Με μισθοφόρους υπαλλήλους του αλβανικού δημοσίου απ’ όλη τη χώρα, υπουργούς και κυβερνητικούς, γέμισε το κλειστό στάδιο Γαλατσίου ο Αλβανός Πρωθυπουργός Έντι Ράμα, για να αποδείξει, άλλη μια φορά, τον ανθελληνισμό του, διαστρεβλώνοντας, με την ομιλία του, την πραγματικότητα.
Το ίδιο το ύφος του μόνον μίσος και απέχθεια έκφραζε, παρά ευγνωμοσύνη και ευχαριστίες σε μια χώρα που φιλοξενεί χιλιάδες ομοεθνείς του.
Μεγαλόφωνος, προκαλώντας άλλη μια φορά, δήλωσε πως η αγωνίστρια του ΄21, η ηρωίδα Μπουμπουλίνα, είναι Αλβανίδα. Πώς μπορεί ν’ αφήσει παραπονεμένη την Μπουμπουλίνα όταν και ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Τρώες, ακόμα και οι θεοί του Ολύμπου είναι Ιλλυριοί (Αλβανοί).
Πικραμένος, ομολόγησε τα βάσανα των μεταναστών, την οδύσσειά τους, με τις πολλές ώρες εργασίας, την ταπείνωση, την «μαύρη σκούπα», την αλλαγή των ονομάτων, που υπέστησαν. Ξέχασε ή μάλλον αρνήθηκε να τους πει πως οι Έλληνες άνοιξαν τις πόρτες των σπιτιών τους, για να φιλοξενήσουν τους κατά εκατοντάδες τυραννισμένους Αλβανούς που έφυγαν από τα δεσμά της σκλαβιάς και της τυραννίας, όταν οι Ιταλοί τους έπνιγαν στη θάλασσα. Πως κανένας δεν τους υποχρέωσε ν’ αλλάξουν τα ονόματα, μάλιστα κι αυτοί που τα κράτησαν προόδευσαν και μεγαλούργησαν καλύτερα. Πως ήταν κατά δεκάδες τα αλβανόπουλα που ήταν σημαιοφόροι, αλλά που πολλά απ’ αυτά (ο Rizai και άλλοι) έγιναν οι χειρότεροι ανθέλληνες. Πως τα επιδόματα και οι βοήθειες που παίρνουν από το ελληνικό κράτος, ούτε στο όνειρό τους δεν τα βλέπανε στην χώρα του. Πως είναι εκατοντάδες αυτοί που έχουν τις δικές τους επιχειρήσεις. Πως στη χώρα του δίνει στους συνταξιούχους συντάξεις πείνας. Πως η τάση ν’ αφήσουν τη χώρα για μια άλλη ευρωπαϊκή, είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που προσπαθεί να τους πείσει να επιστρέψουν. Πως στη χώρα του ακόμα, αν και πέρασαν 34 χρόνια, δεν έγιναν κάτοχοι, με τίτλους ιδιοκτησίας, στις δικές τους περιουσίες και πως τα καλύτερα μέρη, αν και ανήκουν σε ιδιοκτήτες, τα καταβροχθίζουν οι συνεργάτες του, οι κυβερνώντες και οι ολιγάρχες. Πως στη χώρα υπάρχουν ενδείξεις δικτατορίας, αφού η δικαιοσύνη είναι διεφθαρμένη και κατευθυνόμενη από τον ίδιον.
Ενθουσιασμένος από τα χειροκροτήματα των «κουβαλητών» του, τις εκατοντάδες σημαίες που κοκκίνησαν το στάδιο, το εθνικιστικό, παράλογο τραγούδι περί μεγάλης Αλβανίας (αν είναι δυνατόν), προσφώνησε πως ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής του, όπου βρίσκεται ανάμεσα στους ομοεθνείς του. Δεν ανάφερε πως, δεν ήταν ο πόνος για τους ομοεθνείς, αλλά ο εσωτερικός αναβρασμός για την υποψηφιότητα του Φρέντη Μπελέρη στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ για τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, και πως διάλεξε επίτηδες την ημέρα της σύλληψή του, για να κατέβει στην Αθήνα και πως ήταν σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο μέρος της κοκκόρευσης.
Τελικά η επίσκεψη και η ομιλία του Αλβανού Πρωθυπουργού στους ομοεθνείς του στο Γαλάτσι της Αθήνας, μόνον φωτιές άναψε. Ενίσχυσε το εθνικιστικό στοιχείο στην Αλβανία, εκβάθυνε το σχίσμα των ελληνοαλβανικών σχέσεων, εκφόβισε περισσότεροι τους εναπομείναντες Βορειοηπειρώτες στη γενέτειρα τους.
Αν υπήρχαν και Βορειοηπειρώτες που βοήθησαν στην περιοδεία αυτή, που χειροκρότησαν την διαστρεβλωμένη ομιλία του, να τον χαίρονται και να τον ξαναψηφίσουν, διότι, όπως δήλωσε, «για το σκοπό αυτόν σχεδίασε τις περιοδείες του».
(από συνεργάτη της ΣΦΕΒΑ στη Β. Ήπειρο)