Ἐπιθύμησα νά ταξιδέψω γιά λίγο στά 1821 καί νά δῶ καί νά ἀκούσω τά ψυχωμένα παλληκάρια τοῦ ἔθνους μας. Ἐλᾶτε, λοιπόν, νά μποῦμε γιά λίγο στή μηχανή τοῦ χρόνου καί νά γυρίσουμε πίσω, ἀφήνοντας τήν καρδιά μας νά χτυπᾶ στό ρυθμό τῆς δικῆς τους ἀνδρείας καρδιᾶς, στό δικό τους μεγαλεῖο.
Μαζί μέ τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη
ἄς μελετήσουμε τήν προκήρυξη πού ξεσήκωσε καί φλόγισε μία γενιά
φλογερή, τόν μεγαλειώδη Ἱερό του Λόχο: «Μάχου ὑπέρ πίστεως καί
πατρίδος…Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον ζυγόν, νά
ἐλευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον,
διά νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τόν
Σταυρόν…».
Ὁ Μακρυγιάννης, πού ἔμαθε γράμματα σέ
μεγάλη ἡλικία, μᾶς τά ἔγραψε τόσο ὑπέροχα! Ἄς τόν ἀκούσουμε: «Ὅταν
σηκώσαμεν τήν σημαίαν ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτι εἶναι πολλοί
αὐτεῖνοι καί μαχητικοί κι’ ἔχουν καί κανόνια κι’ ὅλα τά μέσα. Ἐμεῖς σέ
οὕλα εἴμαστε ἀδύνατοι. Ὅμως ὁ Θεός φυλάγει καί τούς ἀδύνατους, κι’ ἄν
πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά τήν Πατρίδα μας, διά τήν Θρησκείαν μας καί
πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραγνίας κι ὁ Θεός βοηθός… Χωρίς
ἀρετή καί πόνο εἰς τήν πατρίδα καί πίστη εἰς τήν θρησκεία τους ἔθνη δέν
ὑπάρχουν».
Ἄς γονατίσουμε σιμά στόν Ἀθανάσιο Διάκο τή στιγμή πού ἀπαντᾶ στόν Ὀμέρ Βρυώνη « Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω» καί ἄς ἀναλογιστοῦμε τή θυσία του γιά τήν πατρίδα· ἕνα σφαχτάρι ἅγιο καί θύμα ἱερό στόν βωμό τῆς πατρίδας…
Ἄς ἀκουμπήσουμε εὐλαβικά λουλούδια στόν τόπο πού ἔπεσε παλληκαρίσια ὁ Παπαφλέσσας, στό ἡρωικό Μανιάκι, κι ἄς ἀγναντέψουμε ἀπό ἐκεῖ τόν Ἰμπραήμ νά σκύβει καί νά φιλᾶ στό μέτωπο τόν ἥρωα γεμάτος θαυμασμό...
Ἦταν ἡ φλογερή καρδιά τοῦ Κανάρη πού ξεσήκωνε τά παλληκάρια καί ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα καί στόν Θεό, πού ὅπλιζε τό ἡρωικό του χέρι… «Μία δύναμις μέ ἅρπαξε... Μία δύναμις θεϊκή μέ γιγάντωσε. Αὐτή μοῦ ἔδωσε θάρρος διά νά φθάσω μέ τό πυρπολικό μου στήν τουρκική ναυαρχίδα. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν τόσοι ὥστε ἐάν ἔπτυον ἐπάνω μας θά μᾶς ἔπνιγαν ἀναμφιβόλως… Εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου! φώναξα ἐκείνη τή στιγμή. Ἔκανα τόν Σταυρό μου καί πήδηξα στή βάρκα. Οἱ φλόγες τοῦ πυρπολικοῦ μεταδόθηκαν στήν ναυαρχίδα πού τινάχθηκε στόν ἀέρα καί παρέσυρε στόν θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».
Ξεφυλλίζω τά συγγράμματα τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ καί βρίσκω διαμάντια συμβουλῶν καί παραινέσεων, διαμάντια γιά τό τότε ἀλλά καί τό σήμερα: «Μόνον τοῦ Εὐαγγελίου ἡ διδαχή ἐμπορεῖ νά σώσῃ τήν αὐτονομίαν τοῦ Γένους, ὅταν μάλιστα κηρύττεται ἀπό ποιμένας φίλους τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης… Τοῦτο παρακαλῶ νά τούς παραγγείλετε νά πράττωσιν εἰς τό ἑξῆς, παριστάνοντες εἰς αὐτούς, ὅτι πολεμοῦν ὄχι μόνον ὑπέρ πατρίδος, ἀλλά καί ὑπέρ πίστεως». Καί ἀλλοῦ σημειώνει: «Μόνη ἡ δικαιοσύνη φέρει τήν ἐλευθερίαν, τήν δύναμιν καί τήν ἀσφάλειαν. Ἡ ἀνδρεία χωρίς τήν δικαιοσύνην εἶναι εὐτελές προτέρημα. Καί αὐτή τοῦ Θεοῦ ἡ παντοδυναμία ἤθελ’ εἶσθε χωρίς ὄφελος διά τούς ἀνθρώπους, ἄν δέν ἦτον ἑνωμένη μέ τήν ἄπειρον δικαιοσύνην του…».
Σέ ἀκούω καί πάλι, Σπυρίδων Τρικούπη, νά μᾶς ἐνθουσιάζεις, καθώς φωνάζεις μέ πόνο: «Ἄχ, διά τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, διά τό ὄνομα τῆς Πατρίδος, ἡ ὁποία εἶναι ὅλη ἀρετή, ἄς καθαρίσωμεν τήν ψυχήν μας ἀπό τόν ρύπον τῆς διχονοίας, ἄς θάψωμεν εἰς τόν τάφον τῆς λησμονησίας τά ἄγρια καί ἀνόητα πάθη μας, ἄς πλύνωμεν τάς μεμολυσμένας καρδίας εἰς τό ἱερόν λουτρόν τῆς ἀγάπης, ὁ πατριωτισμός ἄς λαμπρύνῃ εἰς τό ἑξῆς τόν θολωμένον νοῦν μας, ἡ εἰλικρίνεια ἄς βασιλεύσῃ εἰς τήν καρδίαν μας, ἡ ἀγάπη καί ἡ σύμπνοια ἄς προ- πορεύωνται, ὡς νεφέλη πυρός, ὅλων τῶν βουλῶν μας καί ὅλων τῶν ἔργων μας».
Κι ὁ φωτισμένος Καποδίστριας, πού ἀναίτια δολοφονήσαμε, ὑψώνει τό ἴδιο λάβαρο τῆς πίστης καί μηνᾶ στούς ἀντίθεους καιρούς μας: «Ὁ Θεός εἶναι μετά τῆς Ἑλλάδος καί ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος καί αὕτη σωθήσεται. Ἐκ ταύτης τῆς πεποιθήσεως ἀντλῶ πάσας μου τάς δυνάμεις καί πάντας τούς πόρους».
Τό ταξίδι τελειώνει… ἀντάμωμα συγκλονιστικό μέ ὅλους ὅσοι πότισαν τούτη τή γῆ μέ τό αἷμα τους καί τή ζύμωσαν μέ τά λόγια καί τά θαυμαστά ἔργα τους. Δέν θέλω νά φύγω… ζητῶ καταφύγιο ἀνάμεσα σέ τούτους τούς νεκρούς, πού εἶναι τόσο ζωντανοί στήν καρδιά μου. Ἡ ψυχή τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πλανιέται ἀνάμεσά μας ψιθυρίζοντας: «…καί μήν ξεχνᾶς, γιέ μου, πώς ἐμεῖς ξοφλήσαμε πιά. Ὥς ἐδῶ ἦταν. Τώρα ἡ πολύπαθη Ρωμιοσύνη στηρίζει τήν ὕπαρξή της στή λεβεντιά σας».
Ναί, ἥρωες τῆς πατρίδας μου, τολμῶ νά καυχηθῶ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, παιδί τοῦ 21ου αἰώνα, δικός σας ἀπόγονος. Μέσα στίς φλέβες μου τρέχει τό δικό σας ἡρωικό αἷμα, ἡ δική σας παλλόμενη ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί στήν πατρίδα καρδιά μεταγγίζει παλμό καί ἐνθουσιασμό στή νιότη μου! Εὐλαβικά σᾶς προσφέρω φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης καί ὑπόσχομαι-μέ τή δική σας ἀκράδαντη πίστη - νά «στήσουμε καί πάλι μές στό οὐράνιο θεῖο φῶς μία Ἑλλάδα τρισμεγάλη». Γιατί τό «χρωστᾶμε σέ ὅσους πέρασαν, θά ρθοῦνε, θά περάσουν, κριτές θά μᾶς δικάσουν, οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί».
Μ. Δανιήλ