Θὰ κάνουμε ἕνα μακρυνὸ ταξίδι, σήμερα. Θὰ βρεθοῦμε στὸν Πόντο.
Στὶς 19 Μαΐου τοῦ 1919 ἀποβιβάζεται στὴν Σαμψοῦντα τοῦ Πόντου ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς Μουσταφᾶ Κεμάλ. Αὐτὸς δίνει διαταγὴ γιὰ τὴν ἐξόντωση τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, ὡς συνέχεια τοῦ σχεδίου ποὺ εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τὸ 1914, ὅταν δηλ. ἄρχιζε ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ἔδωσε, λοιπόν, τὸ σύνθημα ἐξολοθρεύσεως τῶν Χριστιανῶν, λέγοντας : “Ὁ πλοῦτος καὶ οἱ περιουσίες, ποὺ ἔχουν οἱ γκιαούρηδες (δηλ. οἱ Ἕλληνες καὶ χριστιανοί), ἄν τοὺς ἐξολοθρεύσετε, μποροῦν νὰ γίνουν δικά σας”.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ἐξάπτει τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, μᾶλλον τὸν θρησκευτικὸ φανατισμό, σὲ ὁμιλία ποὺ ἔκανε στὸ μουσουλμανικὸ χωριὸ Καβά, ρίχνοντας ἕνα νέο σύνθημα : “Ἐξολοθρεῦστε κάθε μὴ μουσουλμάνο”. Καὶ μὲ τὸ δάκτυλό του ἔδειχνε τοὺς χριστιανούς. Στὴν συνέχεια οἱ “Κεμαλιστές”, ὅπως λέγονταν οἱ ὀπαδοί του, δημιούργησαν τὰ λεγόμενα “Δικαστήρια τῆς Ἀνεξαρτησίας”, τὰ ὁποῖα λειτουργοῦσαν στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου, ὅπου ὁδήγησαν τουλάχιστον 450 Προκρίτους Ἕλληνες Ποντίους, Κληρικούς, Βουλευτές, Γιατρούς, Δικηγόρους, Τραπεζίτες, Δημοσιογράφους, Ἐμπόρους, Δασκάλους. (Δὲν ἄφησαν δηλ. καὶ κανέναν). Ὅλοι αὐτοὶ ὁδηγήθηκαν σὲ “Δίκες – Παρωδία”. Καταδικάσθηκαν “εἰς θάνατον”, καὶ ἐστάλησαν στὶς ἀγχόνες. Ὁ θάνατος ἦταν διὰ ἀπαγχονισμοῦ. Ἔτσι ἔκαναν γενικὴ ἐκκαθάριση τοῦ ἄνθους τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τοῦ Πόντου. Ἐνῷ, παράλληλα, ἄρχισαν στρατολόγηση τοῦ ἀνδρικοῦ πληθυσμοῦ στὰ περιβόητα “ἀμελὲτ ἀμπουροῦ”, δηλ. τὰ λεγόμενα “τάγματα ἐργασίας”. Μετακίνησαν σὲ μακρυνὰ μέρη νὰ σκάβουν καὶ ν’ ἀνοίγουν δρόμους, νὰ ἐργάζονται σκληρὰ κάτω ἀπὸ τὸν βούρδουλα τῶν Τούρκων καὶ συχνὰ - πολὺ συχνά - χωρὶς τροφὴ καὶ χωρὶς νερό. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ χάσουν τὴν ζωή τους, σ’ αὐτὰ τὰ περιβόητα “ἀμελὲτ ἀμπουροῦ” τὸ 80% τῶν Ἑλλήνων ποὺ εἶχαν στρατολογηθεῖ. Ἐξ΄ ἄλλου ὁ πληθυσμὸς ποὺ ἔμενε πίσω, οἱ γυναῖκες δηλ. καὶ τὰ παιδιά, ὑπέφεραν τὸ μαρτύριο τῆς ἐξορίας. Ἡ ἐξορία δὲν ἦταν νὰ πᾶνε σὲ κάποιον τόπο. Ὄχι. Ἦταν συνεχεῖς ἐξαντλητικὲς πορεῖες. Ὅποιος ἀπὸ τὴν κούραση ἔπεφτε κάτω, τὸν ἄφηναν ἐκεῖ καὶ πέθαινε. Οἱ Τοῦρκοι ἐφόνευσαν ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἄνδρες τῶν πόλεων Κερασοῦντος, Οἰνόης, Ἀμισοῦ, κ.λ.π. Στὸ χωριὸ Μπαγλαμᾶ ἔκλεισαν μέσα στὸν ναό, προσέξτε το αυτό, 535 γυναικόπαιδα καὶ γέροντες. Οἱ Τσέτες τοῦ Κεμὰλ ἔβαλαν φωτιὰ καὶ τοὺς ἔκαψαν ὅλους. Προηγουμένως, ὅμως, μπροστὰ στὴν θύρα τοῦ Ναοῦ ἔσφαξαν 7 ἱερεῖς μὲ τσεκούρι !
Στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου ἀνάμεσα στοὺς προκρίτους ποὺ ἀπαγχόνισαν οἱ Τοῦρκοι, ξεχωρίζει ὁ Ἐθνοϊερομάρτυρας Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Αὐτὸς ἦταν Πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Ἀμασείας καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνική του δράση. Τόσο στὴν Μακεδονία ὅσο καὶ στὸν μαρτυρικὸ Πόντο. Γι’ αὐτὸν τὸν Ἅγιο, τὸν Πλάτωνα Ἀϊβαζίδη θὰ ποῦμε λίγες σκέψεις στὴν συνέχεια τῆς ὁμιλίας.
Ὁ Ἄγιος, πλέον, Πλάτων Ἀϊβαζίδης, γεννήθηκε στὴ νῆσο Πάτμο Δωδεκανήσου. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ πατέρας του, Νικόλαος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο, ἔδωσε στὸ παιδί του τὸ ὄνομα Πλάτων, πρὸς τιμὴν τοῦ μάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος , τὸν ὁποῖον κατέσφαξαν οἱ Τοῦρκοι μαζὶ μὲ ἄλλους Χιῶτες, τὸ 1821. Ὁ Πλάτων τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν Χώρα τῆς Πάτμου, ἐνῷ τὰ ἐγκύκλια στὴν Πατμιάδα Σχολή. Μετὰ συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Ἐκεῖ δέ, στὴν Χάλκη, φαίνεται ὅτι γνωρίστηκε μὲ τὸν Γερμανὸ Καραβαγγέλη, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ 1900, ἔγινε Μητροπολίτης Καστορίας, ἐπῆρε τὸν Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε χειροτονηθεῖ διάκονος, ὡς Πρωτοσύγκελό του στὴν Καστοριά. Ἐκεῖ, στὴν ὡραία πόλη, τὴν Καστοριά, ὁ Πλάτων ἐπέδειξε σπουδαία δραστηριότητα, κυρίως ἐναντίον τῶν Βουλγάρων. Γι’ αὐτό, ὅταν λίγο ἀργότερα, μὲ ἀπαίτηση τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Τούρκων, ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης μετατέθηκε στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου, ἐπῆρε μαζί του, πάλι, σὰν Πρωτοσύγκελό του, αὐτὸν τὸν ἡρωϊκὸ καὶ ἀφοσιωμένο κληρικό, τὸν Πλάτωνα Ἀϊβαζίδη, καίτοι ὁ Πλάτων ἦταν πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Γερμανό. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Μητροπολίτης Γερμανὸς Καραβαγγέλης ἔλειπε συχνὰ ἀπὸ τὴν ἕδρα του, τὴν Ἀμάσεια, ἤ και περιοδεύοντας στὰ χωριὰ τῆς Ἐπαρχίας του, ποὺ ἦταν ἐκτεταμένη, ἤ καὶ εὑρισκόμενος στὴν Κων/πολη, ὡς Μέλος τῆς Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἀναλάμβανε ὁ Πλάτων, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ τὶς ἐθνικὲς δραστηριότητες στὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ εἶχε γίνει κάρφος στὰ μάτια τῶν Τούρκων.
Ἔτσι, ὅταν τὴν νύκτα τῆς 4ης Φεβρουαρίου 1921 ἔγινε ἔφοδος ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρος τῆς Ἀμάσειας, συνελήφθη ὁ Πρωτοσύγκελος Πλάτων Ἀϊβαζίδης καὶ ἀρκετοὶ ὑπάλληλοι τῆς Μητροπόλεως. Στὴν Ἀμάσεια τότε, καταρτίσθηκε ἕνα ἔκτακτο Στρατοδικεῖο γιὰ νὰ δικάσει τοὺς Ἕλληνες Προκρίτους ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ. Καί, βέβαια, ὅλοι καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1921, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ 7 ὁλόκληρους μῆνες, ἔγινε ἕνα ἄλλο δικαστήριο. Τὸ “Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας”, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀντικαταστήσει τὸ Δικαστήριο τῆς Ἀμασοῦ. Ἄρχισε ἡ “δίκη παρωδία” καὶ καταδικάστηκαν ὅλοι στὸν “δι’ ἀγχόνης θάνατον”. Ἔτσι στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Πλάτων Ἀιβαζίδης, ἀνεβαίνοντας στὴν ἀγχόνη, περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἱστορία στὸν Θρῦλο, τυλιγμένος μὲ τὴν τιμιότερη βασιλικὴ πορφύρα, δηλαδὴ τὴν πορφύρα τοῦ αἴματός του. Θὰ μποροῦσε, βέβαια, νὰ εἶχε φύγει γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ἔμεινε, ὅμως, δὲν ἔφυγε, γιὰ νὰ παράσχει στὸ ποίμνιό του κάθε δυνατὴ προστασία μέχρι τέλους, ἀντικρύζοντας μὲ ψυχραιμία τὸ μοιραῖο σχοινί τῆς ἀγχόνης στὴν τραγικὴ πλατεῖα τῆς Ἀμάσειας. Νὰ σημειώσουμε, τέλος, ὅτι μιὰ ὥρα μετὰ τὸν ἀπαγχονισμό, τοὺς ἀπογύμνωσαν ὅλους αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀπαγχονισθεῖ, τοὺς μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τοὺς ἔθαψαν ὅλους μαζὶ σ’ ἕνα λάκκο, “χωρὶς λιβάνι καὶ κερί, χωρὶς παπᾶ καὶ ψάλτη”. Γιὰ βάλτε λίγο στὸ μυαλό σας αὐτό, γιὰ νὰ δεῖτε πόσο φοβερὸ εἶναι.
Ἀτυχῶς, ἀπὸ τὸ 1922 ποὺ ἄρχισε ἡ καταστροφὴ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὸν Πόντο, μέχρι τὸ 1994, πρὸ ὀλίγων δηλ. ἐτῶν, τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος γιὰ τὸ ζήτημα τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου σιωποῦσε. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν προσπάθειες τῶν Ποντιακῶν, κυρίως, Ὀργανώσεων, ἡ Ἑλληνικὴ Βουλή, μὲ ὀμόφωνη ἀπόφασή της, στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 1994, καθιέρωσε τὴν 19η Μαΐου, ὡς ἡμέρα μνήμης τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου.
Ἐδῶ, θέλω νὰ προσέξετε, τώρα. Ἡ ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες, δὲν ἀποτελεῖ πράξη ἐκδικήσεως. Γιατί ἐμεῖς, σὰν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἤ ἄν θέλουμε νὰ λεγόμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, δὲν μισοῦμε. Κανέναν δὲν μισοῦμε. Ἀλλὰ ἐδῶ πρέπει νὰ προσέξουμε, ὅμως. Δὲν μισοῦμε, ἀλλὰ δὲν ξεχνοῦμε. Γιατὶ ὅποια ἔθνη ξεχνοῦν τὴν Ἱστορία τους εἶναι καταδικασμένα σὲ ἀφανισμό. Ἐπειδή, μάλιστα, ὁ τουρκικὸς ἐπεκτατισμὸς δὲν ἔχει σταματήσει, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀνάμνηση τῆς Γενοκτονίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, ὥστε νὰ ἀντιστεκόμαστε σθεναρὰ στὶς ἀνθελληνικὲς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ νὰ παρακαλέσω τὴν ἀγάπη σας, αὐτὰ νὰ τὰ λέτε, μὲ δικά σας λόγια, στὰ παιδιά σας, στὰ ἐγγόνια σας, ὥστε νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση. Γιατί, μὴ ξεχνᾶτε, ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι φεύγουμε. Καὶ ὅταν φύγει ἡ γενιά τῶν παλαιῶν, ποιὸς θὰ θυμᾶται μετὰ νὰ λέει αὐτὲς τὶς ἱστορίες ; Νὰ τὰ λέτε, λοιπόν, στὰ παιδιά σας καὶ στὰ ἐγγόνια σας μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα : ὅτι δὲν μισοῦμε, ἀλλὰ καὶ δὲν ξεχνοῦμε.
Οἱ εὐχὲς τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου νὰ μᾶς ἐνδυναμώνουν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, νὰ μᾶς ἐνισχύουν γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἑλληνικῆς μας Πατρίδος καὶ τῆς λατρευτῆς μας Ὀρθοδοξίας. Νὰ ἔχουμε, λοιπόν, τὶς εὐχές τους. Ἀμήν.