸ λαὸ πὼς ἡ οἰκογένεια χωρὶς Χριστὸ στὸ κέντρο της εἶναι ἄνυδρος καὶ χωρὶς προοπτικὴ τόπος ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπουσιάζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἡ ὄντως εὐτυχία ; Μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ παρακολουθεῖ μὲ παθητικὸ ἤ καὶ σκανδαλωδῶς ἀδιάφορο τρόπο τὴν ἀδικία, τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, τὰ οἰκογενειακὰ δράματα, τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀδύναμου καὶ ἐνδεοῦς ἀδελφοῦ, τοῦ περιθοριοποιημένου μοναχικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἡλικιωμένου, τοῦ ἀσθενοῦς καὶ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ ἀναστυλώσει θεμελιώδεις ἀρχές, πάντοτε μὲ γνώμονα τὴν χριστιανικὴ πίστη, ποὺ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἔκφραση τῆς ἀγάπης ;

Γιὰ τοὺς νέους

 Ἐπιτρέπεται ἡ Ἐκκλησία νὰ μὴν ἐνσκήπτει μὲ ἀγωνία στὰ ἀκανθώδη ζητήματα τῆς νεολαίας ; Προβληματιζόμαστε γιὰ τὴν βιότητα τῆς Παιδείας καὶ τὰ πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ προσφέρουμε στοὺς νέους ὥστε νὰ τοὺς θωρακίζουμε ψυχικὰ καὶ πνευματικά, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς πολύπλοκες ἀπαιτήσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς ;  Ἀναλογιζόμαστε σὲ ποιὰ χέρια θὰ παραδώσουμε τὶς δάφνες καὶ τὶς περγαμηνὲς τῆς ἔνδοξης ἑλληνικῆς φυλῆς ; Ἡ νεολαία διακρίνεται γιὰ τὸ πολύτιμο ψυχικό της μέταλλο καὶ εὐθυνόμαστε ἐμεῖς οἱ μεγαλύτεροι ἄν κάποιες φορὲς τὴν ἀφήσαμε χωρὶς πυξίδα καὶ προορισμὸ στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις ποὺ βρίσκεται μάλιστα σ’ αὐτὴν τὴν ἀκριτικὴ ἔπαλξη τῆς πατρίδος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της χρεωμένο στὸν τομέα τῆς διακονίας τῶν νέων, καθὼς μάλιστα καὶ δὲν εἶναι πολλοί, καὶ θὰ κινητοποιηθεῖ γιὰ νὰ ἀξιοποιήσει κάθε δυνατότητα ὥστε στὶς εὐαίσθητες ψυχὲς τῶν παιδιῶν τῆς περιοχῆς νὰ ἀναζωογωνήσει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν εἰκόνα του, τὸν κάθε ἄνθρωπο. Τὰ παιδιά, ἀσφαλῶς, εἶναι ὁ τιμιώτερος θησαυρὸς ποὺ ἔχουμε καὶ ὀφείλουμε νὰ τὸν διαφυλάξουμε καταβάλλοντας κάθε δυνατὴ προσπάθεια.

Ἐθνικὴ εὐαισθησία

          ….Ὑποχρέωσή μου, ἐπίσης, εἶναι, νὰ ἐργάζομαι καὶ γιὰ τὴν στερέωση καὶ τὴν περεταίρω προβολὴ τῶν ἐθνικῶν μας ἰδανικῶν. Βρισκόμαστε στὶς ἀκρώρειες τῆς ἑλληνικῆς γῆς, ποὺ δοκιμάζεται σκληρὰ ἀπὸ τὴν ἐρήμωση, ἐξ’ αἰτίας τῆς ἀστυφιλίας καὶ τῆς δημογραφικῆς συρρικνώσεως. Ἀγαπᾶμε πολύ, πονᾶμε καὶ ὑπερασπιζόμαστε τὸν τόπο μας, τὴν Ἱστορία, τὰ βιώματα καὶ τὶς μνῆμες ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸ ἔνδοξό του παρελθόν. Τιμοῦμε, ἐνδυναμωνόμαστε καὶ παραδειγματιζόμαστε ἀπὸ τοὺς ἡρωϊκοὺς προκατόχους μας Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν πολύμοχθους ἀγῶνες γιὰ τὶς ὑπεράσπιση καὶ κατίσχυση τοῦ δικαίου. Αὐτό, ὅμως, δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ προχωροῦμε ἀτενίζοντας μὲ αἰσιοδοξία καὶ ἐμπιστοσύνη κάθε προοπτικὴ ποὺ ἀφορᾶ στὸ μέλλον. Στὰ πρόσωπα τῶν ἐν Ἀλβανίᾳ γειτόνων μας ἀναγνωρίζουμε ἀδελφοὺς ἀγαπητούς, ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ, ποὺ δίδουν καὶ αὐτοὶ τὸν καθημερινὸ ἀγῶνα, ἀντιμετωπίζοντας πολλὲς κοινὲς προκλήσεις καὶ δυσκολίες στὴ ζωή. Χαιρόμαστε γιατὶ μέχρις ἐξουθενώσεως, πολυβασανισμένη ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας γνωρίζει ἡμέρες πνευματικῆς ἀνθοφορίας. Καὶ μᾶς ἀναπαύει ἰδιαιτέρως διότι ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις, ἐκτὸς συνόρων, ἔχει ὅμορες Ἐκκλησιαστικὲς Ἐπαρχίες, τὶς ὁποῖες διαποιμένουν ἄξιοι ἀδελφοὶ Ἱεράρχες. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἐδῶ παρόντος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀργυροκάστρου ἀπευθύνομαι ἀπὸ καρδιᾶς πρὸς ὅλους, κλῆρο καὶ λαό, τὸν αὐθόρμητο εἰρηνικό, λειτουργικὸ χαιρετισμὸ «ὁ Χριστὸς ἐν τῶ μέσῳ ἡμῶν καὶ ἔστι καὶ ἔσται».

          Τὸ ζήτημα τῆς Βορείου Ἠπείρου εἶναι ὑπόθεση καρδιᾶς. Ἐκεῖ ζοῦν ἀδελφοὶ ὁμογενεῖς ποὺ διατηροῦν ἀναμμένο τὸ καντήλι τῆς πίστεως καὶ τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας. Ἡ φωνή τους δὲν πρέπει νὰ σιγήσει, ἀλλὰ νὰ ἀντηχεῖ καθάρια καὶ δυνατὴ στὴν συνείδηση ὅλων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει καὶ πρέπει νὰ στέκεται στὸ πλάι τους μὲ προσευχὴ μὲ λόγο καὶ μὲ ἔργο. Γιὰ τὴν ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν ἱερῶν στόχων δίνουμε τὰ χέρια μας πρὸς ὅλους καὶ ἐπιζητοῦμε εἰλικρινὴ συνεργασία μὲ ὅλους. Ἡ Μητρόπολη δὲχεται ὁποιονδήποτε θελήσει νὰ θέσει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία αὐτή.

Ὅλοι μαζί

Ὁ Ἐπίσκοπός σας θὰ εἶναι τὸ σημεῖο ἑνότητος τοῦ λαοῦ, ὁ πατέρας καὶ ἀδελφός, ὅλων ἀνεξαιρέτως. Ἡ πόρτα τῆς Μητροπόλεως πάντοτε ἀνοιχτὴ γιὰ ὅλους ἀδιακρίτως, ὥστε νὰ καταβάλλεται κάθε προσπάθεια γιὰ οὐσιαστικὴ συμπαράσταση στὸ πλαίσιο τῆς δικαιοσύνης καὶ τῶν ὑπαρχουσῶν δυνατοτήτων. Ὅλοι εἴμαστε παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀνύστακτα στέκεται πάνω ἀπὸ ὁ,τιδήποτε μᾶς διαχωρίζει μεριμνῶντας γιὰ τὴν ὁμόνοια καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς ἀγάπης στὸν κόσμο. «Ἐν τῶ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε» (Ἰωάν. ιστ΄ 33), ὅμως «θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ. Δ΄ 8), ὁ Κύριος θὰ μᾶς «ἐξαγάγει εἰς ἀναψυχήν» διότι «τὸ ἀρνίον τὸ ἀνά μέσον τοῦ θρόνου ποιμαίνει αὐτοὺς καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (Ἀποκ. Ζ΄17) ….

 

(Υ.Γ. : Οἱ ἐπικεφαλίδες προσετέθησαν ἀπὸ τὸ blog)


Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφείμ : "Εἶναι ἀπαραίτητη μία νέα «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως»".

 


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΥΘΗΡΩΝ & ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
Ἐν Κυθήροις τῇ 1ῃ Δεκεμβρίου 2025
Ἀριθ. Πρωτ.: 457

«Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως»
(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)

Διά τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Τόν ὄγδοον αἰῶνα μετά Χριστόν, κατά τόν ὁποῖον ὠργίαζε καί ἐμαίνετο ἡ δεινή αἵρεσις τῆς εἰκονομαχίας, ὁ μέγας δογματικός Θεολόγος τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς τήν τριλογίαν του «Πηγή Γνώσεως» περιελάμβανε καί τά ἀντιαιρετικά καί θεολογικο-δογματικά ἔργα του· «Αἱρέσεων Ἱστορία» (ἀναίρεσις ἑκατόν τριῶν αἱρέσεων) καί «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», πού εἶναι «ὁ πλέον ἀσφαλής ὁδηγός κάθε χριστιανοῦ σχετικά μέ δογματικά θέματα καί ἕνα μνημεῖο τῆς Χριστιανικῆς Παραδόσεως»[1]. Μέ τήν ἀναίρεσιν τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων καί τήν κατάδειξιν τῆς «βασιλικῆς καί οὐρανοδρόμου ὁδοῦ τοῦ ἱεροῦ δόγματος» ὁ ἅγιος Ἰωάννης διέλαμψε εἰς τόν ἀγῶνα κατά τῶν εἰκονομάχων καί διεφώτισε τό Ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ, προφυλάσσων αὐτό ἀπό τήν λύμην τῶν αἱρέσεων καί αἱρετικῶν καί κακοδόξων δοξασιῶν.

Καί εἰς τήν τεταραγμένην καί συγκεχυμένην ἐποχήν μας, ὅπου φυσοῦν «οἱ ἄνεμοι καί τά ρεύματα» τῆς «νέας ἐποχῆς», τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς «παγκοσμιοποίησης» καί τῆς πανθρησκείας εἶναι ἀπαραίτητη μία νέα «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» διά νά καταδειχθῆ τί εἶναι Ὀρθόδοξο καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ἐκκλησιαστικό καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ἱεροκανονικό καί τί δέν εἶναι, τί εἶναι Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί Παρακαταθήκη καί τί δέν εἶναι καί τέλος τί εἶναι «ὑγιαίνουσα διδασκαλία» καί τί εἶναι αἵρεσις, κακοδοξία καί ἑτεροδιδασκαλία.

Α΄.

          Εἰς τά ἐρωτήματα αὐτά θά λάβωμεν τήν ἀπάντησιν, πρωτίστως μέν ἀπό τό Ἱερόν Σύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, τό Σύμβολον Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου συνοψίζεται ἡ Θεοπαράδοτος Πίστις τῆς Μιᾶς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ἀκολούθως ἀπό τήν Ὁμολογίαν Πίστεως, τήν ὁποίαν κάμνει ὁ Ἐψηφισμένος Ἐπίσκοπος, πρό τῆς εἰς Ἀρχιερέα Χειροτονίας του, εὐθύς ἀμέσως μετά τήν Ἀνάγνωσιν τοῦ Ἱεροῦ μας Συμβόλου «Πιστεύω εἰς Ἕνα Θεόν…», ὅπου ἡ ἁγία καί ἀμώμητος Πίστις τῶν Ὀρθοδόξων συμπυκνοῦται.

«Πρός δέ τούτοις, ὁμολογεῖ ὁ Ἐψηφισμένος Ἐπίσκοπος, στέργω καί ἀποδέχομαι τάς Ἁγίας ἑπτά Οἰκουμενικάς Συνόδους, καί τῶν Τοπικῶν, ἅς ἐκεῖναι ἀποδεξάμεναι ἐκύρωσαν, ἐπί φυλακῇ τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἐκκλησίας Δογμάτων ἀθροισθεῖσαι. Ὁμολογῶ πάντας τούς ὑπ’ αὐτῶν, ὡς ὑπό φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁδηγουμένων, ἐκτεθέντας Ὅρους τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, καί τούς Ἱερούς Κανόνας, οὕς οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι, πρός τήν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διακόσμησιν καί τῶν ἠθῶν εὐταξίαν, κατά τάς Ἀποστολικάς Παραδόσεις καί τήν διάνοιαν τῆς Εὐαγγελικῆς Θείας Διδασκαλίας συντάξαντες, παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐνστερνίζομαι, καί κατ’ αὐτούς, ἰθύνειν ἐπιμελήσομαι τήν Θείῳ βουλήματι κληρωθεῖσάν μοι διακονίαν καί κατ’ αὐτούς διατελέσω διδάσκων πάντα τόν τῇ πνευματικῇ μοι ποιμαντορίᾳ πεπιστευμένον Ἱερόν Κλῆρον καί τόν περιούσιον Λαόν τοῦ Κυρίου.

          Προὐργιαίτατα δέ μοι ὁμολογεῖται, ἵνα τηρῶ τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης, πάντα μέν, ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων πρεσβεύουσα δογματίζει, ταῦτα πρεσβεύων κἀγώ καί πιστεύων, μηδέν προστιθείς, μηδέν ἀφαιρῶν, μηδέν μεταβάλλων, μήτε τῶν Δογμάτων, μήτε τῶν Παραδόσεων, ἀλλά τούτοις ἐμμένων καί ταῦτα μετά φόβου Θεοῦ καί ἀγαθῆς συνειδήσεως διδάσκων καί κηρύττων, πάντα δέ ὅσα Ἐκείνη κατακρίνουσα ὡς ἑτεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει, ταῦτα κἀγώ ἀποδοκιμάζων καί ἀποδιοπομπούμενος διά παντός… καί ἐπιμελήσομαι ὅση μοι δύναμις περίεστι ὀρθοτομεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας εἰς δόξαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Μιᾶς ὑπερουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ Ἑνός καί Μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί πρός σωτηρίαν τῶν πιστῶν»[2].

Ὅ,τι καί ὅσα, λοιπόν, δέν ἀποτελοῦν τήν «ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν» τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καί γενικώτερον τῆς Ἁγίας Γραφῆς· ὅ,τι ἀντίκειται εἰς τήν διδαχήν, τούς Ὅρους, τάς Ἐκκλησιαστικάς Παραδόσεις καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν ὑπ’ αὐτῶν κυρωθεισῶν Τοπικῶν (Συνόδων)· ὅ,τι καί ὅσα ἀφοροῦν εἰς τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως, ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης, καί πρεσβεύουσα δογματίζει ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων· καί ὅσα Ἐκείνη κατακρίνουσα ὡς ἑτεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει, ὁ Ἐπίσκοπος πρωτίστως, ἀλλά καί ὁ Ἱερός Κλῆρος μετά τῶν Μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων καί τοῦ πιστοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀσπάζονται ἤ ἀπορρίπτουν.

Β΄.

          Ἐπειδή προκαλοῦνται ἀπορίες καί ἀνησυχίες καί διατυπώνονται ἐρωτήματα καί προβληματισμοί ἐντός τῆς Ποιμαντικῆς μας δικαιοδοσίας, καί ὄχι μόνο, δι’ ὅσα διημείφθησαν εἰς Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας, ἐπί τῇ 1700ῇ ἐπετείῳ ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), καί εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐπί τῇ Θρονικῇ ἑορτῇ τῆς 30ῆς Νοεμβρίου ἐ.ἔ., καθ’ ἥν ἑορτάζεται πανηγυρικῶς ἡ ἱερά μνήμη τοῦ Ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, θεωροῦμεν ὡς ποιμαντικόν καθῆκον καί ὑποχρέωσίν μας νά ἐπισημάνωμεν τά ἀκόλουθα:

1. Ὁ ἑορτασμός τῆς 1700ῆς ἐπετείου ἀπό τῆς συναθροίσεως ἐν Νικαίᾳ τῶν 318 Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γεγονός μέγα καί ἱστορικόν διά τήν πορείαν τῆς ἐπί γῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, δέν εἶχε, ὡς θά ἀνεμένετο, Πανορθόδοξον Σύναξιν διά τῆς συμμετοχῆς τῶν Μακ. Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Δύο (2) ἐκ τῶν 14 Πρωθιεραρχῶν συμμετέσχον. Καί τοῦτο συνέβη, προφανῶς, ἕνεκα τῆς παρουσίας καί συμμετοχῆς τοῦ ἑτεροδόξου καί μή δεκτοῦ, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν Πάπα Ρώμης (βλ. Κανόνας Ἀποστολ. ι’, ια’, ιβ’ καί ιγ’, Ἀντιοχ. β’, στ’, Καρθαγ. θ’, Λαοδικείας λγ’).

2. Ἀπό 60ετίας, ὅτε ὑπό τοῦ τότε Οἰκουμ. Πατριάρχου καί τοῦ τότε Πάπα Ρώμης ἤρθησαν ἑκατέρωθεν τά γενόμενα ἀναθέματα ἐν ἔτει 1054, κατά τήν ἀπόσχισιν τῶν Λατίνων, χωρίς προηγουμένως νά ὑπογραφῇ λίβελλος καί καταδίκη – ἀπόπτυσις τῶν αἱρετικῶν καί κακοδόξων διδασκαλιῶν καί καινοτομιῶν τοῦ Παπισμοῦ, ἀτόνησε, δυστυχῶς, ἡ ἀπαγόρευσις τῆς κοινωνίας μετά τῶν ἀκοινωνήτων, αἱρετικῶν, κακοδόξων καί σχισματικῶν, τήν ὁποίαν ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς προηγουμένης παραγράφου, καί τοιουτοτρόπως παρατηροῦνται αἱ συμπροσευχαί μετά ἑτεροδόξων, καί ἀλλοθρήσκων ἀκόμη, ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης. Διά τόν λόγον αὐτόν, καί παρά τούς Ἱερούς Κανόνας, πού ἀναφέραμε, ἔγινε δεκτός «ἐν Ἐκκλησίᾳ (Ὀρθοδόξου) λαοῦ» ὁ Πάπας τῆς Ρώμης κατά τήν πρός ὑποδοχήν του γενομένην ἐπίσημον Δοξολογίαν καί κατά τήν Πατριαρχικήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου (Θρονική ἑορτή).

3. Ὑπεγράφη κοινή διακήρυξις ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τόν Πάπα Ρώμης, κατά τήν ὁποία δηλώνουν ὅτι «συνεχίζουμε νά βαδίζουμε μέ στέρεη ἀποφασιστικότητα ἐπί τῆς ὁδοῦ τοῦ διαλόγου, ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ (Ἐφεσ. 4, 15), πρός τήν ἐλπιζόμενη ἀποκατάσταση πλήρους Κοινωνίας μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν μας». Εὐχῆς ἔργον θά ἦτο ἡ πλήρης ἐφαρμογή τοῦ Παυλείου ρήματος· «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ»καταργουμένης τῆς «Οὐνίας» καί ἀναιρουμένων τῶν καινοτομιῶν εἰς τά θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Παραδόσεως, καθώς καί τῶν ἀναφυεισῶν, μετά τήν ἀπόσχισιν τῶν Παπικῶν (1054), αἱρέσεων, αἱρετικῶν καί κακοδόξων δοξασιῶν καί βασιλευούσης τῆς ἀποκαλυφθείσης ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί σῳζούσης Εὐαγγελικῆς Ἀληθείας. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. 8, 32), ἐντέλλεται ὁ Θεῖος Διδάσκαλος Ἰησοῦς Χριστός.

4. Οἱ θεολογικοί διάλογοι τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν καρκινοβατοῦν, κατά τήν ὁμολογίαν ἐπισήμων ἐκπροσώπων των. Ἄν δέν ἀναιρεθοῦν «ἡ θεωρία τῶν κλάδων» καί «τῶν δύο πνευμόνων» καί ἄν δέν ἀναθεωρηθοῦν, μέ ὀρθόδοξα κριτήρια, οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς αὐτῆς στό Τορόντο («Δήλωση τοῦ Τορόντο» 1950, πού ἀναγνωρίζει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία» εἶναι περιεκτικότερη τῶν ἐπί μέρους ὁμολογιακῶν ἐκκλησιῶν καί ἑπομένως εἶναι εὐρύτερη τῆς Ὀρθοδοξίας) καί στό Πόρτο Ἀλέγκρε («κάθε Ἐκκλησία [μέλος τοῦ ΠΣΕ, Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες], εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε ἐκκλησία πληροῖ τήν καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται ἐν κοινωνίᾳ μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες [μέλη τοῦ ΠΣΕ, Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες]. Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι»), πού εἶναι ἐντελῶς ἀντορθόδοξες καί ἀντιπαραδοσιακές, τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Πλήρωμα δέν ἀναμένει τίποτε τό λυσιτελές. Γιατί ἔτσι ἐπιχειρεῖται νά καταρριφθῆ τό ἀσάλευτο δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

5. Εἰς τήν κοινήν διακήρυξιν Οἰκουμ. Πατριάρχου καί Πάπα σημειώνονται καί τά ἑξῆς: «Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ὁ ἑορτασμός μνήμης αὐτῆς τῆς σημαίνουσας ἐπετείου μπορεῖ νά ἐμπνεύσει νέα καί θαρραλέα βήματα ἐπί τῆς ὁδοῦ πρός τήν ἑνότητα. Μεταξύ τῶν ἀποφάσεών της ἡ Α’ Σύνοδος τῆς Νικαίας παρέσχε ἐπίσης τά κριτήρια γιά τόν προσδιορισμό τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, κοινῆς γιά ὅλους τούς Χριστιανούς… Πέραν τῆς ἀναγνώρισης τῶν κωλυμάτων, τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τήν ἀποκατάσταση πλήρους Κοινωνίας μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν … πρέπει νά ἀναγνωρίζουμε ὅτι αὐτό τό ὁποῖο μᾶς συνδέει εἶναι ἡ πίστη, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε στό Δόγμα τῆς Νικαίας».

Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας, κατά τούς διακεκριμένους Κανονολόγους Ζωναρᾶν καί Βαλσαμῶνα, «γέγονε … κατά Ἀρείου, γεγονότος πρεσβυτέρου τῆς κατά Ἀλεξάνδρειαν Ἐκκλησίας, ὅς ἐβλασφήμει κατά Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγων μή ὁμοούσιον εἶναι αὐτόν τῷ Θεῷ καί Πατρί, κτίσμα δέ· καί ὅτι ἦν, ὅτε οὐκ ἦν· ὅν καί καθεῖλε ἡ Ἁγία Σύνοδος αὕτη, καί ἀνεθεμάτισε μετά τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῦ· ἐδογμάτισε δέ ὁμοούσιον τῷ Πατρί τόν Υἱόν, καί Θεόν ἀληθινόν, καί Δεσπότην, καί Κύριον, καί Κτίστην τῶν κτιστῶν ἁπάντων· ἀλλ’ οὐ κτίσμα, οὐδέ μέντοι γε ποίημα».

«Ἡ συστηματικωτέρα ἐκδήλωσις τῆς ἀντιτριαδικῆς θεωρίας διά τῆς καταπολεμήσεως τῆς Θεότητος τοῦ Ἰ. Χριστοῦ περιέχεται ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ πρεσβυτέρου Ἀλεξανδρείας Ἀρείου» (Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, ἀείμνηστος Καθηγητής Κανονικοῦ Δικαίου εἰς τό Ε.Κ.Π.Α.). Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Νικαίας ἐστερέωσε οὕτω πως τό κορυφαῖο Δόγμα τοῦ Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο ἐσαλεύθη καί σαλεύεται ὑπό τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν διά τοῦ Filioque, παρά τό ὅτι δέν τό ἐξεφώνησε εἰς τήν Νίκαιαν ὁ Ποντίφηξ τοῦ Βατικανοῦ. Εἶναι ζήτημα δογματικῆς διδασκαλίας τῶν Παπικῶν, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀναθεωρηθῇ καί νά ἀνασκευασθῇ ἐκ βάθρων.

Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα, καθώρισεν ἡ ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν χρόνον τῆς ἐπιτελέσεώς του καί τόν μή συνεορτασμόν μετά τῶν Ἰουδαίων, καί, κατ’ ἐπέκτασιν, μετά τῶν ἑτεροδόξων, αἱρετικῶν καί ἀλλοθρήσκων.

Εἴχαμε μίαν δυσάρεστον ἐμπειρίαν, κατά τό παρελθόν θέρος, εἰς μίαν Θείαν Λειτουργίαν τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ Χώρας – Κυθήρων, ὅταν νεαρή γυναίκα, Ρωμαιοκαθολική κατά τό δόγμα, ἀπό Εὐρωπαϊκή χώρα, ἐπηρεασμένη ἀπό τήν ἰδέα τοῦ Κοινοῦ Πασχαλίου, ἡ ὁποία εὐρέως διεδίδετο ἐκεῖνο τόν καιρό, προσῆλθε διά τήν Θεία Κοινωνία, λέγουσα μέ ἐνθουσιασμό ὅτι: «τώρα πιά εἴμαστε ἀδέλφια». Ἀντιλαμβάνεσθε ποιά ἐκμετάλλευσις γίνεται στό Ἐξωτερικό τοῦ Κοινοῦ Πασχαλίου, πού παραπέμπει εἰς τό Κοινό Ποτήριο, ἀπροϋποθέτως!

6. «Ἡ ἀποκατάσταση πλήρους Κοινωνίας μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν», κατά τήν κοινή διακήρυξι, «πέραν τῆς ἀναγνώρισης τῶν κωλυμάτων τά ὁποῖα τήν ἐμποδίζουν», προϋποθέτει ἀπαραιτήτως τήν προσήλωσιν καί τήν ἀποδοχήν κατά πάντα τῆς Εὐαγγελικῆς καί τῆς καθόλου Ἁγιογραφικῆς Ἀληθείας καί τῆς μακραίωνος Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως (Θεία Λατρεία, Ἅγια Μυστήρια, Ἀποστολική καί Ἁγιοπατερική Παράδοσις, Θεόπνευστα Δόγματα, Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες).

Στή Δύσι, φερ’ εἰπεῖν, Παπικοί καί Προτεστάντες «εὐλογοῦν» «γάμους» ὁμοφύλων ἀτόμων. Μάλιστα δέ οἱ δεύτεροι (Προτεστάντες), πού ἔχουν «ἀρχιεπίσκοπο» γυναίκα καί «χειροτονοῦν ἱέρειες» κάνουν ἀκατονόμαστους «γάμους» ὄχι δύο μόνον ὁμόφυλων ἀτόμων, ἀλλά τεσσάρων («πολυγαμία»!).

Εἶναι δυνατόν, ὅταν παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα ἠθικοῦ ξεπεσμοῦ καί ἐκτραχηλισμοῦ καί καταλύσεως τῶν ἠθικῶν καί πνευματικῶν ἀξιῶν, πού ξεπερνοῦν τά σοδομητικά ὄργια τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἐποχῆς, νά γίνεται λόγος γιά «ἀποκατάσταση πλήρους κοινωνίας μεταξύ ὅλων τῶν Χριστιανῶν»; καί

7. Τά συμβάντα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο (Νίκαια καί Κωνσταντινούπολι) τό τελευταῖο τριήμερο τοῦ Νοεμβρίου ἐ.ἔ. μιά μερίδα συνανθρώπων μας, πού εἶδαν τήν κίνησι αὐτή μέ ἀνθρωπιστικά κριτήρια, τούς ἱκανοποίησαν καί μιά ἄλλη μερίδα, ἡ μεγαλύτερη, πού διαθέτουν πνευματικά κατά Θεόν αἰσθητήρια μέ συνεπῆ χριστιανική ζωή τούς ἐπροβλημάτισαν καί ἐδυσαρέστησαν. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ Παυλείου λόγου «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ», μέ τήν ἀκριβή χριστιανική ἔννοια καί σημασία τῶν δύο αὐτῶν ὅρων· ἀλήθεια καί ἀγάπη, εὐαγγελική ἀλήθεια καί χριστιανική ἀγάπη, ἀποτελεῖ τήν μοναδικήν λύσιν τοῦ προβλήματος.

Ἡ εἰρήνη καί συνύπαρξη τῶν λαῶν, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στήν κοινή διακήρυξι, ἀναφερόμενη στόν «αὐθεντικό διαθρησκειακό διάλογο, μακράν τοῦ νά ἀποτελεῖ αἰτία συγκρητισμοῦ καί σύγχυσης» εἶναι κάτι τό καλό καί σημαντικό. Ἡ εἰρήνη, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ, ἡ εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κάθε ψυχῆς εἶναι θεῖο δῶρο καί καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τό ζητούμενο καί ποθούμενο γιά τήν χριστιανική κοινωνία καί τόν κάθε συνειδητό Χριστιανό.

«Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἡμῶν, ἀδελφοί. Ἀμήν».

†ὁ Κυθήρων & Ἀντικυθήρων Σεραφείμ

[1] Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Τόμος Δ’ , Δεκέμβριος, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 47-48.

[2] Ἀρχιερατικόν, ἔκδοσις ἈποστολικῆςΔιακονίας, Ἀθῆναι 1999, Τάξις γινομένη ἐπί Χειροτονίᾳ Ἐπισκόπου, σελ. 111-112.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Σοφιανὸς χθὲς καὶ σήμερα.

 



Κήρυγμα γιὰ τὸν Ἅγ. Σοφιανὸ Δρυϊνουπόλεως,

κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς 25.11.2025

στὸν ὁμόνυμο Παρεκκλήσιό του στὴν Κόνιτσα παρουσίᾳ τοῦ Μητροπολίτου μας κ.κ. Ἀλεξίου.

 


 

          Εἶναι εὐλογία, Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ πατέρες , ἀγαπητοί μου, τὸ ὅτι ἀπόψε τελοῦμε τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ στὸ ὄμορφο αὐτὸ ἐκκλησάκι, ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία τοῦ Ἁγίου Σοφιανοῦ. Ἐλάχιστοι ναοὶ εἶναι ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου μας. Κι αὐτὸ διότι εἶναι ἄγνωστος ὁ Ἅγιός μας, στοὺς πολλούς. Συνεπῶς, ἀξίζει νὰ τὸν γνωρίσουμε.

            Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸ πρόσωπό του δὲν εἶναι ἀκριβεῖς. Γνωρίζουμε ὅτι πιθανῶς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πολύτσανη τῆς Βορ. Ἠπείρου, κι αὐτὸ τὸ συμπεραίνουμε ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως αὐτῆς. Ἡ Πολύτσανη εἶναι κωμόπολη τῆς ἐπαρχίας Πωγωνίου τοῦ Νομοῦ Ἀργυροκάστρου. Εἶναι κτισμένη στοὺς δυτικοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Νεμέρτσικα. Ἡ ἐποχή, ὅμως, ποὺ ἔζησε καὶ ἔδρασε ἦταν ἰδιαίτερα δύσκολη : τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος καὶ μάλιστα κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, ὅταν «ὅλα τὰ ‘σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά». Καὶ τὸ χειρότερο ἦταν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ὅλο καὶ περισσότερο πίεζαν τοὺς ραγιάδες μὲ ἀποτέλεσμα χριστιανοὶ νὰ ἐξισλαμίζονται ὁμαδικῶς. Ἰδιαίτερα πιεστικοὶ ἀποδείχθηκαν οἱ Τοῦρκοι μετὰ τὴν ἀποτυχημένη Ἐπανάσταση τοῦ 1611 τοῦ ἐθνομάρτυρα Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου τοῦ Φιλοσόφου. Ἔχουμε, δυστυχῶς, καὶ παράδειγμα χωριοῦ ποὺ  ἀλλαξοπίστησε μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἱερέα του. Φοβερό ! 

          Τότε, λοιπόν, ἔρχεται, κατὰ θεία οἰκονομία, νὰ ἀναδειχθεῖ ποιμένας στὴν Δρυϊνούπολη (πόλη τοῦ Δρίνου ποταμοῦ, τοῦ Ἀργυροκάστρου) ὁ Ἱεράρχης Σοφιανός. Συνεχιστὴς τόσων ἄλλων Ἱεραρχῶν ποὺ φλογίζονταν ἀπὸ τὴν πίστη τους στὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη τους στὴν Πατρίδα. Ὁ καλὸς Ποιμενάρχης, ἀναφέρει ὁ πολυτσανώτης λόγιος Οἰκονομίδης, «κατώρθωσεν ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ στερεώσῃ τοὺς ἐν τῆ πίστει κλονιζομένους, νὰ ἐγείρῃ τεῖχος ἀδιάσειστον εἰς τὸν ὁρμητικὸν τοῦ ἐξισλαμισμοῦ χείμαρρον καὶ νὰ περιορίσῃ τὰ ἐπικινδυνότατα μικτὰ συνοικέσια, ἀφ’ ἑτέρου δὲ … νὰ συγκεντρώσῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὅλους τοὺς ἐξωμότας καὶ κατοικίσῃ αὐτοὺς εἰς τὸ Μαλέσοβον». Ὅπως καταλαβαίνετε, σπουδαιότατο ἔργο. Γι’ αὐτὸ δικαίως  θεωροῦνταν καὶ ἦταν πρόδρομος τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ καὶ Ἰσαποστόλου ποὺ ἔδρασε ὀ Ἐθνοϊερομάρτυρας 70 χρόνια ἀργότερα, ἀλλὰ καὶ πρόδρομος τῆς ἐθνικῆς μας ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.

          Ἴσως κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς διερωτηθοῦν : Πῶς ἦταν δυνατὸν οἱ μουσουλμάνοι νὰ περιορισθοῦν στὸ Μαλέσοβο ; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίδει ὁ συγγραφέας Λαμπρίδης στὰ «Μελετήματά» του (Νο 15). Γράφει ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Ἱεράρχη στὸ μουσουλμανικὸ πληθυσμὸ τῆς περιοχῆς, ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ὀθωμανοὶ θεωροῦσαν καὶ σέβονταν τὸν Ἐπίσκοπο τοῦτο ὡς Ἅγιο καὶ γιὰ τοὺς χρηστοὺς καὶ ἁγίους τρόπους του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ γεγονός ὅτι ὅταν εἶχε χαθεῖ τὸ φέσι μιᾶς νεαρῆς ὀθομανῆς, ποὺ ἦταν κεντημένο μὲ φλουριά, ὁ Ἅγιος ὑπέδειξε τὸν ἀκριβῆ τόπο, δηλ. τὴν φωλιὰ ἑνὸς πελαργοῦ. Νὰ καὶ ἕνας λόγος ποὺ χαρακτηρίζεται ὁ Ἄγιος καὶ Σημειοφόρος. Ἐπιτελοῦσε δηλ. σημεῖα, θαύματα, ὄχι μόνο σὲ χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ μουσουλμάνους.

          Τὸ σπουδαιότερο ὅμως θαῦμα του ἦταν τὸ ὅτι κράτησε τὴν πίστη στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων. Καὶ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ δὲν λογάριασε κόπους, δυσκολίες καὶ ταπεινώσεις. Ὁ ἴδιος οἰκειοθελῶς παραιτεῖται ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, γίνεται μεγαλόσχημος στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Πολύτσανης, ἱδρύει ἐκεῖ Σχολή, διδάσκει καὶ ὁ ἴδιος μὲ ἄλλους κληρικούς, ὥστε νὰ περιορισθοῦν οἱ ἐξωμότες καὶ ἀρνησίθρησκοι. Ὁ βαθὺς γνώστης τῆς ἠπειρωτικῆς ἱστορίας, Φάνης Μιχαλόπουλος, σὲ μιὰ σπουδαία μελέτη του γιὰ τὸν Ἅγιό μας, ἀναγκάζεται νὰ γράψει ἐκεῖνο τὸ περίφημο ὅτι : «Ἄν στὸ ἀλύτρωτο ἐκεῖνο τμῆμα τῆς Βορείου Ἠπείρου σώζονται Ἕλληνες, αὐτὸ ὀφείλεται στὸν Ἅγιο Σοφιανὸ καὶ στὸν κατόπιν μεγάλο ἐθναπόστολο πάτερ Κοσμᾶ, ποὺ κι αὐτὸς περιηγήθηκε τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ τὰ ἐνίσχυσε στὸ θρησκευτικὸ κι’ ἐθνικὸ πεδίο. Ὁ Σοφιανὸς πρέπει νὰ ἀριθμηθεῖ μεταξὺ τῶν μεγάλων ἀναγεννητῶν τῆς ἐθνότητας» (Περιοδικὸ Μεσολογγίου Κιβωτός 1952). Παίρνει σάρκα καὶ ὀστὰ ἡ γνωστὴ φράση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ φλογερὸ ζῆλο, μπορεῖ ν’ ἀλλάξει ὁλόκληρο δῆμο.

          Καὶ οἱ Βορειοηπειρῶτες κράτησαν τὸν ἑλληνισμό τους καὶ τὴν πίστη τους ἀκόμα καὶ στὰ πέτρινα ἐκεῖνα χρόνια τοῦ ἄθεου καὶ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ὅταν τὸ Μοναστήρι ποὺ ἔδρασε καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης, εἶχε μετατραπεῖ σὲ στρατόπεδο. Ναί, καὶ τότε ἀκόμη, πήγαινε κρυφὰ κάθε ἀδούλωτη ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ προσεύχονταν στὸν Ἅγιο Σοφιανὸ παρακαλῶντας τον νὰ τελειώνουν τὰ βάσανά του. Καὶ ἄκουσε τὴν φωνή του ὁ Ἅγιος καὶ ἔστειλε τότε, μάλιστα τότε, ποὺ ἦταν τὰ ἠλεκτροφόρα συρματοπλέγματα καὶ οἱ διωγμοί, τὸν Ἄγγελό του (ὅπως ὀνομάζεται σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὁ Ἐπίσκοπος. Τὸ ὄνομά του ; Σεβαστιανός, Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως.

          Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὀφείλουμε τὴν μεγάλη εὐγνωμοσύνη μας στὸν Ἅγιο, Σεβασμιώτατε. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν τιμοῦμε, τὸν ὑμνοῦμε, τὸν μεγαλύνουμε σήμερα καὶ μὲ τὴν δική σας λαμπρὴ παρουσία. Εὔχεσθε τὸν ἱεραποστολικό του ζῆλο νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς στὸ ἐλεύθερο Πωγώνι καὶ στὴν Ἐπαρχία Κονίτσης, ποὺ ἡγεῖσθε πνευματικὰ Ἐσεῖς, ἐδῶ καὶ λίγες ἡμέρες , ὥστε νὰ προσφέρουμε στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς μας, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του καὶ ἀπὸ τὴν θέση του καὶ τὶς δυνάμεις του, ὅσα ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης Σοφιανὸς ξεκίνησε. Εὔχεσθε καὶ προσεύχεσθε.


ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ : Θερμουργός καὶ ἀκαταμάχητος ἀγωνιστής.

 



Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός μέσα από την εμπειρία μου

(31 έτη από την προς Κύριον εκδημία του)

Αρχιμ. Αντωνίου Φραγκάκη, Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας

Αυτές τις ημέρες, συμπληρώθηκαν τριάντα ένα έτη από την οσιακή τελείωση ενός μεγάλου Ιεράρχου. Του Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανού.  Παρέλκει να αναφερθώ στην αγιοπατερική φυσιογνωμία του, παρ’ όλο πού τα πνευματικά του παιδιά ήταν οι στενοί μου φίλοι στα χρόνια των θεολογικών μου σπουδών και ο ίδιος σφράγισε ανεξίτηλα την φοιτητική μου ζωή και την μέχρι τώρα πορεία μου. Έχουν γραφεί πάμπολλα και επάξια για την ουρανομήκη όντως προσωπικότητά του την παριππεύσασα τριακονταετία, που ο δικός μου πενιχρός λόγος δεν είναι ικανός να προσθέσει κάτι περισσότερο στην εγκωμιαστική αναφορά εκείνων που τον έζησαν στενότερα και με επιδέξιο χρωστήρα λόγου επακριβώς τον εξεικόνισαν.  Θέλω μόνο να παρουσιάσω τον τρόπο της αρχικής γνωριμίας μας και την επεξήγηση του αγίου Πορφυρίου για όσα καταλυτικά και ανεύφθορα   βιώματα μου δημιουργήθηκαν, όταν πρωτοσυναντήθηκα μαζί του.

Ήταν Φθινόπωρο του 1988 όταν βρέθηκα πρώτη φορά στον Πειραιά και στην Αθήνα. Επαρχιωτόπαιδο, χωρίς εμπειρίες από την ζωή της πόλης, δίχως ιδιαίτερες εκκλησιαστικές γνωριμίες, μέσα σε πρωτόγνωρες συνθήκες ζωής…  Είχα συνδεθεί από πολύ μικρός με τον αείμνηστο και άγιο κατ’ εμέ Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο και το περιβάλλον της Ιεράς Μονής Παναγίας Καλυβιανής.  Στα πρώτα φοιτητικά μου βήματα, έστειλε ο Θεός, εκεί στο «κλεινόν άστυ» των Αθηνών, φύλακα άγγελό μου και αχώριστο συμπαραστάτη και καθοδηγητή μου τον τότε Ιωάννη Γιαννουδάκο απόφοιτο εκκλησιαστικού λυκείου και σημερινό μοναχό π. Ιερόθεο τον παγκοίνως γνωστό και αγαπητό.

Διαμέναμε αμφότεροι στον Πειραιά. Πάντα μαζί εκκλησιαζόμασταν. Κάποια Κυριακή βρεθήκαμε στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου. Λειτουργός ο αείμνηστος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός. Ήταν συνοδικός την περίοδο εκείνη. Συμπροσευχόμενος ο οσίας μνήμης και μεγίστου πνευματικού κύρους Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου αείμνηστος Ιωάννης Παπάλης. Ομολογώ ότι εκείνη η λειτουργία σφράγισε ανεξίτηλα την ζωή μου… Κατέβασε αισθητά τον ουρανό στη γη! Τα βιώματα δεν λέγονται, δεν γράφονται, δεν περιγράφονται… Υπάρχει και ο αδιόρατος κόσμος της καρδιάς, που όσα προσλαμβάνει και αποθησαυρίζει, δεν σημειολογούνται με λεκτικά σχήματα, ούτε και καταστρώνονται σε απόδοση γραφική… Ένας επίσκοπος πού έλαμπε εμφανώς, ευσταλής και αρχοντικός, ηδύμολπος και κατανυκτικός, ασκητικός και δοτικός, άτυφος και ιλαρός, σεμνός και συμμετρικός σε κάθε κίνηση και παρουσία, γλυκύς αλλά και εσωστρεφής (<ήταν εαυτώ και Θεώ συστρεφόμενος> κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο), σύννους και επικοινωνιακός, ρωμαλέος και ταπεινός, όντως ταπεινός, γέμιζε με την παρουσία του της εκκλησιάς εκείνης την ευμεγέθη συγκρότηση και πλούσια χωρητικότητα. Ήταν μια διαφορετική έκδοση αρχιερατικής φυσιογνωμίας απ’ όσες είχαμε συναντήσει μέχρι τότε… Κανένα ψευδεπίγραφο χαρακτηριστικό δεν υπήρχε πάνω του, ούτε ακροθιγώς καιροσκόπος στο φρόνημα και απολυταρχικός στην συμπεριφορά, ξένος με την εκμετάλλευση της περίστασης και το στητό παράστημα πάνω στο βάθρο της εξουσίας… Προπαντός δεν ήταν χρυσοφορεμένη μαριονέτα με επιδέξιες θεατρίστικες πιρουέτες στην Ωραία Πύλη όπως πλειστάκις συμβαίνει…  Ζωντάνευε αμεσότατα με κάθε κίνηση και λόγο του, το αρχαίο εκκλησιαστικό ήθος και το μαρτυρικό φρόνημα των πρώτων αιώνων…

Γνήσιο αντίτυπο των Πατέρων και υπεύθυνος διαχειριστής της κληρονομιάς που του ενεχείρισαν, τον είδαμε να σκύβει στο ιερό θυσιαστήριο συγκλονισμένος. Να καταθέτει την δική του αφοσίωση και να εκζητεί επιμόνως το Θεϊκό έλεος. Ίχνος έπαρσης δεν ανέβαινε στο πρόσωπό του. Ανάγλυφη στην μορφή του η ψυχική αρτιότητα και η βιωματική ταπεινοφροσύνη. Στην ιερή στιγμή του καθαγιασμού του πληρώματος της Εκκλησίας, ξεκολλούσε από τα μύχια της καρδιάς του με πραότητα και συγκλονισμό μία μία τις λέξεις της ικεσίας: «Κύριε Κύριε επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε…»  Αργότερα πληροφορήθηκα από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο πού χρημάτισε άμεσο πνευματικό τέκνο του αειμνήστου Ιεράρχου, ότι ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος του έλεγε αστειευόμενος: «Είσαι γόης όταν λειτουργείς!»

Εκείνο, όμως, που επισφράγισε και επαύξησε την χερουβική του εκείνη  λειτουργική παράσταση, ήταν το εμπνευσμένο και εκπληκτικό του κήρυγμα…Τι ρητορική δεινότητα ήταν αυτή; Τι δυναμική εκφορά λόγου και τι συναρπαστική αναφορά στο Ευαγγέλιο της ημέρας; Ο χειμαρρώδης τρόπος ομιλητικής, τα σχήματα πλοκής, όπως και η καλλιεπής και  ενθουσιώδης διατύπωση, θύμιζαν τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για τον επιστήθιο φίλο και συσπουδαστή του Μέγα Βασίλειο: «Ο λόγος του ηχούσε σαν βροντή, γιατί η ζωή του έφεγγε σαν αστραπή!»

Βέβαια, σφραγίδα γνησιότητας σε όλα αυτά, αποτελούσε η ιλαρότητα του προσώπου του, που ήταν εξακτίνωμα της ασκητικότατης μορφής του…  Ήταν το κήρυγμά του πιστοποίηση της αναγεννημένης του ύπαρξης, απαύγασμα της εσωτερικής του κατάνυξης, απόσταγμα της αγαπώσης καρδίας του. Γλυκύτατος και βροντώδης! Διεκτραγωδούσε πάντα με πόνο και ελπίδα «τον θρήνο και τον πόνο» των αλυτρώτων Βορειοηπειρωτών αδελφών μας, που στέναζαν κάτω από το επίπονο πέλμα της αθεϊστικής πολιτικής που επικρατούσε τότε στην Αλβανία και ποθούσαν Ανάσταση…

Κάποτε, έχοντας αυτήν και άλλες παρόμοιες εμπειρίες κοντά του, απάντησα στον ομολογητή και ανεπανάληπτο καθηγητή μας αείμνηστο π. Γεώργιο Μεταλληνό, όταν μας ρώτησε στο μάθημα της ομιλητικής, ποιος εκ των συγχρόνων ιεροκηρύκων μας έχει εντυπωσιάσει… Ευθαρσώς κοινοποίησα την άποψή μου, για τους μακαριστούς και αγίους Ιεράρχες Φλωρίνης Αυγουστίνο και Κονίτσης Σεβαστιανό. Συμφώνησε ο παπά Γιώργης και συμπλήρωσε άλλα δύο ονόματα. Των εν αγίοις ωσαύτως αυλιζομένων Μητροπολιτών Νικαίας Γεωργίου και Χίου Χρυσοστόμου Γιαλούρη. Αυτή η πρώτη γνωριμία μαζί του στον Άγιο Νικόλαο Πειραιώς ήταν αρκετή για να μου δημιουργήσει την ακατανίκητη έφεση να μαθητεύσω κοντά του.

Μετά από λίγες ημέρες, μου λέει και πάλι ο Γιάννης (νυν π. Ιερόθεος).  Πάμε να γνωρίσεις έναν άγιο άνθρωπο. Με πήγε στον άγιο Πορφύριο. Ουδέποτε μου απεκάλυψε την στενή σχέση πού είχε μαζί του. Δεν είχα ακούσει μέχρι τότε κάτι περί αγίου Πορφυρίου. Όταν πήγαμε, τον βρήκαμε ξαπλωμένο, μια σταλιά γεροντάκι, σκεπασμένο με ένα κατάλευκο σινδόνι. Τον κοίταζα φαίνεται εταστικά… Ο Γιάννης μιλούσε έξω από το δωμάτιο με την ανιψιά του… Ο άγιος, μου έκανε κάποιο χαριτωμένο σχόλιο για τον Γιάννη… Έπειτα με ξάφνιασε πολύ με αυτό πού μου είπε: «Αυτός ο δεσπότης που είδες (ο Σεβαστιανός) είναι άγιος! Γι’ αυτό σου έκανε μεγάλη εντύπωση! Τον έκαναν όμως με το ζόρι δεσπότη! Τον απείλησε ο τότε Αρχιεπίσκοπος με καθαίρεση αν δεν δεχόταν… Ούτε είχε ιδέα… Όλοι εκείνης της περιόδου σπρώχθηκαν πολύ για να γίνουν Επίσκοποι… Πιο πολύ όμως ετούτος πού είδες (ο Σεβαστιανός) και ο Μητροπολίτης του χωριού μου (ο Καρυστίας). Γι’ αυτό έχουν μεγάλη ευλογία από τον Θεό… Να θυμάσαι πάντα, κατέληξε. Οι άγιοι Επίσκοποι επιστρατεύονται…!»  Ήταν ικανή η αγιόλεκτη αυτή σύσταση να με ωθήσει πιο κοντά στον τρισμακάριο Σεβαστιανό.

Ήταν ένα από τα καλύτερα «σχολεία» πού πλημμελώς φοίτησα… Δεν είχα την απαιτούμενη έμπνευση δυστυχώς προκειμένου να αποκομίσω πολλά… Τον ακολουθούσα όμως, όσο μπορούσα, σε κάθε βήμα του… Θαύμαζα και χαιρόμουν… Και εκείνος άλλοτε πείραζε με το λεπτό εκείνο εξιδιασμένο χιούμορ του και άλλοτε ταπεινωνόταν στον έσχατο δυνατόν βαθμό, ζητώντας μας να τον συγχωρήσουμε και να ευχόμαστε να εύρει έλεος παρά Κυρίου… «Νά ασπασθείς την δεξιά του Αρχιεπισκόπου Τιμοθέου εκ μέρους μου» έλεγε πάντα… Βαθεία η εκτίμηση του ενός προς τον άλλον. Και αμοιβαίος ο σεβασμός και η αναγνώριση…

Κάποτε στα γραφεία της ΣΦΕΒΑ στην Αθήνα, επανάλαβε σε ελαφρά παράφραση τα λόγια τού Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, με βαθύ αναστεναγμό, κοινοποιώντας αίσθηση εκκλησιαστικής μοναξιάς και ανθρωπίνης αναζητήσεως: «Καλλίνικον ουκ έχω, νυν δεν και Επιφάνιον, τους σύμψυχους αδελφούς και συλλειτουργούς!» Εννοούσε τον Άγιο Καλλίνικο Μητροπολίτη Εδέσσης και τον Μεγάλο σύγχρονο Πατέρα της Εκκλησίας Αρχιμ. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο που τις ημέρες εκείνες είχε κοιμηθεί…

Για να μην μακρηγορήσω, επαναλαμβάνοντας γεγονότα  πανθομολογούμενα και γνωστά, καταλήγω επισημαίνοντας ότι τον Σεβαστιανό όλοι τον γνωρίζουν από τους ανυπόστολους ηρωικούς αγώνες του για την Βόρειο Ήπειρο. Αν και είναι μια υπερθαύμαστη πτυχή της πολύπλευρης και επίμοχθης διακονίας του, νομίζω ότι αδικείται η Χριστοειδής προσωπικότητά του, αν απομονώσουμε τους εθνικούς αγώνες του, από τα ουρανόφρονα σκιρτήματα της αναγεννημένης καρδιάς του… Ήταν θερμουργός και ακαταμάχητος αγωνιστής, γιατί πρώτα υπήρξε Χριστοτερπής και οσίαθλος ασκητής. Το τονίζω αυτό, γιατί αυτή η γενεσιουργός δύναμη κάθε άλλης επιδόσεως και επιτυχίας του, ήκιστα αναφέρεται στις αξιόλογες, κατά τα άλλα, αναφορές που γίνονται για την ιλιγγιώδους ύψους προσωπικότητά του…

Συνέλαβε με τον πιο εκλεπτυσμένο και ευαίσθητο τρόπο το δράμα και το κλάμα, (όπως το έλεγε), των Βορειοηπειρωτών αδελφών, γιατί ενσάρκωνε πρωτίστως ήθος Χριστοειδές και ταυτίζονταν υπαρξιακά με τον πόνο των άλλων… Ήταν απόσταγμα της εσωτερικής του αναγέννησης, το άθλημα της απελευθέρωσης των υποδούλων παιδιών του…

Είχε θριαμβευτική άνοδο στα άφθαρτα σκηνώματα της δόξης του Χριστού. Αξιώθηκε και του αγιοπρεπέστατου χαρίσματος της μακαρίας τελευτής!  Μου διηγήθηκε ο αδελφός και συμφοιτητής μου Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, τα εξής: «Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τον απειλούσε  η γνωστή τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη…  Καθόλου δεν πτοήθηκε… Είχε υπερβεί εντελώς τον θάνατο… Έλεγε με παροιμιώδη ηρεμία, ψυχική γαλήνη και χαρούμενη διάθεση: “Κύριε, όπως θέλεις, όπου θέλεις και οπόταν θέλεις! Το θέλω Σου, θέλω μου! Μόνο αξίωσέ με εκείνη την ημέρα να έχω κοινωνήσει”…».

Τελικά, αξιώθηκε μαρτυρικής τελειώσεως μέσω της βασανιστικής ασθένειας του καρκίνου… Ήμουν δίπλα του διαρκώς… Αξιώθηκα να ζήσω το ενδοξότατο πέρασμά του στην αιωνιότητα και να του κλείσω τα μάτια. Εκείνο το πρωινό, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνος, 12 Δεκεμβρίου 1994 βρισκόταν σε βαθύ κώμα. Ήρθαν οι γιατροί που τον περιέβαλλαν με ιδιαίτερο σεβασμό και είπαν: « Δεν έχει νόημα να κρατάμε άλλο τον Σεβασμιώτατο…». Του αφαίρεσαν όλους τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς… Πλησίασα τότε και του φώναξα δυνατά στο αυτί: « Σεβασμιώτατε, θέλετε να κοινωνήσετε;»  Ω του θαύματος! Αμέσως άνοιξε τα μάτια του!  Συγκατένευσε ότι επιθυμούσε. Αμεσότατα φέραμε την Θεία Κοινωνία από το Σιναΐτικο μετόχι. Πάλι αντιλήφθηκε την στιγμή της τελευταίας εκείνης συγκλονιστικής επαφής του με το Αγιοπότηρο της Ζωής!  Ένωσε τα τρία δάκτυλα της δεξιάς  χειρός για το σημείο του Σταυρού. Τον βοήθησα εγώ να κάνει τον ιερό  σχηματισμό πάνω του επειδή δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του. Άνοιξε τα μάτια και έλαβε την Θεία Κοινωνία «εφόδιον ζωής αιωνίου» όπως επιθυμούσε. Αμέσως άστραψε το πρόσωπό του. Εκείνη την στιγμή, χωρίς καμία σύσπαση και ιδιαίτερη κίνηση, μέσα στο μυστήριο της άρρητης φωτοχυσίας που εξέπεμψε η μορφή του, φτερούγισε, αναχώρησε  για την «ποθεινήν πατρίδα» πού προσδοκούσε και δια βίου επιποθούσε…»

Η κηδεία του μεγαλειώδης! Χιλιάδες ο κόσμος! «Ήταν κηδεία Μεγάλου Βασιλείου» ομολόγησε συγκλονισμένος, ο φίλος του Μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης Αγαθόνικος!  Ο Αγαθόνικος πού έφυγε και εκείνος πρόσφατα για την όντως Ζωή, ήταν ένας άλλος άγιος Ιεράρχης πού γνώρισα. Θα ασχοληθώ αργότερα με την εκπληκτική προσωπικότητα και εκείνου. Θυμάμαι τους αγίους Ιεράρχες Καστορίας Γρηγόριο τον Γ΄ και Κίτρους Αγαθόνικο, να σκύβουν ευλαβικά και να ασπάζονται το χέρι του μαρτυρικού Μητροπολίτου Λαρίσης Θεολόγου μέσα στο ιερό βήμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Κονίτσης και να τού λένε: «Φεύγουν τα διαμάντια της Ιεραρχίας μας!»

Στον επικήδειο λόγο του ο τότε γραμματεύς των συνοδικών δικαστηρίων Αρχιμ. Σεραφείμ Μεντζελόπουλος νυν Μητροπολίτης Πειραιώς, εγκωμίασε τον αείμνηστο Ιεράρχη με λόγο ακριβοδίκαιο, παρρησιασμένο, γλαφυρότατο και τολμώ να πω επαναστατικό. Ήταν έκπληξη για τα εκκλησιαστικά δεδομένα της εποχής εκείνης και  τα τυχόν οδυνηρά αποτελέσματα πού θα ακολουθούσαν, η σθεναρή εκείνη  ομολογία τού Σεραφείμ… Ανάμεσα στ’ άλλα τόνισε: «Εισέρχεται εν τω Θεώ < ο μισήσας τα έργα των Νικολαϊτών> (Αποκ.Β΄,6)…Ο πανυπερτέλειος και καθαρός Θεός δεν αποδέχεται τον συμβιβασμόν με τα έργα της φαυλότητας και ασφαλώς δεν θεωρεί γνησίαν την επισκοπικήν διακονίαν που με το πρόσχημα της ειρηνεύσεως ή της ταπεινώσεως ανοίγει τον δίαυλον εις την πρακτικήν της σεσηπυΐας χοϊκότητος αδιαφορούσα διά την επέκεινα προοπτικήν και αξιοπρέπειαν τού τιμιωτάτου ανθρωπίνου προσώπου… Ο αποιχόμενος όμως τιμιώτατος και καθαρότατος Επίσκοπος, ο μεγαλοφυώς υπερβάς τας αντινομίας του χοϊκού ημών περιβλήματος και του δερματίνου χιτώνος, ανεδείχθη <πιστός άχρι θανάτου>(Αποκ. Β΄,10) και ανένδοτος και ασυμβίβαστος τηρητής τού αρχαίου ημών κάλλους και <της αγάπης της πρώτης> (Αποκ. Β΄,4)». Αυτή η εύστοχη και βαρυσήμαντη επισήμανση αποκρυπτογραφεί  ολοσχερώς την ενδοκρύφια νόσο εκείνης της εποχής και ανατέμνει εναργώς την ομοιοπαθή κατάστασή του σήμερα, επικινδύνως γιγαντωθείσα και απροκαλύπτως κομπάζουσα…».

Σ’ αυτά αξίζει να προστεθεί και η μαρτυρία του Αρχιμ. Αρσενίου Κατερέλου καθηγουμένου της Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος (αυταδέλφου του Μητροπολίτου Κρήνης Κυρίλλου), για την κατάθεση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, όπως την διέσωσε: «Δεσποτάδες υπάρχουν πολλοί, αλλά Σεβαστιανός κανένας!»

Τα χρόνια πέρασαν. Έκλεισε πρόσφατα ολόκληρη τριακονταετία από την οσιοπρεπή μεταχώρησή του στα επουράνια. Η μορφή του, όμως, ζωντανή και ανεξίτηλη βρίσκεται πάντα συνοδός του πανδαμάτορα χρόνου, νοηματίζει το παρόν και διαμορφώνει ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον. Ακτινοβόλος και ηλιοπερίχυτος ο τρισμακάριος Ιεράρχης, θα εννοιολογεί πάντα την Εκκλησία ως εργαστήριο αγιότητας και εφαλτήριο εμπνευσμένων αγώνων για την δόξα του Χριστού και την εύκλεια του Γένους. Και ευελπιστούμε να τον ξαναπολαύσουμε και πάλι, με θεοϋφαντη στολή ιερουργούντα στο Υπερουράνιο Θυσιαστήριο, αφού πρώτα αξιωθούμε να τον εγκωμιάσουμε ως Άγιο της Εκκλησίας, στην χειροποίητη σκηνή της επίγειας Θείας Μυσταγωγίας. Εκζητούμε τις προς Θεόν πρεσβείες του. Αμήν.