Ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν ἀγνώμονες :
Αὐτοὶ ποὺ ξεχνοῦν τὸ καλὸ ποὺ τοὺς ἔκαμες.
Αὐτοὶ ποὺ σὲ βάζουν νὰ τὸ πληρώσεις.
Κι’ αὐτοὶ ποὺ σὲ ἐκδικοῦνται.
Ἕνα δέντρο παραπονιέται :
Ἐγὼ εἶμαι ἡ κούνια ποὺ σὲ φιλοξενῶ ὅταν εἶσαι μωρό.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ σου.
Ἐγὼ εἶμαι ἡ καρέκλα, ποὺ κάθεσαι.
Ἐγὼ εἶμαι τὸ κρεβάτι, ποὺ ἀναπαύεσαι.
Ἐγὼ σοῦ προσφέρω τὴ ζεστασιὰ τὶς χειμωνιάτιες μέρες.
Ἐγὼ σοῦ προσφέρω τὴ σκιά μου στὴν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ.
Ἐγὼ σοῦ προσφέρω τὸ ὀξυγόνο, ποὺ ἀναπνέεις καὶ ζεῖς.
Ἐγώ, τέλος, θὰ σὲ δεχτῶ καὶ θὰ ἀναπαύσω τὸ κορμί σου, ὅταν ἔρθει τὸ τέλος σου.
- Γιατί, λοιπόν, ἐσὺ μὲ παραδίδεις στὸ πῦρ ; Γιατί ;