π.
Ἐπιφάνιος
Θεοδωρόπουλος (1930-1989)
Ἕνας
ἀπό τοὺς
πλέον διακεκριμένους θεολόγους καὶ
μακαρίους γέροντες τῶν
ἡμερῶν
μας. Ἀπό μικρὸ
παιδὶ διακρίθηκε γιὰ
τὴν
εὐλάβειά
του, τὴν
ἀγάπη του γιὰ
τὸν
Χριστὸ καὶ
τὴν
Ἐκκλησία Του, συνάμα δὲ
καὶ γιὰ
τὴν
ὑψηλὴ
ὀξυδέρκειά του. Διακόνησε
ὡς ἄμισθος
Κληρικὸς
τὴν
Ἐκκλησία μὲ
πολὺ ζῆλο,
αὐταπάρνηση
καὶ ἀκριβὴ
τήρηση τῶν
Ἱερῶν
Κανόνων. Ὡς διακριτικὸς
καὶ σοφὸς
Πνευματικὸς
ὁδήγησε πλῆθος
πιστῶν
στὴν
ὁδὸ τῆς
σωτηρίας. Ἐπίσης ἵδρυσε
μία ἀπό τὶς
καλύτερες Κοινοβιακὲς
Μονὲς
ἐν Ἑλλάδι.
Τὸ συγγραφικό
του ἔργο εἶναι
ὄντως μνημειῶδες.
Τὰ κείμενά του ἀποπνέουν
Ὀρθόδοξο Πατερικὸ
ἄρωμα καὶ
τὸν
ἀναδεικνύουν ὡς
ἕνα γνήσιο συνεχιστὴ
τῆς
Ἱερᾶς
Παράδοσης. Ἀξίζει νὰ
τὰ μελετήσουμε μὲ
πνεῦμα
μαθητείας, αἰτούμενοι
τὶς
ὅσιες εὐχές
του.
Ἐπιστολὲς τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου
π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου
ἀπὸ
τὸ βιβλίο του
“ΤΑ ΔΥΟ ΑΚΡΑ , Οἰκουμενισμὸς
καὶ Ζηλωτισμός”
(Ἀναδημοσίευσις ἄρθρων
καὶ ἐπιστολῶν)
Ἐν
Ἀθήναις 1986
ΤΟ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ
(Ἐπιστολιμαία
διατριβή)
Ἐν
Ἀθήναις τῇ 19ῃ Ἰουνίου 1969
Τῷ
Ὁσιωτάτῳ Νικοδήμῳ Μοναχῷ τῆς ἐν
Προβάτᾳ Ἁγίου Ὄρους
Συνοδείας
τοῦ Ἱερομονάχου π. Ἐφραίμ
Ἅγιον
Ὄρος
Σελ.
75-77
....
Ἀγαπητὲ π. Νικόδημε ·
εἶνε
ἐνδεχόμενον νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν ἑξῆς
ἔνστασιν ὑμῶν : Ὁ ΙΕ΄ Κανὼν τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου δὲν ὁμιλεῖ περὶ
παύσεως μνημοσύνου Ἐπισκόπου κηρύττοντος
δημοσίᾳ αἱρετικὰς διδασκαλίας ; Ἡ
συνείδησις δ’ ἡμῶν ἀποφαίνεται –
καλῶς ἤ κακῶς – ὅτι τὰ ὅσα ἔχει εἴπει
καὶ πράξει μέχρι σήμερον ὁ Πατριάρχης
συνιστῶσιν αἵρεσιν. Διατὶ λοιπὸν
ζητεῖς νὰ ἐξακολουθήσωμεν μνημονεύοντες
τοῦ Πατριάρχου καὶ νὰ μὴ προσχωρήσωμεν
εἰς τὴν Παράταξιν τοῦ πρ. Φλωρίνης ;
Ἡ
ἀπάντησίς μου ἔχει δύο ὄψεις :
α΄)
Ὁ Κανὼν εἶναι δυνητικὸς καὶ οὐχὶ
ὑποχρεωτικός. Δὲν ἀξιοῖ δηλαδὴ
ἀπαραιτήτως παρὰ τῶν Κληρικῶν ὅπως
παύσωσι τὸ μνημόσυνον τοῦ αἱρετικὰ
διδάσκοντος Ἐπισκόπου πρὸ τῆς
καταδίκης αὐτοῦ, ἀλλ’ ἁπλῶς παρέχει
εἰς αὐτοὺς τὴν δυνατότητα. Ἄν τις
Κληρικός, λέγει ὁ Κανών, ἀποκοπῇ ἀπὸ
τοιούτου Ἐπισκόπου “πρὸ συνοδικῆς
διαγνώσεως”, οὐδαμῶς παρανομεῖ, διὸ
καὶ δὲν ὑπόκειται εἰς ἐπιτίμησιν,
ἀλλὰ μᾶλλον ἄξιος ἐπαίνου εἶνε. Ἄν
ὅμως ἕτερος Κληρικὸς δὲν πράξῃ τοῦτο,
ἀλλά, χωρὶς νὰ ἀσπάζηται τὰς διδασκαλίας
τοῦ Ἐπισκόπου, συνεχίσῃ τὸ μνημόσυνον
αὐτοῦ, ἀναμένων “συνοδικὴν διάγνωσιν”
καὶ καταδίκην, οὐδαμῶς κατακρίνεται
ὑπὸ τοῦ Κανόνος. Ἀνάγνωτε τὸν Κανόνα
μετὰ προσοχῆς καὶ θὰ ἴδητε ὅτι δὲν
νομοθετεῖ ὑποχρέωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς
παρέχει δικαίωμα. Οὐδαμοῦ λέγει ὅτι
ὀφείλουσιν οἱ Κληρικοὶ νὰ
ἀποχωρίζωνται ἀπὸ τοιούτου Ἐπισκόπου
πρὸ τῆς καταδίκης αὐτοῦ, οὐδὲ ὁμιλεῖ
περὶ τιμωρίας τινὸς ἤ καὶ ἁπλῶς ἔστω
μέμψεως κατὰ τῶν μὴ ἀποχωριζομένων,
καίτοι εἶνε συνήθη εἰς τοὺς ἱεροὺς
Κανόνας τὰ “καθαιρείσθω” προκειμένου
περὶ Κληρικῶν μὴ ἐκπληρούντων εἰς
τὸ ἀκέραιον τὰς ἑαυτῶν ὑποχρεώσεις.
Ἁπλῶς λέγει ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπὸ
τοιούτου Ἐπισκόπου Κληρικοὶ δὲν εἶνε
κατακριτέοι. Ὅτι τοῦτο εἶναι ἀληθὲς
πείθει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῷ ἐν τῇ
μακρᾷ ἱστορίᾳ τῆς Ἐκκλησίας καθηρέθησαν
ἁμέτρητοι Ἐπίσκοποι ἐπὶ αἱρέσει,
οὐδὲποτε ἐτιμωρήθη Κληρικός τις ἤ
καὶ ἁπλῶς ἐπετιμήθη διὰ τὸν λόγον
ὅτι δὲν ἔσπευσε νὰ ἀποσχισθῇ πάραυτα
ἀπὸ τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλ’
ἀνέμενε τὴν ὑπὸ Συνόδου καταδίκην
αὐτοῦ.
Καὶ
β΄) Εἴτε ὑποχρέωσιν καθιεροῖ ὁ Κανὼν
εἴτε δικαίωμα ἁπλῶς παρέχει , τὸ
βέβαιον εἶνε ὅτι οὐδαμοῦ λέγει ὅτι
ὁ παύων τὸ μνημόσυνον τοῦ ἑαυτοῦ
Ἐπισκόπου, προσκολλᾶται εἰς τὸν πρῶτον
τυχόντα Ἐπίσκοπον. Πολλῷ μᾶλλον
δὲν λέγει ὅτι προσκολλᾶται εἰς
Ἐπισκόπους, καθ’ ὧν ἐξεγείρονται
δεινῶς οἱ ἱεροὶ Κανόνες. Ὁ παύων τὸ
μνημόσυνον τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου
Κληρικός, ἀρκεῖται εἰς τοῦτο,
ἀποφεύγει νὰ μνημονεύσῃ ἑτέρου καὶ
ἀναμένει ἐν ἠρεμίᾳ συνειδήσεως
τὴν κρίσιν τῆς Συνόδου. Αὐτό, καὶ μόνον
αὐτό, εἶνε τὸ νόημα τοῦ Κανόνος.
Ἀγαπητέ
π. Νικόδημε ·
ζῶμεν
ἐν ἐποχῇ τρομερᾶς συγχύσεως.
Προσοχὴ μὴ παρασυρθῶμεν ὑπὸ τῶν
ποικίλων ἀνέμων. Καλούμεθα νὰ βαδίσωμεν
ἐπὶ σχοινίου. Προσοχὴ μὴ πέσωμεν
οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Σχεδὸν
πάντα τὰ σχίσματα ἐν τῇ Ἐκκλησία
ἐδημιούργησεν ἡ αὐτοπεποίθησις καὶ
ἡ ἄκριτος σπουδή. Αὔριον θὰ ἀπέλθῃ
ὁ Πατριάρχης ἐκ τοῦ κόσμου καί, τὶς
οἶδεν ; ἴσως διαδεχθῇ αὐτὸν συνετὸς
ἄνθρωπος, ὁπότε... τέρμα εἰς τὴν ἑνωτικὴν
ὑστερίαν καὶ τὰ φιλοπαπικὰ παραληρήματα...
Ἄν ὅμως ἔχωμεν δημιουργήσει σχίσματα,
πῶς θὰ ἐπουλώσωμεν τὰς πληγὰς τῆς
Ἐκκλησίας ; Ὅσον εὐκόλως δημιουργεῖται
ἕν σχίσμα, τόσον δυσκόλως καταπαύεται.
Ἀνάγνωθι τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας
καὶ θὰ σὲ καταλάβῃ τρόμος. Νομίζεις
ὅτι εἶνε εὔκολον νὰ κρατήσωμεν μέχρι
τέλους εἰς πειθαρχίαν τὸ ρεῦμα ; Καλὸν
εἶνε νὰ μὴν ἀνοίξωμεν τὰ στόμια τοῦ
φράγματος. Ἅπαξ καὶ ἀνοιχθῶσι ταῦτα,
τὸ ρεῦμα θὰ διαφύγῃ τοῦ ἐλέγχου ἡμῶν
καὶ ἀσυγκράτητον θὰ κατακλύζῃ τὰ
πάντα. Ὅταν ἐκκαύσωμεν τὸν φανατισμὸν
τοῦ ὄχλου (ἡ δ’ ἔκκαυσις εἶναι ἀναγκαία
πρὸς δημιουργίαν καὶ διατήρησιν τῶν
σχισμάτων), εἶνε ἀδύνατον ἔπειτα νὰ
ἐπιβάλωμεν τάξιν. Πολλάκις ἐν τῇ
ἱστορίᾳ αἱ ἐκτροπαὶ ἔφθασαν μέχρι
βεβηλώσεων, μέχρι συμπλοκῶν, μέχρι
φόνων. Ἄν δὲ τολμήσῃ τις ἐκ τῶν ἡγετῶν
τῶν σχισμάτων νὰ συστήσῃ μετριοπάθειαν
καὶ διαλλακτικότητα, θὰ χαρακτηρισθῇ
πάραυτα προδότης καὶ θὰ ἀποκηρυχθῇ
ἐπιπλεόντων πάντοτε τῶν πλειοδοτούντων
εἰς ἀδιαλλαξίαν. Ἐντεῦθεν δημιουργοῦνται
σχίσματα ἐντὸς τῶν σχισμάτων, διχασμοί,
διαιρέσεις, κατατμήσεις, ἀνηλεεῖς
ἐσωτερικοὶ πόλεμοι. Ἴδε τοὺς ἀγαπητοὺς
Παλαιοημερολογίτας ! Ἡνωμένοι ἦσαν
ὅτε ἀπεχωρίσθησαν ἐκ τῆς Ἑλλαδικῆς
Ἐκκλησίας. Λίαν ἐνωρὶς ἤρξαντο
διαιρούμενοι. Σήμερον εἰς πόσας
ἀλληλοκατηγορουμένας Ὁμάδας εἶνε
κατατετμημένοι ; Ἴσως εἰς πλείονας τῶν
7-8 ! Καὶ ἐνῷ πάντες τὰ αὐτὰ φρονοῦσιν,
ἐν τούτοις οἱ μὲν βλέπουσι τοὺς δὲ
ὡς προδότας, καὶ δολιοφθορεῖς τοῦ
“Ἀγῶνος”....
ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΑΣ
ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ
Α΄
Σελ.
81-82
“Ἐν
Ἀθήναις τῇ 11ῃ Αὐγούστου 1969
Ἀγαπητέ
μοι π. Νικόδημε ·
χαῖρε
ἐν Κυρίῳ πάντοτε.
Μετὰ
πολλῆς χαρᾶς ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν
σου, εἰς ἥν καὶ ἀπαντῶ τὰ ἑξῆς :
1.
Ἡ παῦσις τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου,
εἰς ἥν κατελήξατε, εἶνε τὸ ἔσχατον
ὅριον ὅ ἐπιτρέπουσιν οἱ ἱεροὶ Κανόνες.
Μὴ προχωρήσητε περαιτέρω (δηλαδὴ εἰς
ἀποδοχὴν μνημοσύνου ἑτέρων Ἐπισκόπων),
διότι τότε προσχωρεῖτε εἰς σχίσμα !
Ἐφ’ ὅσον νῦν ἀρκεῖσθε εἰς αὐτὸ καὶ
συνεχίζετε “κοινωνοῦντες μετὰ τὴς
κρατούσης μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ μετὰ
πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν”, ὡς
γράφεις, ἵστασθε ἐπὶ ἐδάφους
Ἐκκλησιαστικῶς ἀσφαλοῦς. Προσοχὴ
μὸνον μὴ σημειωθῇ καὶ ἕτερον βῆμα !
Περὶ
τῆς ἐκφωνήσεως “ἐν πρώτοις μνήσθητι
Κύριε τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν ....τὸν
ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον...”
2.
Ἐφ’ ὅσον ἀρκεῖσθε εἰς αὐτὸ καὶ δὲν
προβαίνετε εἰς ἀποκήρυξιν τοῦ Πατριάρχου
(ὅπως ἔπραξαν ἄλλοι), δηλαδὴ εἰς
διακήρυξιν ὅτι οὗτος εἶνε πλέον
ἔκπτωτος, εἶνε καθηρημένος, ἐστερήθη
τῆς Χάριτος, δὲν τελεῖ ἔγκυρα Μυστήρια
κ.λ.π., δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ κατηγορηθῆτε
ἐπὶ προτεσταντισμῷ. Ὁ ΙΕ΄ Κανὼν τῆς
Πρωτοδευτέρας ἐπιτρέπει μὲν εἰς τὰ
ἄτομα τὴν παῦσιν τοῦ μνημοσύνου πρὸ
“Συνοδικῆς διαγνώσεως”, δὲν ἀνατίθησιν
ὅμως εἰς τὰ ἄτομα τὰς δίκας καὶ
καταδίκας τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων.
Τοῦτο εἶνε ἔργον οὐχὶ ἀτόμων, ἀλλὰ
Συνόδου.
...
5. Θὰ ἤθελον ἀκόμη νὰ διασαφήσω τὴν
ἔννοιαν ὑφ’ ἥν λέγεται τὸ “ὀρθοτομοῦντα
τὸν λόγον τῆς ἀληθείας”, διότι βλέπω
ποιάν τινα σύγχυσιν τῶν πραγμάτων ἐν
τῇ ἐπιστολῇ σου. Λοιπόν, τὰ τρία ἐπίθετα
“σῶον” , “ἔντιμον”, “ὑγιᾷ” καὶ αἱ
δύο μετοχαὶ “μακροημερεύοντα” καὶ
“ὀρθοτομοῦντα” δὲν εἶναι ἐπιθετικοὶ
προσδιορισμοὶ καὶ ἐπιθετικαὶ μετοχαί,
ἀλλὰ κατηγορούμενα. Λέγοντες,
δηλαδή, τὸ “Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε,
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν...”, δὲν
παρέχομεν πιστοποιητικὰ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος
εἶναι “σῶος” καὶ “ἔντιμος”, καὶ
“ὑγιής” καὶ ὀρθοτομεῖ τὴν ἀλήθειαν
! Ὄχι ! Ἀλλὰ παρακαλοῦμεν ἁπλῶς τὸν
Κύριον νὰ χορηγῆ εἰς τὸν
Ἐπίσκοπον ἐντιμότητα, ὑγείαν, ὀρθοτομίαν
τῆς ἀληθείας κ.τ.λ. (“... ὅν χάρισαι
ταῖς ἁγίαις Σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ
σῶον, ἔντιμον, κ.λ.π....”). Εὐχὴν
ἐκφράζομεν, δὲν χορηγοῦμεν βεβαιώσεις
! Ἄλλως θὰ ἐψευδόμεθα ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, λέγοντες οὐ μόνον τὸ “ὀρθοτομοῦντα”,
ἀλλὰ καὶ τὸ “ἔντιμον” καὶ τὸ “ὑγιᾶ“
, δεδομένου ὅτι ἐνίοτε ὁ Ἐπίσκοπος
ἐνδέχεται νὰ εἶνε οὐχὶ “ἔντιμος”,
ἀλλὰ προδήλως ἀνέντιμος, ἤ ἐνδέχεται
νὰ εἶνε οὐχὶ ὑγιής, ἀλλὰ βαρέως
ἀσθενὴς καὶ κατάκοιτος. Εὐχόμεθα
λοιπόν, δὲν πιστοποιοῦμεν !
Μία
ἀπάντησις εἰς τὰ δημιουργηθέντα εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας
Β΄
“Ἐν
Ἀθήναις τῇ 22ᾳ Ἰουλίου 1971
Προσφιλέστατέ
μοι π. Νικόδημε ·
χαῖρε
πάντοτε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ
ἡμῶν.
Ἀπὸ
σελ. 87 καὶ ἔπειτα.
....4.
Ἂν μία Σύνοδος Ὀρθόδοξος
καταδικάση τινά, δὲν δύναται ἄλλης
τοπικῆς Ἐκκλησίας Σύνοδος νὰ ἀθωώση
αὐτόν. Ἂν δὲ συμβῆ τοῦτο,
ἡ δευτέρα ἀπόφασις εἶνε ἄκυρος. Δηλαδή:
Ἂν Κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
καταδικασθῆ ὑπ'
αὐτῆς καὶ προσφύγῃ
εἰς ἄλλην Ἐκκλησίαν, π.χ. εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας, καὶ ζητήση νὰ
κριθῆ ὑπ'
αὐτῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας θὰ
ἀπορρίψη τὴν ἀξίωσιν αὐτοῦ,
δηλοῦσα
ὅτι αὔτη εἶνε τελείως ἀναρμόδιος,
τῆς ἁρμοδιότητος ὑπαρχούσης εἰς μόνην
τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ἂν δὲ
τυχὸν δεχθῆ τὸ αἴτημα ἡ Ἐκκλησία τῆς
Σερβίας καὶ κρίνη αὐτὴ τὸν εἰρημένον
Κληρικόν, ἡ ἀπόφασις αὐτῆς, ὡς παρὰ
Κανόνας ἐκδοθεῖσα, εἶνε ἄκυρος πάντῃ,
δημιουργεῖ δὲ καὶ κανονικὰς
εὐθύνας.
Ἂν τὰ παραπτώματα τοῦ
Κληρικοῦ
αὐτοῦ δὲν
εἶνε κωλυτικὰ
τῆς ἱερωσύνης καὶ βραδύτερον μετανοήση
δι’ αὐτά, τότε ἡ μόνη δυναμένη νὰ
ἀποκαταστήση αὐτὸν εἶνε πάλιν ἡ
ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Οὐδέποτε
ἐπιτρέπεται ἐπέμβασις μίας Ὀρθοδόξου
ἐκκλησίας εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἑτέρας.
Ἄλλως,
ἐννοεῖται, ἔχει τὸ πρᾶγμα
ἅν μία Τοπικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
αἰτήσηται
παρ' ἄλλης ἤ
παρ' ἄλλων τὴν βοήθειαν αὐτῶν διὰ τὴν
λύσιν ἑνὸς ἐσωτερικοῦ
αὐτῆς ζητήματος. Τότε
δὲν πρόκειται περὶ αὐθαιρέτου
ἐπεμβάσεως, ἀλλὰ
περὶ ἀδελφικῆς συμπαραστάσεως.
Μόνον
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὡς ὑπερτάτη
Ἀρχή,
δύναται νὰ παρέμβη εἰς τὰ ἐσωτερικὰ
Τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ νὰ
ρυθμίσῃ
ταῦτα κατὰ
τὴν κρίσιν αὐτῆς. Δύναται π.χ. Κληρικὸς
μιᾶς Τοπικῆς
Ἐκκλησίας (καὶ μάλιστα Προκαθήμενος
αὐτῆς), φρονῶν ὅτι κατεδικάσθη ὑπὸ
τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ
ὅλως ἀδίκως καὶ παρὰ τοὺς Κανόνας,
νὰ καταφύγῃ
δι’ ἐκκλήσεως πρὸς τὰς ἄλλας Τοπικὰς
Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί, διεκτραγωδῶν
τὴν ἄδικον περιπέτειαν αὐτοῦ,
νὰ ζητήση ἀπόδοσιν δικαιοσύνης. Ἂν αἱ
ἄλλαι Ἐκκλησίαι εὕρωσι βάσιμα τὰ
παράπονα αὐτοῦ,
δύνανται νὰ φθάσωσιν
μέχρι συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου, ἥς
ἡ ἀπόφασις θὰ εἶνε
ὑποχρεωτικὴ δι’ ἅπαντας. Μονομερὴς
παρέμβασις μίας Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς
τὰ ἐσωτερικὰ ἄλλης εἶνε ἀπαράδεκτος.
Ταῦτα
πάντα, ἐννοεῖται, προκειμένου περὶ
Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν
Ὀρθοδόξων
καὶ οὐχὶ αἱρετικῶν.
Περὶ
σχισματικῶν
5.
Ἡ λέξις «ἄκυρον», προκειμένου περὶ
Μυστηρίων, ἄλλοτε μὲν χαρακτηρίζει τὰ
τελείως ἀνυπόστατα (ἤτοι ἀνύπαρκτα)
Μυστήρια καὶ ἄλλοτε τὰ ὑποστατὰ μέν,
ἀλλ’ ἀντικανονικῶς τελεσθέντα.
Ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐννοίας, ἥν
ἑκάστοτε δίδομεν εἰς
τὴν λέξιν «ἄκυρον».
6. «Ζηλωτὴς»
ἐπιστρέφων δύναται ἐπιεικῶς νὰ γένηται
δεκτὸς καὶ δι’ ἁπλῆς Ἐξομολογήσεως
ἐνώπιον
τοῦ
Πνευματικοῦ.
Ἂν εἶνε Κληρικός, θὰ ζητήση παρὰ τοῦ
Ἐπισκόπου τὴν ἀποκατάστασιν αὐτοῦ
διὰ τῆς κανονικῆς διαδικασίας. Ἡ
μεταβολὴ Παρατάξεων «κάθε τόσο» δεικνύει
προφανῶς ἀστάθειαν. Ἀτυχῶς
δὲ τοῦτο
εἶνε σύνηθες εἰς τοὺς Παλαιοημερολογίτας.
... 9.
Ἀγαθὰς
σχέσεις μετὰ «ζηλωτῶν» δυνάμεθα νὰ
ἔχωμεν. Μυστήρια
ὅμως ἐξ αὐτῶν δὲν εἶνε ἐπιτετραμμένον
νὰ λαμβάνωμεν. Ἂν ἔχουσιν
οὗτοι, ὡς γράφεις, κοινωνίαν μετὰ τῆς
Ἐκκλησίας ἡμῶν,
τότε μεταβάλλεται ἡ κατάστασις. Ὑπάρχουν
ὅμως «ζηλωταὶ» κοινωνοῦντες
μετὰ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας
;
Περὶ
αἱρετικῶν
... 12-13.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναμφιβόλως δὲν πρέπει
νὰ συμπροσεύχωνται ἤ
ἄλλως πως
νὰ ἔχουσιν
θρησκευτικὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν
αἱρετικῶν (Παπικῶν, Διαμαρτυρομένων
κ.λπ. ). (Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ προκειμένου
περὶ σχισματικῶν). Ἂν τὶς ὅμως
συμπροσεύχηται (ἤ
ἄλλως πως
κοινωνῆ) μεθ' αἱρετικῶν, εἶνε μὲν
παραβάτης τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ ἄξιος
ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν, δὲν εἶνε ὅμως
αὐτομάτως καὶ αἱρετικός. Ἐνδέχεται
νὰ πιστεύη Ὀρθοδόξως, νὰ ἀποδοκιμάζη
πάσαν ἐτεροδιδασκαλίαν, ἄλλα νὰ μὴ
θεωρῆ κακὸν τὰς μεθ' ἑτεροδόξων
θρησκευτικὰς
ἐπαφάς.Ὁ
τοιοῦτος
εἶνε, ἐπαναλαμβάνω, δεινὸς παραβάτης
τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἄλλα δὲν εἶνε
αἱρετικός.
Ἂν ὅμως δὲν ἀρκῆται
εἰς τοῦτο,
ἄλλα καὶ κηρύσση αἱρετικὰ φρονήματα,
τότε ἔχει ἄλλως τὸ πρᾶγμα.
Τότε εἶνε αἱρετικός. Αἱρετικὸς δὲ
εἶνε, ἐφ'
ὅσον κηρύσσει αἱρετικὰ φρονήματα,
ἔστω καὶ ἅν δὲν ἔχη οὐδεμίαν κοινωνίαν
μετ' ἄλλων αἱρετικῶν.
Ἀλλ’ οἱ
αἱρετικοὶ εἶνε δύο εἰδῶν: Ἐκεῖνοι,
τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία
ἐδίκασε καὶ κατεδίκασε καὶ ἀπέκοψε
ἐκ τοῦ
Σώματος αὐτῆς, καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποίοι
οὔτε κατεδικάσθησαν ἀκόμη ὑπὸ τῆς
Ἐκκλησίας
οὔτε ἐξῆλθον αὐτοβούλως ἐξ αὐτῆς,
ἀλλὰ
διατελοῦσιν
ἀκόμη ἐντὸς
τῆς
Ἐκκλησίας.
Μία τοιαύτη περίπτωσις εἶνε ἡ περίπτωσις
τοῦ
Πατριάρχου. Ὁ
Πατριάρχης Ἀθηναγόρας
ἔχει κηρύξει αἱρετικὰ φρονήματα. Οὔτε
κατεδικάσθη ὅμως εἰσέτι ὑπὸ τῆς
Ἐκκλησίας οὔτε ἀπεκήρυξεν αὐτὸς τὴν
Ἐκκλησίαν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῆς.
Παραμένει καὶ ἐνεργεῖ ἐντὸς
τῆς
Ἐκκλησίας.
Συνεπῶς εἶνε ἀκόμη
ἀγωγὸς Χάριτος. Τελεῖ Μυστήρια. Ἡμεῖς
τί δυνάμεθα νὰ πράξωμεν;
α΄)
Νὰ προσευχώμεθα ὑπὲρ ἀνανήψεως καὶ
μετανοίας αὐτοῦ.
β΄)
Νὰ διαμαρτυρώμεθα κατ' αὐτοῦ
καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα. Ἂν δὲ ἡ συνείδησις
τινος δὲν ἀνέχηται νὰ μνημονεύη τοῦ
ὀνόματος αὐτοῦ,
ἔχει τὸ δικαίωμα,
προβαίνων ἔτι περαιτέρω, νὰ παύση τὸ
μνημόσυνον αὐτοῦ,
συμφώνως τῷ ΙΕ΄
Κανόνι τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Τοῦτο
ὅμως εἶνε τὸ
ἔσχατον βῆμα, εἰς τὸ
ὁποῖον δύναται νὰ προχώρηση, ἅν θέλη
νὰ μὴ εὑρεθῆ εἰς σχίσματα καὶ εἰς
ἀνταρσίας. Παύων δηλαδὴ τὸ μνημόσυνον,
δὲν θὰ μνημονεύη ἑτέρου Ἐπισκόπου
(ἐκτὸς ἅν πιστεύη ὅτι ὅλη
ἡ Ἐκκλησία
ἡμῶν ἔπεσεν
εἰς αἵρεσιν!),
ἀλλὰ
θὰ ἀναμένη, ὡς προέγραψα, ἐν τῇ
«Ἐπιστολιμαίᾳ
Διατριβῇ»
μου, μετ' ἠρέμου συνειδήσεως τὴν κρίσιν
Συνόδου.
Ἕτερον
πρόβλημα: Οἱ παύοντες τὸ μνημόσυνον
πῶς θὰ φέρωνται πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας
μετὰ τοῦ
Πατριάρχου; Οἱ κοινωνοῦντες
μετὰ τοῦ
Πατριάρχου εἶνε δύο κατηγοριῶν: α΄)
Οἱ ὁμόφρονες αὐτῶ (ὡς ὁ
Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, ὁ
Χαλκηδόνος Μελίτων κ.λ.π. ) καὶ β΄)
οἱ μὴ συμφωνοῦντες
αὐτῶ (ὡς πάντες σχεδὸν οἱ Ἀρχιερεῖς
τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος). Ἔναντι τῶν πρώτων θὰ
φέρωνται ὅπως καὶ ἔναντί τοῦ
Πατριάρχου. Ἔναντι ὅμως τῶν δευτέρων,
ἔστω καὶ ἅν οὗτοι κοινωνοῦν
μετὰ τοῦ
Πατριάρχου ἤ
τῶν ἄλλων, δὲν δύνανται νὰ φέρωνται
ὁμοίως. Δὲν δύνανται δηλαδὴ νὰ φθάσουν
μέχρι παύσεως τοῦ
μνημόσυνου αὐτῶν. Δὲν ἐπιτρέπεται,
κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας, ἀποφυγὴ
τῆς μετ' αὐτῶν κοινωνίας. Οἱ Ἱεροὶ
Κανόνες παρέχουσιν
δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου τοῦ
αἱρετικὰς
διδασκαλίας κηρύσσοντος Ἐπισκόπου ἤ
Πατριάρχου, δὲν
παρέχουσιν
ὅμως δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου καὶ
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, Ὀρθόδοξοι ὄντες,
ἀνέχονται αὐτόν.
Μεγάλη προσοχὴ
εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο!
Ὀφείλομεν νὰ διακρίνωμεν μεταξὺ τῶν
δύο καταστάσεων: Ἄλλο ὁ κηρύσσων
αἱρετικὰ φρονήματα καὶ ἄλλο ὁ
Ὀρθοδόξως φρονῶν καὶ διδάσκων, ἀλλὰ,
κατ' οἰκονομίαν, ἀνεχόμενος τὸν πρῶτον
καὶ κοινωνῶν μετ' αὐτοῦ.
Ἐπίσης:
Ἄλλο ὁ
κηρύσσων μὲν αἱρετικὰ φρονήματα, ἀλλὰ
μὴ ἐξελθῶν ἐκ τῆς
Ἐκκλησίας, μηδὲ ἀποκοπεὶς
ὑπ'
αὐτῆς, καὶ ἄλλο ὁ ἐξελθὼν
αὐτοβούλως ἐκ τῆς Ἐκκλησίας
(καὶ ἱδρύσας ἰδίαν «Ἐκκλησίαν» ἤ
προσχωρήσας εἰς ἑτέραν τοιαύτην,
αἱρετικὴν ἤ
σχισματικήν), ἤ
ἀποκοπεὶς
ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας,
κατόπιν δίκης καὶ καταδίκης. Μετὰ τοῦ
δευτέρου πᾶς Ὀρθόδοξος ὀφείλει
νὰ μὴ ἔχη οὐδεμίαν κοινωνίαν ·
ἡ μετὰ τοῦ
πρώτου ὅμως κοινωνία (μέχρι τῆς καταδίκης
αὐτοῦ)
ἀφίεται ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων εἰς
τὴν ἐλευθέραν κρίσιν ἑκάστου Ὀρθοδόξου
πιστοῦ.
Ἔχομεν
δηλαδὴ δικαίωμα,
παρεχόμενον ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων,
νὰ παύσωμεν τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ,
δὲν εἴμεθα ὅμως ὑποχρεωμένοι νὰ
πράξωμεν οὕτω. Κατ' ἀκολουθίαν, ἅν τις,
χρησιμοποιῶν τὸ δικαίωμα αὐτοῦ,
παύσῃ τὸ
μνημόσυνον, καλῶς ποιεῖ καὶ δὲν πρέπει
νὰ ἐλέγχηται ὑπὸ τῶν ἄλλων ·
ἄν ἕτερος, σταθμίζων
διαφόρους παράγοντας, κρίνῃ
ὅτι δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιήσῃ
τὸ κανονικὸν δικαίωμα αὐτοῦ,
ἀλλὰ
νὰ ἀναμένῃ
τὴν «Συνοδικὴν διάγνωσιν», δὲν εἶνε
ἀξιόμεμπτος, οὔτε, πολλῶ μᾶλλον, ἄξιος
ἀκοινωνησίας! Ἐν τῷ σημείω τούτω
δύναταί
τις νὰ
ἐφαρμόσῃ,
προσηρμοσμένους πως,
τοὺς λόγους τοῦ
Παύλου: «Ὁ μνημονεύων τὸν μὴ μνημονεύοντα
μὴ ἐξουθενείτω καὶ «ὁ μὴ μνημονεύων
τὸν μνημονεύοντα μὴ κρινέτω» (βλέπε
Ρωμαίους Ιδ΄
3).
Τότε,
θὰ εἴπης, ποῖον τὸ κέρδος ἡμῶν
ἐκ τῆς ἀποφυγῆς του μνημοσύνου τοῦ
Πατριάρχου, ἀφοῦ
θὰ ἔχωμεν κοινωνίαν μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου
Δρυϊνουπόλεως π. χ. , ὁ ὁποῖος μνημονεύει
τοῦ
Πατριάρχου; Δὲν μολυνόμεθα οὕτω,
κοινωνοῦντες
ἐμμέσως τῷ κηρύσσοντι αἱρετικὰ
φρονήματα;
Ἀλλ’
ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, «πρὸ Συνοδικῆς
διαγνώσεως» καὶ καταδίκης, δὲν ἔχει
τὴν ἔννοιαν ἀποφυγῆς μολυσμοῦ
ἐκ τῆς
κηρυττομένης αἱρέσεως! Ὄχι, ἀδελφέ
μου! Ἂν εἶχεν αὐτὴν τὴν ἔννοιαν, τότε
οἱ Κανόνες δὲν θὰ παρεῖχον ἁπλῶς
δικαίωμα παύσεως
μνημόσυνου δι’ αἵρεσιν «πρὸ Συνοδικῆς
διαγνώσεως», ἀλλά θὰ ἐθέσπιζον ρητὴν
καὶ σαφῆ ὑποχρέωσιν
μετ' ἀπειλῆς
βαρυτάτων
ποινῶν ἐν ἐναντίᾳ
περιπτώσει.
Ἡ
διακοπὴ μνημόσυνου δι’ αἵρεσιν «πρὸ
Συνοδικῆς διαγνώσεως» ἔχει ἄλλην
ἔννοιαν. Ἀποτελεῖ ἔντονον, ἄλλα καὶ
ἐσχάτην διαμαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου
συνειδήσεως, παρέχει μίαν διέξοδον διὰ
τοὺς σκανδαλιζομένους, ἅμα δὲ καὶ
σκοπεῖ εἰς τὴν δημιουργίαν ἀναταραχῆς,
ὥστε ἡ Ἐκκλησία
νὰ ἐπισπεύσῃ
τὴν ἐκκαθάρισιν τῆς καταστάσεως.
Δὲν
ὑπάρχει κίνδυνος νά... μολυνθῶμεν, οὔτε
μνημονεύοντες τοῦ
Πατριάρχου
(ἐφ' ὅσον ἀκόμη δὲν
κατεδικάσθη),
οὔτε, πολλῶ
μᾶλλον,
δεχόμενοι εἰς κοινωνίαν τοὺς
μνημονεύοντας
αὐτοῦ.
Τὰ
ἀντιθέτως
λεγόμενα εἶνε ἀνόητοι «ζηλωτισμοί».
Ὁ
ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων δὲν ἐμολύνθη
καίτοι ἔλαβε χειροτονίαν
ἐπισκοπικὴν παρὰ τοῦ Μητροπολίτου
Καισαρείας Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος ἦτο μὲν
δεδηλωμένος ἀρειανὸς
(καὶ
μάλιστα ἀρχηγὸς
μίας
μερίδος τῶν ἀρειανῶν),
ἀλλ’ ἀκόμη διετέλει καὶ ἐνήργει ἐντὸς
τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος
Ἀνατόλιος
ἐχειροτονήθη καὶ αὐτὸς Ἐπίσκοπος
(καὶ μάλιστα Πατριάρχης Κων/πόλεως)
παρὰ τοῦ
Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, ὁ
ὁποῖος ἦτο
μὲν μονοφυσίτης
καὶ
μέγας προστάτης τοῦ
αἱρεσιάρχου Εὐτυχοῦς,
ἀλλὰ δὲν εἶχεν ἀκόμη καταδικασθῆ
ὑπὸ τῆς Δ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἂν λοιπὸν δὲν
μολύνη οὐδ'
αὐτὴ
ἡ χειροτονία
παρ' Ἐπισκόπων, κηρυσσόντων μὲν αἱρετικὰ
φρονήματα, ἀλλὰ μήπω
Συνοδικῶς καταδικασθέντων,
παραμενόντων δ' ἀκόμη ἐντὸς
τῆς
Ἐκκλησίας, πολλῷ μᾶλλον δὲν μολύνει
τὸ μνημόσυνον αὐτῶν καὶ ἀκόμη
περισσότερον δὲν μολύνει ἡ κοινωνία
μετὰ προσώπων ἀνεχομένων οἰκονομικῶς
αὐτοὺς καὶ διατηρούντων τὸ μνημόσυνον
αὐτῶν.
...
Πρόσχωμεν! Ἐν ταπεινώσει, ἐν προσευχῇ,
ἐν νηστεία, ἐν κατανύξει, ζητήσωμεν
παρὰ τοῦ
Κυρίου φωτισμὸν πῶς δεῖ ἡμᾶς
περιπατῆσαι ἐν τοῖς ἐπερχομένοις.
Διπλοῦς ὁ
κίνδυνος τῆς Ἐκκλησίας : Ἔνθεν ὁ
σατανοκίνητος Οἰκουμενισμὸς καὶ
ἐκεῖθεν ὁ ψυχώλεθρος Φανατισμός,
ὁ ὁδηγῶν
τελικῶς εἰς φρικαλέας βλασφημίας καὶ
αἱρέσεις καὶ ἐπισκοτίζων τὴν ἀλήθειαν.
Φοβηθῶμεν
ἀμφότερα καὶ ἀμφότερα φύγωμεν. Οὐκ
ἐκκλινοῦμεν
οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Μέσῃ καὶ
βασιλικῇ ὁδῷ
πορευσόμεθα. Αὕτη
δ' ἐστίν ἡ τῆς ἀκηράτου Ὀρθοδοξίας
ὁδός, ἥτις
καὶ ἀκριβείας φύλαξιν οἶδε καὶ
οἰκονομίας ἐπίδειξιν οὐκ ἀγνοεῖ.
Χαῖρε,
ἀδελφέ. Καὶ πάλιν ἐρῶ, χαῖρε! Χαῖρε,
ἐν μέσω πάσης θλίψεως καὶ πάσης ὁδύνης.
Ἰησοῦς
γὰρ «παρεδόθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν
καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν»
(Ρωμαίους Δ΄
25).
Δεήθητε δὲ πάντες ἐκτενῶς καὶ
ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ἀθλιότητος, ὅτι ἐν
ποικίλῳ
ἀγῶνί εἰμι. Ἐν παντὶ θλίβομαι. «Ἔξωθεν
μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β΄ Κορινθίους Ζ΄
5. Ἴδε ἑρμηνείαν Π. Τρεμπέλα).
Πρόθυμος
πάντοτε διὰ πᾶσαν
ἐξυπηρέτησιν καὶ ἐπικαλούμενος πάντων
ὑμῶν τὰς εὐχάς, διατελῶ μετὰ βαθείας
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
τῷ Κυρίῳ ἡμῶν
ἀγάπης καὶ τιμῆς”.
Υ.Γ.: Οἱ σημειώσεις μὲ κόκκινο χρῶμα εἶναι τοῦ blog.