Ἡ ἀπορία τοῦ νέου
καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ νεοαγιοκαταχθέντος Δημητρίου Γκαγκαστάθη
(Βούρμπιανη 31.8.2025)
17΄
Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἕνας νέος πλούσιος πλησίασε τὸν Κύριο μὲ σεβασμό, μὲ εἰλικρινὴ διάθεση καὶ ἐνδιαφέρον, νὰ μάθει ἀπὸ τὸν Θεῖο Διδάσκαλο τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή. “Τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον ;” (Ματθ. Ιθ΄16), τὸν ρώτησε.
Σπάνιο, στὰ ἀλήθεια, φαινόμενο νεαροῦ νὰ ἔχει τέτοιες ἀνησυχίες. Ἄν τὶς καρδιὲς τῶν νέων σήμερα, συγκινοῦν καὶ ἑλκύουν θέλγητρα τῆς παρούσης ζωῆς, τὴν καρδιὰ τοῦ νέου αὐτοῦ τὴν εἶχε προσελκύσει τὸ ὅραμα τῆς “αἰωνίου ζωῆς”. Ἴσως νὰ εἶχε ἀκούσει, ὅπως φαίνεται, κάποια κηρύγματα τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν αἰώνια ζωή ἤ εἶχε διαβάσει ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι ὑπάρχει ζωὴ αἰώνιος (Δανιήλ ΙΒ΄2). Ἔτσι ἤθελε διευκρυνίσεις ἀπὸ τὸν Διδάσκαλο.
Ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀναπάντητη τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου αὐτοῦ καὶ τοῦ εἶπε : “Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς”. Ἄν θέλεις, δηλαδή, νὰ μπεῖς στὴν αἰώνια καὶ μακάρια ζωή, τήρησε σ’ ὅλη τὴ ζωή σου τὶς ἐντολές. Καὶ στὴν ἐπίμονη ἐρώτηση γιὰ τὸ ποιές εἶναι οἱ ἐντολὲς αὐτές, ὁ Κύριος τοῦ τὶς κατανομάζει : “οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν” (Ματθ. Ιθ΄18-19).
Ὁ νεαρός μας, στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ἐξέτασε τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν συνείδησή του στὸ κατὰ πόσο ἦταν τηρητὴς αὐτῶν, ἀπαντάει μὲ βεβαιότητα στὸν Κύριο ὅτι “πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου” (20), ὅλα δηλ. τὰ φύλαξα ἀπὸ μικρός. “Τί ἔτι ὑστερῶ ;” Τί ἄλλο μοῦ λείπει ἀκόμη ; Μοιάζει δηλαδὴ μ’ ἕναν, ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδεύσει στὸ ἐξωτερικὸ καὶ ἔχοντας τὴν καλὴ ἀνησυχία διερωτᾶται ἄν ἔχει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὸ μεγάλο αὐτό ταξίδι. Ἄν τοῦ λείπει κάτι ὥστε νὰ μὴν βρεθεῖ πρὸ ἐκπλήξεων καὶ χάσει τὸν προορισμό του.
Ἔχουμε ἐμεῖς, ἆρα γε, ἀγαπητοί μου, τὴν καλὴ ἀνησυχία ποὺ εἶχε αὐτὸς ὁ νέος ; Νὰ διερωτώμαστε καθημερινά, ὅσες μέρες μᾶς δώσει ὁ Θεός, μὲ τὸ “τί ἔτι ὑστερῶ ;”. Σὲ τί ὑπολοίπομαι ; Τί χρειάζομαι γιὰ νὰ εἶμαι ἕτοιμος γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, τὴν αἰώνια ζωή ; Ἰδιαίτερα θὰ μᾶς ὠφελοῦσε μὲ τὸ νὰ τὸ κάνουμε αἴτημα προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριο, ζητῶντας Του νὰ μᾶς φανερώσει καὶ τὴν μικρότερη λεπτομέρεια ὡς πρὸς τὴν ἑτοιμασία αὐτή. Διότι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄβυσσος καὶ κρύβει μέσα τὶς ἀδυναμίες, ποὺ δὲν μποροῦμε πάντοτε νὰ τὶς δοῦμε. Γι’ αὐτὸ ἱκετεύει ὁ Προφητάναξ Δαβὶδ στὸν 18ο Ψαλμό του τὸν Κύριο : “ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με” (Ψαλμ. 18, 13). Καθάρισέ με, Κύριε, ἀπὸ τὰ μυστικὰ καὶ κρυμμένα ἁμαρτήματά μου, ἀπὸ ἀθλίους καὶ ἀνομολόγητους λογισμούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἐν ἁγνοίᾳ πταίσματά μου, ποὺ οὔτε κἄν τὰ ξέρω ἤ τὰ ὑποψιάζομαι.
Ἴσως ἐρωτήσετε : - Πῶς θὰ μοῦ τὰ φανερώσει ὁ Κύριος αὐτὰ τὰ πταίσματα ἤ καὶ ἁμαρτήματά μου ; Ἔχει τρόπους καὶ μέσα ποικίλα :
1) Μὲ τὴν φωνὴ τοῦ πνευματικοῦ μου. Ὁ διακριτικὸς πνευματικός καὶ ἐξομολόγος ἔχει τὸν τρόπο καὶ μὲ τὴν φώτιση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἀφοῦ ἐπιτελεῖται ἐκείνη τὴν ὥρα Μυστήριο, νὰ ἀνακαλύψει τὶς ἀδυναμίες μου, νὰ τὶς φέρει στὸ φῶς καὶ μὲ τὶς κατάλληλες συμβουλὲς καὶ τὴν δικιά μου προσπάθεια, νὰ μοῦ τὶς θεραπεύσει.
2) Μὲ τὶς ἀδελφικὲς ὑποδείξεις πιστῶν φίλων μας. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναναστρεφόμαστε βλέπουν ἀπὸ κοντά ποῦ ὑστεροῦμε, καὶ μποροῦν μὲ ἀγάπη νὰ μᾶς ὑποδείξουν τί πρέπει νὰ διορθώσουμε ὥστε ἡ παρέα μας νὰ εἶναι εὐχάριστη καὶ ἐποικοδομητική.
3) Θὰ τὶς φανερώσει ὁ Θεὸς τὶς ἀδυναμίες μας μὲ τὶς παρατηρήσεις, ἐνοχλητικὲς συνήθως, τῶν ἐχθρῶν μας, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν μᾶς ὑποδεικνύουν τὰ σφάλματά μας, χτυπῶντας μας. Ἄν δὲν εἶναι κακόβουλα καὶ συκοφαντικά, μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε ἐκμεταλευόμενοι τὴν εὐκαιρία αὐτή, διορθώνοντάς τα. Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸ πικρὸ προκύπτει ὠφέλεια.
Ἕνας τέταρτος τρόπος εἶναι ὅταν φανερώνονται οἱ ἀδυναμίες μας ἀπὸ τὶς δικές μας πτώσεις καὶ σφάλματα. Ἄν μὲ ταπείνωση δεχθοῦμε ὅτι σφάλαμε, ἑλκύουμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀποκτοῦμε πεῖρα ἀπὸ τὶς παραλείψεις μας ὥστε νὰ μὴν τὶς ἐπαναλάβουμε καὶ ἔτσι ὠφελούμαστε πνευματικά, χτίζοντας χαρακτῆρα ζηλευτό .
5) Τέλος, ἀνοίγοντας καὶ μελετῶντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων βλέπουμε ποῦ ὑστεροῦμε καὶ διδασκόμαστε πῶς νὰ διορθώσουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ τί νὰ πράττουμε ὥστε νὰ εὐαρεστοῦμε τὸν Κύριο. Σὲ ὅλα τὰ θέματα τῆς ζωῆς μας. Καὶ στὰ Ἐθνικά. Ποιὰ στάση θέλει ὁ Κύριος, ἡ Παναγία μας καὶ οἱ Ἅγιοι νὰ τηροῦμε καὶ στὰ θέματα αὐτά ; Π.χ. γιὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα : Θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἑορτάζουμε τὴν νίκη αὐτή, ἤ εἶναι ἑορτὴ ποὺ πυροδοτεῖ πάθη καὶ μίση ἀναμεταξύ μας ; Οἱ Ἅγιοί μας θὰ μᾶς ὁδηγήσουν.
Συγκεκριμένα, ἀπάντηση θὰ πάρουμε ἀπὸ ἕναν Ἅγιο ποὺ κοιμήθηκε πρόσφατα, τὸ 1975, καὶ ἁγιοκατατάχθηκε τὸν προηγούμενο μῆνα, στὶς 9 Ἰουλίου 2025. Εἶναι ὁ παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης. Ἔζησε 73 ἔτη . Ἁπλός, ὑπερπολύτεκνος (9 θυγατέρες), πιστός καὶ ἀληθινὸς ποιμένας μὲ προστάτες του τοὺς Ταξιάρχες. Συναναστράφηκε μὲ πολλοὺς Ἁγίους καὶ Γεροντάδες (Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη, Ἀμφιλόχιο Μακρῆ, Ἰουστίνο Πόποβιτς, Ἀθανάσιο Χαμακιώτη, Αἱμιλιανὸ Σιμωνοπετρίτη, Φιλόθεο Ζερβάκο τῆς Πάρου, Μητροπολίτη Τρίκης καὶ Σταγῶν Διονύσιο κ.ἄ.). Ἑορτάζει στὶς 29 Ἰανουαρίου, ἡμέρα κοιμήσεώς του.
Γράφει στὸ ἡμερολόγιό του : “Στὶς 22 Φεβρουαρίου 1943 ἦρθαν στὸ χωριό (τὸν Πλάτανο Τρικάλων) τὰ ἀνταρτικὰ σώματα, μὲ πατριωτικὰ συνθήματα. Στὴν ἀρχὴ φαίνονταν ὡς ἅγιοι, μέχρις ὅτου νὰ πάρουν τὸν κόσμο, (τοὺς ἀνθρώπους δηλ) μαζί τους. Ἦσαν λύκοι, μὲ ἔνδυμα προβάτου. Καὶ ἐγὼ γελάστηκα καὶ τοὺς ἀκολούθησα. Τοὺς μαζεύαμε ψωμί, ρουχισμὸ καὶ λοιπά. Μόλις ὅμως, ἄρχισα νὰ τοὺς ἐνισχύω, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν δὲν μὲ ἐδέχετο. Καὶ ὅταν πήγαινα, γρήγορα ἤθελα νὰ φύγω, σὰν νὰ μὲ κυνηγοῦσε κανείς. Ἀντελήφθηκα ὅτι ἔπεσα σὲ ἁμαρτία καὶ ἄρχισα νὰ παρακαλῶ τοὺς Ταξιάρχας νὰ μὲ ἀπαλλάξουν. Ὅπως καὶ ἔγινε. Μιὰ Κυριακή, ποὺ λειτουργοῦσα, πρὶν ἀπὸ τὴν δοξολογία, μοῦ ἦλθε ἕνας διαλογισμός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία σήμερα κινδυνεύει ἀπὸ τὸν κομμουνισμὸ κὰι πρέπει νὰ θυσιασθῶ γιὰ Αὐτή, καθὼς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον · “τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ἰωάνν. Ι΄ 15). Τὸ πῆρα ἀπόφαση νὰ κηρύξω ἀμέσως, κατὰ τοῦ κομμουνισμοῦ. Τελειώνοντας τὴν Θεία Λειτουργία πῆγα εἰς τοὺς Ταξιάρχας καὶ τοὺς παρεκάλεσα νὰ μὲ ἐνισχύσουν εἰς τὸν μεγάλον αὐτὸν ἀγῶνα, ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε. Ἀμέσως μὲ ἐφυγε ὁ φόβος ὅπου εἶχα μέσα μου...
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ βλέπω εἰς τὸν ὕπνο μου δύο ἀξιωματικοὺς λαμπρούς, ποὺ μὲ ἔφεραν πολλοὺς ἄρτους, λέγοντας : “μὴ φοβῆσαι. Εἴμεθα μαζί σου. Δὲν θὰ πάθης τίποτε. Πάρε αὐτοὺς τοὺς ἄρτους, διότι ἔχεις δρόμο μεγάλο, σκληρό, τραχὺ καὶ ἀναπόφευκτο. Θὰ κερδίση ὁ δρόμος αὐτός, ἀλλὰ θὰ ἀργήση. Εἰς ὅλους τοὺς κινδύνους θὰ εἴμεθα μαζί σου. Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς δρόμος τοῦ Θεοῦ”.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐγὼ δὲν τοὺς ἀκολούθησα (τοὺς κομμουνιστάς), ἀλλὰ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κηρύττω συνέχεια, ὅτι εἶναι ἐχθροὶ τῆς Θρησκείας, τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Οἰκογένειας. Νὰ γίνω ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ μου ; Ποτέ. Μὲ ἐκάλεσαν τρεῖς φορὲς σὲ ἀνάκριση γιὰ νὰ μεταβάλω γνώμη καὶ νὰ καθήσω ἥσυχα, ὅπως οἰ ἄλλοι ἱερεῖς τῆς περιφερείας μας. Ἐγὼ ἀκλόνητος προσευχόμουν εἰς τοὺς Ταξιάρχας νὰ μὲ βοηθήσουν εἰς τὸ ἔργο μου καὶ δὲν ὑπέγραψα. Θὰ πεθάνω εἰς τὸ καθῆκον μου, εἶπα... Ἐὰν μὲν ἔχω ὅριον ζωῆς νὰ μὲ ἀπαλλάξουν οἱ Ταξιάρχες μὲ ὅ,τιδήποτε τρόπο. Ἐάν, ὅμως, μὲ καλῆ ὁ Κύριος στὸ μαρτύριο, νὰ εἶναι εὐλογημένο, μόνον νὰ μεσιτεύσουν καὶ μὲ συγχωρήση, γιατὶ σὰν ἄνθρωπος ἁμάρτησα, εἴτε ἐν λόγῳ εἴτε ἐν ἔργῳ. Γι’ αὐτὸ παρεκάλεσα τοὺς Ἀρχαγγέλους νὰ μεσιτεύσουν στὸν Κύριον, ἐμένα νὰ συγχωρήση καὶ τὴν οἰκογένειά μου νὰ προστατεύσῃ. Ἀμέσως, μόλις ἔβαλα “εὐλογητός...” γιὰ Παράκληση ἠκούσθη κρότος γερὸς στὴν Σταύρωση τοῦ τέμπλου καὶ ἡ εἰκόνα τῶν Ταξιαρχῶν ἐσείετο , σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε : Μὴ φοβᾶσαι, ἤλθαμε καὶ εἴμεθα μαζί σου. Τὶ ἔλεγα δὲν θυμοῦμαι, διότι τὰ εἶχα χαμένα. Μόνον τοῦτο κατάλαβα, ὅτι μοῦ ἔφυγε ὁ φόβος ποὺ εἶχα μέσα μου....”.
Αὐτὴ ἦταν ἡ στάση του πρὸς τοὺς Συμμορῖτες, ποὺ συνευδοκοῦσαν στήν θέση αὐτή, καὶ οἰ συμπαραστάτες του, Ἅγιοι Ταξιάρχες. Ὡς πρὸς τὸ ἄν θὰ πρέπει νὰ τελοῦνται Μνημόσυνα εἰς ἀνάπαυσιν τῶν ἡρώων μας, καὶ τὶ ὠφέλεια δέχονται, θὰ πάρουμε ἀπάντηση ἀπὸ ἕνα ἀνάλογο περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωή του Ἁγίου ἱερωμένου παπα - Δημήτρη :
“Στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1946, Κυριακή, εἶπα κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ὅτι ἐπάνω στὸ βουνό, σὲ ἀπόκρυμνο μέρος, ἐσφαγιάσθησαν καὶ ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες 4 ἄνδρες, ἄγνωστοι, καὶ εὑρίσκονται ἐκεῖ τὰ ὀστᾶ τους ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1944 (δηλ. 2 καὶ πλέον ἔτη). Τοὺς ἐδίκασαν στὸ κομμουνιστικὸ χωριὸ Λιόπρασο. Εὐσεβής, ὅμως, χριστιανός, ὀνομαζόμενος Εὐάγγελος Ζυγογιάννης, τοὺς παρηκολούθησε μέχρι τοῦ τόπου τοῦ μαρτυρίου. Αὐτὸς μοῦ τὰ εἶπε ὅλα καὶ ἐθεώρησα καλὸ νὰ πᾶμε νὰ πάρουμε τὰ ἱερὰ ὁστᾶ τους. Ἔκανα καὶ ἕνα καλὸ κασόνι, γιὰ νὰ τὰ τοποθετήσουμε καὶ μεταφέρουμε στὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ χωριοῦ καὶ νὰ τοὺς ψάλω τὴν κανονισμένη νεκρώσιμο ἀκολουθία. Πράγματι τὸ ἀπόγευμα καὶ ὥρα δύο, κατόπιν συνεννοήσεως τῶν ἐνοριτῶν καὶ τῆς ἐθνικῆς ὀμάδος, ξεκινήσαμε καὶ φθάσαμε στὸ μαρτυρικὸ μέρος, ποὺ ἤτανε τὰ ὀστᾶ. Καθήσαμε λίγο νὰ ξεκουραστοῦμε. Εἶχα πάρει μαζί μου τὸ πετραχήλι, γιὰ νὰ τοὺς ρίξω “τρισάγιο”, καὶ μερικοὺς ἄνδρες καὶ κατεβήκαμε κάτω στὸ ἀπόκρυμνο βάθος.
Ὁ Θεὸς ἔδειξε θαῦμα. Ἔξαφνα ἄρχισαν νὰ ἀκούωνται καὶ ἀπὸ τοὺς τέσσαρες, γογγυσμοὶ καὶ φωνές, ὅπως τὴν ὥρα ποὺ τοὺς βασάνιζαν καὶ ξεψυχοῦσαν, τὴν στιγμὴ τοῦ ἀγρίου μαρτυκοῦ θανάτου. Ἀκούονταν καθαρὰ ὁ κάθε ἕνας καὶ στὸ μέρος ποὺ ξεψύχησε. Πόσο ζωντανὴ εἶναι ἡ Θρησκεία μας ! Πολὺ συγκινητικὴ ἡ κατάστασις καὶ ἡ ὥρα. Τὰ παιδιὰ ἄρχισαν νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ ζητοῦν βοήθεια. Τοὺς λέγω : Μὴ φοβῆσθε, ἀπέδειξε ὁ Θεός, ὅτι εἶχον ἀνάγκη ἀνακουφίσεως καὶ ὅτι εἶναι ἀρεστὸν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐσκέφθηκα. Θέλουν νὰ ἀκούσουν τὴν διατεταγμένην ἀκολουθία τῆς νεκρωσίμου. Τοὺς λέγω τοὺς παρεστῶτας : Πιστεύετε ὅτι ἡ Θρησκεία μας εἶναι ζωντανὴ καὶ ὅτι καὶ σήμερα ὁ Θεὸς δείχνει θαύματα ; Τώρα θὰ παύσουν, ἀφοῦ θὰ βάλω τὸ πετραχήλι. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Μόλις ἔβαλα τὸ πετραχήλι, γιὰ νὰ ρίξω ἕνα τρισάγιο, ἄναψα τὸ θυμιατὸ καὶ ἄρχισα τό, “Εὑλογητὸς ὁ Θεός ἡμῶν...”, ἔπαυσαν ἀμέσως οἱ γογγυσμοὶ καὶ οἱ φωνές. Νὰ τί ἐζητοῦσαν οἰ ἀδικοσφαγμένοι. Αὐτὸ διεπίστωσαν ὅλοι, ὅτι τὰ τρισάγια καὶ τὰ μνημόσυνα εἶναι σωστὰ καὶ ἅγια. Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ γίνωνται. Ἦταν σοφοὶ καὶ ἅγιοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τὰ καθιέρωσαν.
Νὰ ποῦμε ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὅτι παρόμοιο περιστατικὸ ἔχει γίνει ἐσχάτως καὶ στὰ μέρη μας, στὸ φυλάκιο τῆς γέφυρας τοῦ Μπουραζανίου στὴν Κόνιτσα. Ὁ τότε λοχαγός, καὶ νῦν ἀπόστρατος, κ. Ἀθανάσιος Λάκκας μπορεῖ νὰ σᾶς τὸ ἐπιβεβαιώσει. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς γέφυρας σφαγιάσθηκαν ἐκεῖνα τὰ δύσκολα χρόνια ἀπὸ τοὺς Κομμουνιστοσυμμορῖτες καὶ οἱ στρατιῶτες πρὶν 25 χρόνια περίπου, ἄκουγαν τὰ βράδυα τὶς κραυγές τους. Ὅταν ἐκάλεσαν ἱερέα καὶ ἐτέλεσε τὸ μνημόσυνον ἐσώπασαν.
Ὅλα αὐτὰ ἐξιστορῶντας τα, μὴν νομίσει κανεὶς ὅτι τρέφουμε μῖσος ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τῆς Πατρίδος μας. Ὄχι. Ἀλλὰ ὀφείλουμε νὰ καταδεικνύουμε τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει ὥστε νὰ μὴν ἐπαναληφθοῦν τὰ ἴδια. Ἀντιθέτως ὀφείλουμε νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς συγχωροῦμε, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος ποὺ λιθοβολούμενος προσεύχονταν “Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην” (Πράξ. ζ΄60). Ποιός ξέρει μήπως καὶ μετανοιώσει κανένας Σαῦλος ! Θὰ παραθέσουμε καὶ ἕνα γεγονός ποὺ δηλώνει τὴν ἀνεξικακία καὶ τὴν προστασία ἀκόμα καὶ τῶν ἐχθρῶν τοῦ παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ καταγράφει ὡς συνέχεια τῶν παραπάνω:
“Τελειώνοντας (ἀπὸ τὴν παραλαβὴ τῶν ὀστῶν μέσα στὴν κάσα τῶν 4 σφαγιασθέντων) φύγαμε. Ἐγὼ ἔμεινα λίγο πίσω. Προχωρῶντας λίγο συναντῶ δυὸ ὁμαδίτες νὰ ἔχουν κρατούμενο τὸν διδάσκαλο Χαράλαμπο Χασιώτη. Ὁ Χασιώτης ἦτο συνεργάτης τῶν ἀνταρτῶν καὶ γνώστης αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Ἐργάσθηκε καὶ γιὰ τὴν ἐξόντωσή μου. Τοὺς ἐπλησίασα καὶ τοὺς λέγω : Τί κάνετε αὐτοῦ ; - Ἔχουμε δουλειά. Ἦλθε ἡ ὥρα καὶ ὁ δάσκαλος νὰ πηγαίνει ἐκεῖ ποὺ σκότωσαν τοὺς 4 ἄνθρώπους . Δὲν πρόκειται νὰ φύγει ζωντανός. Τὸ ρηθὲν, “μάχαιρα ἔδωκες, μάχαιρα θὰ λάβης” (παραφρασμένο το Ματθ. κστ΄52), καὶ ὅ,τι κάνεις βρίσκεις, ἐκπληρώθηκε. Ἀντελήφθηκα ὅτι ὁ Θεὸς μοῦ παρουσίασε τὸν ἐχθρό μου, γιὰ νὰ μὲ δοκιμάσῃ τί θὰ κάμω. Λέγουν αὐτοί. Βρήκαμε αὐτὸν ποὺ θέλαμε. Καὶ αὐτὸς δὲν ὑπέγραψε νὰ σὲ σκοτώσουν ; Ναὶ, τοὺς λέγω, ἀλλὰ δὲν ὑπέγραψε ὁ Θεός. “Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι” (Ἰωάν. ΙΕ΄20), καὶ “οὐ γὰρ οἴδασι (οἱ ἄνθρωποι) τί ποιοῦσι” (Λουκ. κγ΄34), λέγει ὁ Κύριος. Αὐτοί, ὅμως, τὸν ἅρπαξαν σὰν λεοντάρια γιὰ νὰ τὸν ἐκτελέσουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τῶν 4. Ἐγὼ τί νὰ κάμω ! Βρέθηκα σὲ δύσκολη θέση. Ὁ δάσκαλος φώναζε : βοήθεια παπᾶ, σῶσε με, κινδυνεύω. Τότε προσευχήθηκα ἐκ βάθους ψυχῆς καὶ καρδίας, ἵνα ὁ Κύριος δείξῃ θαῦμα ἐτούτην τὴν στιγμή. Ἔπειτα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ τοὺς εἶπα, ὅ,τι μὲ ἐφώτισε ὁ Κύριος, ἔτρεχα μαζὶ μὲ τὸν μελλοθάνατο καὶ αὐτός πιασμένος ἀπὸ τὸ ράσο μου δὲν ξεχώριζε.. Τελευταῖα τοὺς λέγω, θὰ θυσιασθῶ καὶ ἐγὼ μαζί του, διότι ἐπιβάλλεται, ὅπως λέγει ὁ Κύριος : “Τὴν ψυχή μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ἰωάνν. Ι΄ 15). Ἀφοῦ εἶδαν τὴν ἀμετάβλητο γνώμη μου καὶ δὲν γίνονταν τίποτε, λέγουν : - Νὰ ἔχης χάρη στὸν παπᾶ καὶ ἀφήνεσαι ἐλεύθερος. Ἐδόξασα τὸν Θεό, διότι ἀπόλαυσα τὸ ποθούμενο. Γυρίζω τότε καὶ λέγω : Δάσκαλε, βλέπεις πῶς ἔρχονται τὰ πράγματα ; Πῶς τὰ φέρνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ γνωρίσωμε τό, ὅ,τι κάνουμε βρίσκουμε ; Τώρα λέγει ὁ Κύριος : “ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται”(Ἱωάνν. Ε΄14), καὶ νὰ γίνῃς καλὸς χριστιανός. Εἰς ἐμένα οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ ἀξίζει, μόνον τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστῆς καὶ νὰ δοξάζῃς. Ὁ δάσκαλος τὸ ἔλεγε καὶ τὸ κήρυττε παντοῦ, πώς ἄν δὲν ἦταν ὁ παπᾶς ἐγὼ θὰ ἤμουν σκοτωμένος”.
Σεβαστοί ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου. “Τί ἔτι ὑστεροῦμε” ἄν συγκριθοῦμε μὲ τοὺς Ἁγίους μας ; Πολλά. Καθρεπτιζόμενοι στὴ ζωή τους ἀλλὰ καὶ στὸ παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας, ποὺ “ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν” (Α΄Πέτρου Β΄21), νὰ συνεχίζουμε τὸν ἀγῶνα μας, τὸν χριστιανικό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό, στὶς ἐπάλξεις ποὺ ἄλλοι, πρὸ ἡμῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἔδειξαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ νὰ ἀναπνέουμε ἐμεῖς ἐλεύθεροι στὴν γαλανόλευκη Ἑλλάδα μας. Ἄς εἶναι αἰωνία τους ἡ μνήμη. Ἀμήν.