Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Κόνιτσα καὶ ἦταν Τοῦρκος Μουσουλμάνος.
Γιός «σέχη», δηλαδὴ γιὸς ἡγουμένου ἰσλαμικοῦ τάγματος τῶν δερβίσιδων, εἶχε γαλουχηθεῖ στὸ ἰσλὰμ καὶ εἶχε γίνει καὶ δερβίσης.
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν βρέθηκε στὰ Ἰωάννινα καὶ ἔπειτα στὸ Βραχώρι (Ἀγρίνιο).
Ἐκεῖ ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνεται ὁ κρυφός του πόθος νὰ γίνει Χριστιανός, ὅμως ἔβρισκε ἐμπόδιο τὸν τουρκικὸ νόμο ὁ ὁποῖος ἐπέβαλε στοὺς κληρικοὺς τὴν ποινὴ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ, ἂν τολμοῦσαν νὰ βαπτίσουν κάποιον μουσουλμάνο.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κατευθύνθηκε στὴν Ἰθάκη. Ἐκεῖ βαπτίστηκε καὶ κατηχήθηκε, γιατί τὰ Ἑπτάνησα τότε ἦταν ὑπὸ τὴν κατοχὴ τῶν Ἄγγλων.
Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ἐπέστρεψε στὸ Ἀγρίνιο καὶ νυμφεύθηκε μία ταπεινὴ καὶ εὐσεβῆ Χριστιανή. Ἐγκαταστάθηκε στὸ χωριὸ Μαχαλά, στὶς σημερινὲς Φυτεῖες Ἀγρινίου, ὅπου ἐργάσθηκε ὡς δραγάτης (ἀγροφύλακας).
Σὲ μικρὸ διάστημα, πληροφορήθηκε ὁ πατέρας του τὴ μεταστροφή του στὸν Χριστιανισμὸ καὶ θέλησε νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸ ἰσλάμ.
Ὅλες οἱ προσπάθεις πῆγαν χαμένες, διότι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης δὲν δέχθηκε τοὺς δερβίσιδες ποὺ τοῦ εἶχε στείλει ὁ πατέρας του, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἀλλάξουν.
Ὅταν ἀκόμη κλήθηκε στὸ δικαστήριο ἀπὸ τὸν πασᾶ τοῦ Ἀγρινίου νὰ ἀπολογηθεῖ, ὁ Ἅγιος διετράνωσε:
Χριστιανὸς εἶμαι καὶ ὀνομάζομαι Ἰωάννης.
Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ ὁμολογιακῶν ἀπαντήσεων, ὁ πασᾶς διέταξε νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Φρικτὰ τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη ὁ Ἅγιος, χωρὶς νὰ γογγύσει δοξολογώντας τὸν Θεό.
Βλέποντας ὅμως οἱ Τοῦρκοι ὅτι ὁ Ἰωάννης παραμένει ἀκλόνητος στὴν πίστη του, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν σκοτώσουν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ, ἀφοῦ ἦταν καὶ ἀρνητὴς τοῦ ἰσλάμ.
Ἀφοῦ τὸν σκότωσαν, ἄφησαν ἄταφο τὸ σκήνωμα τοῦ μάρτυρος νὰ τὸ κατασπαράξουν τὰ σκυλιά. Ἔπειτα ἀπὸ θερμὲς ἱκεσίες τῶν πιστῶν, τοὺς δόθηκε ἡ ἄδεια νὰ τὸν ἐνταφιάσουν σὲ ἕνα χωράφι χωρὶς καμμία τιμὴ μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι δὲν ἦταν οὔτε Χριστιανός, οὔτε μουσουλμάνος.
Το ἱερὸ λείψανο παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὸ 1819, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱ.Μ.Προυσοῦ καὶ συνεργάτης τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἐπετέλεσε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων, μεταφέροντάς τα στὴν Ἱ.Μ.Προυσοῦ.
Ἐντείχισαν τὸ λείψανο σὲ κοίλωμα τοῦ βράχου μὲ τὴν ἑξῆς ἐπιγραφὴ:
«οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω ἀλλ’ ὄλβον φέρω. Πάντα λίθον μὴ κίνει». Δηλαδὴ δὲν κρύβω ἀσήμι ἢ χρυσάφι ἀλλὰ πνευματικὸ πλοῦτο. Μὴν μετακινήσεις καμμιὰ πέτρα.
Στὶς 4 Ἰανουαρίου 1974, ἀνοίχθηκε ἡ κρύπτη καὶ βρέθηκαν τὰ λείψανα καὶ ἕνα κεραμίδι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν χαραγμένα τὰ στοιχεῖα:
«Οὗτος ἦν ὁ ἐξ Ὀθωμανῶν Ἰωάννης ὁ ἐν Βραχωρίῳ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσας κατὰ τὸ αωιδ’ Σεπτεμβρίου κγ’.»
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κονίτσης τόν γόνον, Βραχωρίου (= Αγρινίου) τό καύχημα, καί Χριστοῦ ὁπλίτην τόν νέον, Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γάρ δυσώδους προελθών, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπέρ Χριστοῦ, καί κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρός αὐτόν κραυγάζουσιν· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διά σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.