«ΚΟΝΙΤΣΑ»
Μαντινάδα τοῦ Κρητικοῦ Ἰωάννου Ἀντ.
Φατσέα
γιὰ
τὴν ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΗΣ
(Χριστούγεννα 1947)
καὶ τὴ Νίκη τοῦ Στρατοῦ μας κατὰ τῶν
Κομμουνιστοσυμμοριτῶν.
Πάντοτε τὰ Χριστούγεννα οἱ χριστιανοὶ γιορτάζουν
μὰ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ οἱ Ἕλληνες, κλαῖνε κι’ ἀναστενάζουν.
Ἡ Κόνιτσα κωμόπολη, ἀκριτικὴ σπουδαῖα
‘κείνη τὴ νύχτα ἔζησε τοῦ Σλάβου τὴ φοβέρα.
Δυὸ συμμορίες τὴ χτυποῦν, χωρὶς κανένα λόγο
μὲ ἀρχηγοὺς τὸ Σοφιανό, καὶ τὸν Παλαιολόγο.
Γιὰ νὰ τὴν ἀποσπάσουνε ἀπ’ τὴν Μητέρα Ἑλλάδα
καὶ νὰ ἀκολουθήσουνε καὶ ἄλλες στὴν ἀράδα.
«Ἕλληνες» ξενοκίνητοι ἦταν οἱ πρωτεργάτες
καὶ εἴχανε συμμάχους τους καὶ Σλάβους τρομοκράτες.
Ἡ ὅλη ἐπιχείρηση ἦταν ὀργανωμένη
ἀπὸ Χότζα, Τίτο, Δημητρώφ, πολὺ ἐνισχυμένη.
Τὴ σχεδιάσανε καλά, κι’ τρεῖς μαζὶ ὁμάδι
μὲ ὄργανο ἐκτελεστή τὸ Μᾶρκο Βαφειάδη.
Τὴν Κόνιτσα ὑπεράσπιζαν εἰς τὸν καιρὸ ἐκεῖνο
δυὸ Τάγματα Ἐθνικοῦ Στρατοῦ ὑπὸ Δόβα Κωνσταντῖνο.
Τὸν Ἠπειρώτη ἥρωα ποὺ σ’ ὅλους τοὺς πολέμους
πάντα μπροστὰ ἐβάδιζε κόντρα εἰς τοὺς ἀνέμους.
Στρατὸς καὶ Χωροφυλακὴ κι’ Μ.Ά.Υ.δες κρατοῦνε
δὲν παραδίνουν ζωντανοί, τὸ χῶμα ποὺ πατοῦνε.
Καὶ ἀρχηγὸς τῶν Μ.Ά.Υ.δων Εὐγένιος ὁ Χοῦσος
στοὺς Κονιτσιῶτες ἥρωες, πρωτοστατεῖ ἐτοῦτος.
Καὶ οἱ δυὸ ἀνήλικοί του γιοὶ μαζὶ συμπολεμοῦνε
καὶ μὲ συνομηλίκους τους τὴ γέφυρα κρατοῦνε.
Καὶ δὲν ἀφήνουν τοὺς ἐχθροὺς πάνω νὰ προχωρήσουν
καὶ τὴν ἀπάνω Κόνιτσα νὰ τὴ λεηλατήσουν.
Ἑπτὰ ἡμέρες κράτησε τῆς Κόνιτσας ἡ μάχη
στὴν Ἱστορία γράφτηκε καὶ πάντα δόξα θὰ ‘χει.
Ἐκεῖ τὰ Ἑλληνόπουλα φύλαξαν Θερμοπῦλες
καὶ ἀντιμετωπίσανε τῶν Σλάβων τὶς ἀκρῖδες.
Ποὺ θέλαν ν’ ἀποσπάσουνε Θράκη, Μακεδονία
τὴ δοξασμένη Ἤπειρο μέχρι τὴ Θεσσαλία.
Τὸ Ἔθνος εἰς τὴν Κόνιτσα, πρόταξε τὰ παιδιά του,
καὶ χύσανε τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἐλευθεριά του.
Κάμαν οἱ ξενοκίνητοι κυβέρνηση δικιά τους
καὶ θέλανε τὴν Κόνιτσα νά ’χουν πρωτεύουσά τους.
Καὶ εἶχαν στὴν Κυβέρνηση ἐχθρούς μας ἀπ’ αἰῶνες
Βούλγαρους, ἄσπονδους ἐχθροὺς καὶ Σλαβομακεδόνες.
Εἶχαν Μητρόφσκι τὸν Πασκάλ, καθὼς καὶ Γκέλο Κόϊτσεφ
ὅπως καὶ τρίτο ὑπουργὸ τὸ Σλάβο ΣταυροΓκότσεφ
Τοὺς εἴχανε ὑποσχεθεῖ, κράτος Μακεδονίας
ν’ ἀλλάξουνε παλιὲς δομές, αἰώνων Ἱστορίας.
Ὅμως τὰ ἑλληνόπουλα, πιστὰ εἰς τὴν Πατρίδα
τοὺς χάλασαν τὰ σχέδια, τοὺς κόψαν κάθε ἐλπίδα.
Μὰ τὴν Ἑλλάδα ἄψογοι Ἕλληνες κυβερνοῦσαν
ἀφθάστου πατριωτισμοῦ, αὐτοὶ ποὺ διοικοῦσαν.
Τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ λαός, μὲ σιγουριὰ μεγάλη,
καὶ βρέθηκαν στὸ πλάι τους, ὅλοι, μικροὶ - μεγάλοι.
Καὶ δῶσαν ὅρκο ἱερό, τὰ στήθη νὰ προτάξουν
στὰ ἱερά μας χώματα Σλάβοι νὰ μὴν περάσουν.
Καὶ θυσιάστηκαν πολλοὶ γιὰ τὴ γλυκιὰ Πατρίδα,
μὰ δῶσαν μὲ τὸ αἷμα τους στὸ Ἔθνος τὴν ἐλπίδα.
Μὰ τώρα οἱ πολιτικοὶ τοὺς λησμονήσαν ὅλους
καὶ τοὺς ἀρνησιπάτριδες βάλανε πρωτοπόρους.
Γιὰ ὅλα τους τὰ ἐγκλήματα συγχώρεση τοὺς δῶσαν
καὶ τ’ ἄξια Ἑλληνόπουλα μὲ φθόνο τὰ προδῶσαν.
Ὑπάρχουνε καὶ Ἕλληνες ποὺ δὲν τὰ λησμονοῦνε
τὸ κάθε τους μνημόσυνο μὲ σεβασμὸ τιμοῦνε.
Δὲν ἀναφέρω ὀνόματα γιὰ νὰ μὴν ἀδικήσω
καὶ λόγῳ τῆς ἀγνοίας μου κάποιο νὰ λησμονήσω.
Κι’ ἀφήνουνε παραγγελιὰ εἰς σὲ παιδιὰ κι’ ἐγγόνια
τὴ μνήμη, τὴ θυσία τους, νὰ διατηροῦν αἰώνια.
Ὅπως ὑπάρχουν Ἱερεῖς κι’ Ἀρχιερεῖς μεγάλοι
ἀντάξιοι τοῦ ἔργου τους, τοῦ Ἔθνους διδασκάλοι.
Ποὺ δὲν λησμόνησαν
ποτὲ, ὅπου καὶ νὰ βρεθοῦνε,
τὸ ἔργο
τους τὸ Ἱερὸ καὶ Ἐθνικὸ τιμοῦνε.