Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

9 ἡμέρες πέρασαν, ποὺ ἔφυγε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Γέροντος Κοσμᾶς, Καθηγούμένος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Στομίου Κονίτσης ( Βιογραφικὸ & φωτό).

 

Τὴν Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου 2025, γύρω στὶς 2 τὸ μεσημέρι,  ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Κοσμᾶς Σιώζιος, Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Στομίου Κονίτσης, ἐκοιμήθη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου, ὅπου παρέμεινε τὸ τελευταῖο διάστημα (2,5 μῆνες), δεχόμενος τὴν φροντίδα τῶν πατέρων τῆς Μονῆς. Ἀκολούθως, τὸ σκήνωμα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος τέθηκε πρὸς προσκύνηση στὸ Καθολικὸ τοῦ Μολυβδοσκεπάστου, ὅπου πραγατοποιήθηκε ἡ ἀνάγνωση τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων, Ἱερὰ Ἀγρυπνία μέχρι τὶς 1.15 π.μ. καὶ ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου ἕως τῆς 6.30 π.μ.
Στὶς 24 Φεβρουαρίου, στὶς 10.30 π.μ. ἀναχώρησε τὸ σκήνωμά του ἀπὸ τὴν Ἱ. Μονὴ Μολυβδοσκεπάστου, καὶ στὶς 12.30 τελέστηκε στὸν προσκυνηματικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, στὴν Κόνιτσα, ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του. Προεξάρχων τῆς Ἐξοδίου ἦταν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικόλαος, μὲ τὴν συμμετοχὴ Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν ἀπὸ Ἅγιον Ὅρος, Κόνιτσα, Πωγώνι, Ἰωάννινα, Ἄρτα, Πρέβεζα, Πάτρα, Σιάτιστα, Ἐράτυρα, Χαλκιδική, Κατερίνη, Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ.
Τὴν ὅλη μέριμνα καὶ τὸν συντονισμὸ εἶχε ὁ Γενικὸς Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης, Ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος Λιόλιος. Ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Νικηφόρος, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἀθανασίου Ἐράτυρας, ἦταν ὁ τελετάρχης.
Ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Μάξιμος Παναγιώτου, ἔκανε σύντομη ἀναφορὰ στὴν πορεία τοῦ βίου τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Κοσμᾶ, ἀπὸ παιδὶ ἕως καὶ τὴν κοίμησή του. Ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς :

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Στομίου Κονίτσης, Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Κοσμᾶς (κατὰ κόσμον Γεώργιος) Σιῶζος, τοῦ ὁποίου τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία τελοῦμε σήμερα, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κράψη Ἰωαννίνων τὴν 15η Ἀπριλίου 1938. Ἦταν τὸ 3ο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰωάννου καὶ τῆς Σοφίας Σιώζου. Στὸ χωριὸ Κράψη παρακολούθησε τὰ ἐγκύκλια γράμματα τῆς Α΄ καὶ Β΄ Δημοτικοῦ. Τὴν ἑπόμενη Σχολικὴ χρονιὰ βρέθηκε στὸ διπλανὸ χωριὸ Βασιλικὴ, λόγῳ ἐπέλασης τῶν συμμοριτῶν στὸ χωριό του. Τὶς ἑπόμενες τάξεις τὶς συνέχισε στὸ χωριό του, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν φοίτησή του στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο. Κατόπιν φοίτησε στὴν ἑξατάξια Ἐμπορικὴ Σχολὴ τῶν Ἰωαννίνων. Κατὰ τὴν παραμονή του στὰ Ἰωάννινα συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν τότε Ἀρχιμανδρίτη Σεβαστιανὸ Οἰκονομίδη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἔγινε πνευματικός του Πατέρας. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴν Ἐμπορικὴ Σχολή, μετέβη στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ἐργάστηκε γιὰ σχεδὸν ἕνα χρόνο. Ἐκεῖ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ διέμενε στὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητος "Ὁ Σταυρός", ὅπου καὶ γνωρίστηκε μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς Ἀδελφότητος τότε Ἀρχιμανδρίτη καὶ μετέπειτα Μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστῖνο Καντιώτη. Κατὰ τὴν διετία 1960-1962 ἐκπλήρωσε τὶς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις. Παρουσιάστηκε, ἀρχικά, στὴν Κόρινθο μετέβη γιὰ ἐκπαίδευση στὴ Σπάρτη στὸ Σῶμα Ἐφοδιασμοῦ καὶ Μεταφορῶν καὶ τέλος ὁλοκλήρωσε τὴν θητεία του στὴν Κοζάνη.
 Μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸν στρατό, ἐργάσθηκε ὡς λογιστὴς σὲ μία ἰδιωτικὴ Ἑταιρία Ἐμπορίας Ὑφασμάτων στὰ Ἰωάννινα. Ἐπιτυγχάνοντας σὲ προκηρυχθέντα διαγωνισμό, διορίστηκε τὴν 15η Ἰουνίου 1963 ὑπάλληλος στὸ ὑποκατάστημα τῆς Ἀγροτικῆς Τραπέζης τῆς Κονίτσης. Ἀπὸ τὸ 1970 ἕως τὸ 1972 μετακινήθηκε σὲ ἄλλα ὑποκαταστήματα τῆς ἴδιας Τραπέζης στὰ Ἰωάννινα καὶ κατόπιν γιὰ ἄλλα τρία χρόνια στὴν Ναύπακτο. 
Τὸ 1976, σὲ ὥριμη πλέον ἡλικία ἔχοντας κατασταλάξει μέσα του ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν δρόμο ποὺ ἤθελε ν' ἀκολουθήσει στὴν ὑπόλοιπη ζωή του, παραιτεῖται ἀπὸ  τὴν θέση του στὴν Ἀγροτικὴ Τράπεζα γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία. Στὶς 12 Μαΐου 1976 τελεῖται ἡ μοναχική του κουρά στὸν τότε νεόδμητο Ἱερὸ Προσκυνηματικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ στὴν Κόνιτσα. Τέσσερες μέρες ἀργότερα, δηλ. στὶς 16 Μαΐου λαμβάνει χώρα στὸν ἴδιο Ναὸ ἡ εἰς διάκονον χειροτονία του ἀπὸ τὸν τότε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ. Τὴν 6η Δεκεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους στὸν πανηγυρίζοντα Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Κονίτσης  τελέστηκε ἡ εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του καὶ πάλι ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Σεβ. Μητροπολίτη κυρὸ Σεβαστιανό. Τὸ 1978 μὲ σχετικὴ Πράξη τοῦ Μητροπολίτου Σεβαστιανοῦ καθίσταται Ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς Ἱ. Μονῆς Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Στομίου Κονίτσης, ἐκεῖ ὅπου μόνασε καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης κατὰ τὰ ἔτη 1958-1962. Τὴν ἴδια ἐποχὴ στὸν Ἱ. Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Κονίτσης προχειρίστηκε πνευματικός. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λέγαμε, πὼς ἀναπαύθηκαν στὸ πετραχήλι του πάμπολλοι ἄνθρωποι. Τὸ 1982 ἔλαβε Πτυχίο ἀπὸ τὸ Τμῆμα τῆς Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Στὶς 21 Μαΐου τῆς ἴδιας χρονιᾶς στὸν Ἱ. Ναὸ τῶν Ἁγ. Κων/νου καὶ Ἑλένης Κονίτσης ἔλαβε τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου. Τὸ 1987 τοῦ ἀνατέθηκε καὶ ἡ ἐφημεριακὴ διακονία τοῦ Προσκυνηματικοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στὴν Κόνιτσα, διαδεχόμενος τὸν μακαριστὸ πλέον Ἀρχιμανδρίτη π. Θεόδωρο Διαμάντη καθηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου. Στὶς 2 Δεκεμβρίου 2017, ἡμέρα ποὺ ἑορτάζει καὶ ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἔλαβε τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Χθὲς στὶς 23 Φεβρουαρίου 2025 κοιμήθηκε ὁσιακῶς στὴν Ἱ. Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μολυβδοσκεπάστου, ὅπου εἶχε μεταφερθεῖ τελευταία ὑπομένοντας μαρτυρικῶς τὴν 40άχρονη ἀσθένειά του, τὸ Parkinson.
 Στὴν Ἱ. Μονὴ Στομίου ὁ π. Κοσμᾶς ἐργάσθηκε θυσιαστικά. Θυσίασε τὸν ἑαυτό του ὑποβάλλοντάς του ποικίλους κόπους, δοκιμάζοντας πολλαπλὲς στερήσεις. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατάφερε νὰ ἀνακαινήσει τὶς σχεδὸν ἑτοιμόρροπες πτέρυγες τῆς Μονῆς, νὰ διαμορφώσει τὸν περιβάλλοντα χῶρο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνεγείρει, ἐντὸς τῆς Μονῆς, Παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Παΐσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
 Ὁ π. Κοσμᾶς, "ὁ καλόγερος", ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν οἱ Κονιτσιῶτες, ὑπῆρξε ἄνθρωπος πολλῆς ἀγάπης, ἁπλότητος καὶ συγχωρητικότητος. Ἀγαποῦσε καὶ συγχωροῦσε τοὺς πάντες. Ἦταν ὑπομονετικὸς μὲ ταπεινὸ καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα. Στὴν προσωπική του ζωὴ ἦταν λιτός, ταχὺς στὸ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο τῶν ἄλλων, διακριτικὸς καὶ λιγομίλητος. Εἶχε πάντοτε στὸ νοῦ του καὶ ἐξέφραζε τὸ "ποτὲ μου δὲν μετάνοιωσα ποὺ δὲν ὁμίλησα". Ἤδη ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὡς ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν φύση. Ὁ Κύριος τῆς δόξης νὰ τὸν συμπεριλάβει μετὰ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ τὸν κατατάξει  στὴν Χώρα τῶν ζώντων. Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του.
 
 

Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικόλαος, στὸν ἐπικήδειο λόγο του ἀνέφερε χαρακτηριστικά:
"Τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὸν π. Κοσμᾶ αὐτὴν τὴν στιγμή ! Στὸ πρόσωπό του, ὅλη αὐτὴ ἡ ὑπέροχη Ἐξόδιος Ἀκολουθία βρίσκει πλήρη ἀνταπόκριση ποὺ περιγράφει τὴν δόξα τῆς ψυχῆς καθὼς φεύγει ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Καὶ ἐμεῖς, ἄλλοι ἀπὸ κοντὰ καὶ ἄλλοι ἀπὸ μακριά, ποὺ ἤλθαμε ἐδῶ πέρα νὰ τιμήσουμε τὸ πρόσωπό του, αἰσθανόμαστε πὼς ἡ Κόνιτσα καὶ ὅσοι ὅλοι βρεθήκανε γύρω του καὶ γεύθηκαν ἀπὸ τὴν χάρη του ἀποχαιρετοῦνε ἕναν μεγάλο θησαυρό : Τὴν δόξα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Κόνιτσας. Μαζὶ μὲ ἄλλα δύο πρόσωπα ποὺ ἐπίσης εἶχαν αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ  καὶ ἄφησαν τὸ ἀποτύπωμά τους σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο : τὸν Ἅγιο Παΐσιο καὶ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Σεβαστιανό, μὲ διαφορετικὸ χαρακτῆρα καὶ τρόπο ὁ καθένας. Δὲν νομίζω ὅτι εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ τρίτη παράμετρος αὐτῆς τῆς δόξας καὶ τῆς ὀμορφιᾶς τῆς Κονίτσης πνευματικά, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν πατέρα Κοσμᾶ. 
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος μιλοῦσε γιὰ τρεῖς μεγάλες, βαθιὲς ἀρετές : τὴν ἀρχοντιὰ, τὴν λεβεντιὰ καὶ τὸ φιλότιμο. Στὸ πρόσωπο τοῦ π. Κοσμᾶ ὑπῆρχε ἡ πνευματικὴ ἀρχοντιά, ὅπως ἐπίσης ὑπῆρχε ἡ λεβεντιά. Δὲν εἶχε φόβους, δὲν εἶχε συστολές, δὲν εἶχε ἀδικαιολόγητους δισταγμούς. Ἡ στιβαρὴ προσωπικότητα ἦταν ἡ τελείωσή του. Καὶ μπόρεσε, τελικῶς, νὰ ἐκφράσει τὴν πίστη του μ' ἕναν τρόπο ἰδιαίτερα φιλότιμο, ὅπως καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐλέχθη ὅτι στὸ πετραχήλι του ἀναπαύθηκαν πολλοί. Ἐγὼ ἀξιώθηκα γιὰ ἀρκετὰ χρόνια νὰ γευθῶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, καθὼς ἐρχόταν καὶ ἀκουμποῦσε ὁ ἴδιος τὴν ἐξομολόγησή του δίπλα μου. Κάθε φορὰ ἔνιωθα πὼς δίπλα μου ἔχω ἕνα ἁγιασμένο πρόσωπο. Ἕναν πεντακάθαρο ἄνθρωπο, κρυστάλλινο, χωρὶς σκοτεινιὲς γωνιὲς στὸν θησαυρὸ τῆς ψυχῆς του. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, ὅτι πρώτη κατηγορία μεγάλων ἀρετῶν του ἦταν αὐτὴ ἡ ἁπλότητα, ἡ φυσικότητα. Δὲν ἦταν καθόλου μεταλλαγμένος, καθόλου ὑβριδικός, καθόλου ψεύτικος. Ἦταν αὐθεντικός καὶ τὸ ξέρουμε ὅλοι μας. Καὶ ἔτσι ἐξέφραζε τὴν πίστη του. Ὄχι μὲ πομπώδεις τρόπους, ὄχι μὲ ἐντυπωσιακὲς μεθόδους, ἀλλὰ μὲ μαρτυρία τῆς ζωῆς του στὴν καθημερινότητα καὶ στὴν λεπτομέρεια τῆς κάθε πτυχῆς της. 
Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικὸ τὸ ὁποῖο ὑπενίχθη στὴν περιγραφὴ τοῦ βιογραφικοῦ του, ἦταν αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ὑπομονή του, ἡ μεγάλη ἀγκαλιὰ καὶ ἠ συγχωρητικότητά του. Πολλὲς φορὲς ἀδικήθηκε καὶ παρερμηνεύθηκε πολλαπλῶς καὶ μέσα στὸ ἀγαπητό, δικό του, πνευματικὸ περιβάλλον. Ἀλλὰ δὲν τὸν πάτησε ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς δειλίας καὶ τῆς προσπάθειας νὰ εἶναι ψεύτικος. Παρέμεινε ἀληθινός, χαμογελαστός, εἰρηνικός καὶ αὐθεντικός, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως. Γι' αὐτὸ καὶ μπόρεσε νὰ γίνει καὶ ἀγκαλιὰ ἀληθινὴ ἀδικημένων, πονεμένων, τραυματισμένων ψυχῶν ἀπὸ ποικίλα αἴτια. Ἀκόμη ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό. Ἔγινε λόγος γιὰ τὴν ἀγάπη. Εἶναι μεγάλη λέξη ἡ ἀγάπη. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι εἶχε καλοσύνη, ἀγαθοσύνη. Ἦταν πολὺ ἀνθρώπινος στὴν συμπεριφορά του. Δὲν ἦταν ἀπόμακρος. Γι' αὐτὸ καὶ μπόρεσε ὁ κόσμος νὰ τὸν βλέπει σὰν τὸν ἁπλὸ "καλόγερο". Αὐτὸν ὁ ὁποῖος εὐωδιάζει καὶ ἔχει τὴν ἀξία τοῦ ἀγριολούλουδου καὶ ὄχι τὴν ψεύτικη ὀμορφιὰ τοῦ λουλουδιοῦ τοῦ ἀνθοπωλείου. Αὐτὸς εἶναι ὁ π. Κοσμᾶς, κάπως, ποὺ δὲν μποροῦμε μὲ ἄλλο τρόπο νὰ τὸν περιγράψουμε. Ἐγὼ θὰ μείνω σὲ μία λέξη ποὺ νομίζω ὅτι περιγράφει συνολικὰ τὸν θησαυρὸ τῆς προσωπικότητάς του. Εἶναι ἡ πραότητα, ὅπως τὴν ἐννοεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Λέει κάπου ὁ Κύριος : "Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν" (Ματθ. ια΄29). Αὐτὸς εἶναι ἡ ταπεινότητα. Σεμνότητα, πραότητα. Αὐτὸς εἶναι μιὰ πηγὴ ἀναπαύσεως. Ὁ Ἴδιος. Λέει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸν Ἠσαΐα : "Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ' ἤ ἐπὶ τὸν πρᾶον, τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου" (Ἠσ. ξστ΄ 2).  Ποῦ νὰ ρίξω τὸ βλέμμα μου ; Σὲ ποιὸν νὰ προσέξω, λέει ὁ Θεός.   Ἀλλὰ στὸν πρᾶο, στὸν ταπεινό, σ' αὐτὸν ποὺ ἔχει μέσα του ἡσυχία. Ἔχει τὸν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ στοὺς Μακαρισμοὺς λέει : "Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν" (Ματθ. 3,5). Ὁ π. Κοσμᾶς προσήλκησε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του. Καὶ ὅπως εἶπα, ὄχι μὲ ἐπιβλητικὸ τρόπο. Ἀλλὰ δίπλα του, χωρὶς κανεὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἑρμηνεύσει, αἰσθανόταν τὴν χάρη Του. Χωρὶς νὰ ἔχει περιγραφικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς του, ἔνιωθε τὸ ἄρωμα τῆς ὑπάρξεώς του  καὶ τὸ νιώθουμε ὅλοι ὅσοι ἔχουμε βρεθεῖ ἐδῶ πέρα. Τὸ πρῶτο, λοιπὸν, ποὺ προσήλκησε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἠσαΐου. Τὸ δεύτερο πρᾶγμα ἦταν μιὰ πηγὴ ἀναπαύσεως. Μιὰ πηγὴ ποὺ μποροῦσε ὁ καθένας μας νὰ ξεκουραστεῖ. Καὶ ἐνῷ αὐτὸς ἐρχόταν καὶ σ' ἐμένα γιὰ νὰ ξεκουράσει τὴν ψυχή του, δὲν σᾶς κρύβω καὶ ὀφείλω καὶ δημοσία νὰ τὸ ὁμολογήσω ὅτι ἀναπαυόταν καὶ ἡ δική μου ψυχὴ μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ἀξίας καὶ τῆς δικῆς του ὀμορφιᾶς. Καὶ νὰ πῶ καὶ τὸ τρίτο γιὰ αὐτὴν τὴν πραότητα, ποὺ λέει  "Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν". Πρᾶος ποιός εἶναι ; Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἡσυχία, αὐτὸς ποὺ ἔχει εἰρήνη, αὐτὸς ποὺ δὲν ταράσσεται εὔκολα ἀπ' ὅπου καὶ ἄν ὑπάρχουν κλειδωνισμοὶ γύρω του. Δὲν ἔχει φόβους ἀδικαιολόγητους. Ἔχει μιὰ ἐσωτερικὴ ἀρχοντιὰ καὶ ἐλευθερία. Αὐτός, λοιπόν, ὁ π. Κοσμᾶς, κληρονομεῖ τὴν γῆν, τὴν γῆν τῶν πραέων, κληρονομεῖ καὶ τὸν οὐρανό, τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν τιμοῦμε, γι' αὐτὸν προσευχόμαστε, σ' αὐτὸν προσευχόμαστε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι δὲν ἔχουμε λύπη. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι δὲν ἔχουμε χαρά. Σίγουρα ἔχουμε μιὰ βαθιὰ συγκίνηση, δηλαδὴ ἕναν κλονισμὸ τῆς ψυχῆς μας, καθὼς στεκόμαστε μπροστὰ στὴ χάρη καὶ στὸ μεγαλεῖο τοῦ πολυαγαπημένου καὶ πολυσεβάστου μας π. Κοσμᾶ. Καθὼς θὰ ταφεῖ στὸν χῶρο τοῦ Στομίου (στὴν Ἱ. Μονή), ἔχοντας πάρει τὴν σκυτάλη, αὐτὸς πρῶτος ,μετὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παΐσιο, ἔχοντας ἀνακαινίσει ὄχι μόνο τὰ κτίρια, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα, τὴν αἴγλη στὸ κατάλληλο χρόνο αὐτοῦ τοῦ μοναχικοῦ τρόπου ποὺ ἐξέφρασε καὶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, σ' αὐτὸν τὸν τόπο, στὴν Κόνιτσα, μὲ ἄλλο χαρακτῆρα, μὲ ἄλλη μορφή, τὸ ἴδιο ὅμως πνεῦμα καὶ τὸ ἴδιο ἦθος, καθώς, λοιπόν, δεχθεῖ στὰ σπλάγχνα τῆς γῆς τῆς Κόνιτσας καὶ πιὸ συγκεκριμένα τοῦ Στομίου τὸ σῶμα του, ἐμεῖς ἐλπίζουμε ὅτι θὰ βλαστήσει, θὰ ἀνθίσει καὶ θὰ καρπίσει πλούσια στὸ χῶρο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ σπόρος  τοῦ π. Κοσμᾶ εἶναι σπόρος καρποφορίας. Ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύσει τὴν ψυχή του καὶ νὰ εὐλογεῖ τὴν Ἐκκλησία τὴν ὁποία ὑπηρέτησε καὶ διηκόνισε, τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης. Νὰ ἔχουμε ὅλοι, ὅσοι παρευρισκόμεθα ἐδῶ καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἀγαπήσαμε, τὴν ἱερὴ καὶ εὐλογημένη εὐχή του".   


Τὸ ἀναλόγιο διηκόνησε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος Θάνος καὶ τὸν πλαισίωσαν οἱ πρωτοψάλτες Μιχαὴλ Παπάζογλου, Χρύσανθος Σιχλιμοίρης, Στέργιος Μπούγιας, Νικόδημος Καλλιντέρης καὶ Εὐάγγελος Μέμος.

Κατόπιν, μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας, κλῆρος καὶ λαός καὶ ὅλα «τὰ παιδιὰ τοῦ Καλόγερου», ἀνέβηκαν πεζοπορῶντας πρὸς τὸ «περιβολάκι τῆς Παναγίας» κατὰ τὸν Ὅσιο Παΐσιο, τὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου. Κουβάλησαν στὰ χέρια γιὰ ἕνα διάστημα τὸ σκήνωμα τοῦ Γέροντος, ἀκολουθῶντας τὸν ποταμὸ Ἀῶο καὶ ἐνεταφίασαν τὸ λείψανο τοῦ Καθηγουμένου, πίσω ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Στομίου τελῶντας τὴν Ἀκολουθία τῆς Μοναχικῆς Ταφῆς.
Βαριὰ ἡ παρακαταθήκη ποὺ κληρονόμησε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ αὔριο… Κι ἐμεῖς, ἀνέτοιμοι, ὑπνοῦντες νωχελικῶς πάνω στὶς δάφνες τοῦ παρελθόντος καὶ στοὺς καμάτους τῶν προγόνων, εὐχόμαστε νὰ ἀναδείξει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν Κόνιτσα, ἀντίστοιχα πνευματικὰ διαμετρήματα, ὥστε νὰ διακονήσουν μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ποιμάνουν τὸν ὀρφανὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Φωτογραφίες: Ἀντώνιος Βρόϊκος, Εὐάγγελος Μέμος, Γεώργιος Ἀγόρου. Γιὰ περισσότερες φωτογραφίες πατῆστε στὸν παρακάτω σύνδεσμο