Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

“Τὸ καντήλι αὐτὸ δὲν ἔσβησε ποτέ !” (Ἀληθινὴ ἱστορία)

 

 


 

Στὴ μαρτυρικὴ καὶ ἡρωϊκὴ Βόρειο Ἤπειρο βρέθηκαν οἱ τρεῖς φοιτητὲς στὰ δύσκολα χρόνια, μετὰ τὴν πτώση τοῦ καθεστῶτος Ἐμβὲρ Χότζα. Πάσχα τοῦ 1994. Συνόδευαν τὸν κληρικὸ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες τῶν πιστῶν στὴν περιοχὴ τῆς Χειμάρρας τὶς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Τὸ ζήτησαν οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες Βορειοηπειρῶτες, νὰ γιορτάσουν Πάσχα ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες. Καὶ ὁ σεμνὸς λευΐτης ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημά τους. Ταξίδεψε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο στὴ Βόρειο Ἤπειρο.

Σὰν ὄνειρο φαινόταν στοὺς νεαροὺς φοιτητὲς ἱεροψάλτες. Εἶχαν ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ πέρασαν οἰ Ἕλληνες τῆς Βορείου Ἠπείρου στὰ χρόνια τῆς δικτατορίας τοῦ Ἐμβὲρ Χότζα : Διωγμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες, καταναγκαστικὰ ἔργα καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ χαράχθηκαν στὴ μνήμη τους, πλήγωσαν τὴν ψυχή τους, μαύρισαν τὴ ζωή τους καὶ τὰ κατέγραψε ὅλα ἡ ἱστορία. Ἔβλεπαν οἱ φοιτητὲς μπροστὰ τους ἀνθρώπους βασανισμένους, κουρασμένους, ἀλλὰ λεβέντες μὲ ἀδούλωτο φρόνημα, μὲ ἀγάπη στὴν πατρίδα καὶ βαθὺ σεβασμὸ στὴν πίστη, στὴν Ἐκκλησία ποὺ στερήθηκαν.

Ἀνάμεσα στοὺς εὐλογημένους κατοίκους τῆς Χειμάρρας ἦταν καὶ ἡ κυρα - Ἀντιγόνη, μιὰ γνήσια Βορειοηπειρώτισσα γιαγιά. Ζοῦσε μόνη της · τὸ σπίτι της βρισκόταν κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πάντων. Εἶχε στὰ νιάτα της ἀρραβωνιασθεῖ, μὰ ἔκλεισαν τὰ σύνορα καὶ ὁ μνηστήρας της ἔμεινε στὴν Ἑλλάδα. Δὲν παντρεύτηκε ἔτσι ποτέ. Τὸν περίμενε πάντα νὰ γυρίσει, πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη στὸν ἄνδρα ποὺ ἔβλεπε ὡς τὸν μελλοντικό της σύζυγο.

Τὴ γνώρισαν τὰ παιδιά, ἔπιασαν κουβέντα μαζί της. Θαύμασαν ποὺ ἤξερε ἑλληνικὴ ἱστορία τόσο καλά, ποὺ θυμόταν ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους καὶ τόσα ἄλλα !  Δὲν ἤθελαν νὰ φύγουν ἀπὸ κοντά της. Τὴν ἄφηναν νὰ μιλᾶ καὶ ἀπολάμβαναν τὸν τρόπο ποὺ τὰ ἔλεγε, τὸ πάθος καὶ τὴν ἀγάπη της γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Κάποια στιγμὴ ὁ ἕνας τῆς παρέας τὴ διέκοψε λέγοντας :

- Κυρα - Ἀντιγόνη, θὰ θέλαμε καὶ κάτι ἄλλο νὰ μᾶς πεῖτε. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια πῶς ἀντέξατε ; Πῶς κρατήσατε τὴν πίστη σας ; Δὲν ἦταν δύσκολο ;

- Δύσκολο ; Μόνο δύσκολο ἦταν !  Μὰ δὲν μπορούσαμε ν’ ἀφήσουμε τὴν πίστη μας. Αὐτὴ μᾶς κρατοῦσε ζωντανούς. Αὐτὴ μᾶς θύμιζε τοὺς προγόνους μας, τοὺς πατέρες μας. Τίποτε δὲν ξεχάσαμε ἀπὸ τὶς εὐλογημένες συνήθειες τῆς πίστεώς μας. Κρατούσαμε ὅ,τι μπορούσαμε, ὅπως μπορούσαμε.. Μέχρι καὶ κόκκινα αὐγὰ βάφαμε καὶ πετάγαμε τὰ τσόφλια τους στὸν δρίμο γιὰ νὰ θυμόμαστε ὅτι ἔχουμε Πάσχα...

Συνέχισε νὰ διηγεῖται ἱστορίες, καὶ ἡ παρέα τῶν φοιτητῶν ἄκουγε μὲ προσοχή, μὲ θαυμασμό, μὲ ἀπορία... Ἡ ὥρα ὅμως περνοῦσε.

- Κυρα-Ἀντιγόνη, θὰ φύγουμε, ἀλλὰ θὰ ξαναρθοῦμε νὰ μᾶς πεῖτε κι ἄλλα.

- Αὔριο τ’ ἀπόγιομα νὰ ‘ρθετε πάλι !  Θέλω νὰ σᾶς πάω στὸ Κάστρο ἐπάνω, γιὰ νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ νὰ σᾶς δείξω κάτι ἀκόμη.

Χαιρέτησε τὰ παλληκάρια ἡ γιαγιά, τὰ σταύρωσε καὶ τὰ ξεπροβόδισε στοῦ Θεοῦ τὴν εὐχή.

Δὲν ἔχασαν τὴν εὐκαιρία νὰ βρεθοῦν καὶ πάλι οἰ τρεῖς φοιτητὲς κοντὰ στὴν κυρα-’Αντιγόνη. Ἤθελαν πολὺ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ πρῶτο χέρι τὴν ἱστορία τοῦ πονεμένου Ἑλληνισμοῦ τῆς Βορείου Ἠπείρου. Καὶ νά τοι ἀπόψε καὶ οἱ τρεῖς τους στὸ φτωχικό της.

- Ἐλᾶτε, παιδιά μου !

Τὰ καλοδέχθηκε καὶ δὲν σταματοῦσε νὰ τὰ εὐχαριστεῖ ποὺ μαζὶ μὲ τὸν παπα-Νικόλα ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα βοήθησαν τοὺς Βορειοηπειρῶτες νὰ καταλάβουν Πάσχα, νὰ ζήσουν Ἀνάσταση, ἔπειτα ἀπὸ τόσα χρόνια ἀλειτούργητοι, ἀκοινώνητοι...

- Νά ΄ναι καλὰ ὁ βλογημένος ὁ παπα-Νικόλα, νὰ χαίρεται τὴ βασιλεία του, τὴν ἱερωσύνη του, ἀλλὰ κι ἐσεῖς ποὺ τὸν βοηθᾶτε καὶ τοῦ ψέλνετε, ἔλεγε, κι ἔδιναν κι ἔπαιρναν οἱ εὐχές της. Ἀπόψε, παιδιά μου, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα ποὺ ‘ναι καὶ δὲν ἔχετε Ἀκολουθία, θὰ σᾶς πάω μέχρι τὸ Κάστρο τῆς Χειμάρρας · θέλω νὰ δεῖτε κάτι.

Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους οἱ νεαροί. Τί θὰ ‘θελε ἡ γιαγιὰ νὰ τοὺς δείξει ;


 

Ξεκίνησαν. Μπροστὰ αὐτή, πίσω τὰ παιδιά. Τὶ κι ἄν εἶχε 75 χρόνια φορτωμένα στὴν πλάτη της ; Περπατοῦσε στητὴ κι ὀλόρθη, μὲ βῆμα ταχὺ καὶ ἀνδρεῖο. Ἔφθασαν κάποτε στὸ Κάστρο. Ἡ θέα ἦταν ὑπέροχη ἀπὸ ἐκεῖ ψηλά. Ἕνα ἐκκλησάκι δέσποζε σὰν ζωγραφιὰ στὴ μέση τοῦ Κάστρου.

- Χθὲς μὲ ρωτήσατε πῶς κρατήσαμε τὴν πίστη στὰ μαῦρα ἐκεῖνα χρόνια. Γιὰ δέτε !

Πῆγε πίσω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τοῦ ναοῦ, στὴ μεσαία κόγχη, γονάτισε καὶ προσπάθησε νὰ βγάλει μιὰ πέτρα ἀπ’ τὸν τοῖχο. Δυσκολεύθηκε, ἀλλὰ τὰ κατάφερε. Ἔβγαλε τὴν πέτρα, ἔβαλε τὸ γεροντικὸ χέρι της βαθιὰ κι ἔβγαλε ἕνα καντήλι ποὺ σιγόκαιγε.

- Τὸ βλέπετε ; τὸ καντήλι αὐτὸ δὲν ἔσβησε ποτέ ! Καίει μέσα στὴν κλειστὴ ἐκκλησιὰ χρόνια τώρα. Ὅταν μᾶς ἔκλεισαν τὶς ἐκκλησιὲς καὶ μᾶς ἐμπόδιζαν νὰ ‘ρθοῦμε νὰ προσκυνήσουμε τὶς εἰκόνες, ν’ ἀνάψουμε τὰ καντήλια στοὺς τάφους τῶν νεκρῶν μας, οἱ γυναῖκες τῆς περιοχῆς τοῦ Κάστρου τῆς Χειμάρρας πήραμε μιὰν ἀπόφαση : Κάθε βράδυ, μὲ τὴ σειρά της ἡ καθεμιά, ν’ ἀνεβαίνουμε ἐδῶ πάνω στὸ Κάστρο - χωρὶς νὰ μᾶς παίρνει εἴδηση κανείς · οὔτε οἱ ἄντρες, οὔτε παιδιὰ καὶ ἐγγόνια τὸ ‘ξεραν - καὶ ν’ ἀνάβουμε αὐτὸ τὸ καντηλάκι στὴν Παναγιὰ καὶ στοὺς Ἁγίους μας. Καὶ παρακαλούσαμε κλαίγοντας νὰ μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός, νὰ μᾶς γλυτώσει...

Τὰ ‘χασαν τὰ παιδιά. Συγκινήθηκαν καὶ θαύμασαν !

Αὐτὸ τ’ ἀναμμένο καντήλι κράτησε τοὺς ἀνθρώπους ζωντανούς, τὴν πίστη φλογερή, τὴ Βόρειο Ἤπειρό μας ἑλληνική !

 

(Ἀπὸ τὸ Ὀρθ. Χριστιανικὸ Περιοδικὸ “Ο ΣΩΤΗΡ” τεῦχος 2261, σελ. 142)