Ἀπολυτίκιον Γενεθλίου Θεοτόκου
(8/9)
Ἦχος Δ΄
Ἡ Γέννησίς σου Θεοτόκε,
χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ·
ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεός ἡμῶν ·
καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν·
καὶ καταργήσας τὸν θάνατον,
ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.
***
ΑΕΤΟΙ
Ξεκινᾶμε μὲ φλόγα καὶ θάρρος
κι ἀνεβαίνουμε πάντα ψηλά.
Τῆς ψυχῆς μας θὰ λάμψει ὁ φάρος
σὰν βρεθοῦμε στὰ ὕψη παιδιά.
Ἀετοί, ἀετοί, πᾶμε, πᾶμε
ζητῶντας τὸ φῶς,
τὸ φῶς, τὴ χαρά,
ποὺ ‘ναι ὁ Χριστός.
Ταχυδρόμοι Χριστοῦ ξεκινᾶμε
μ’ Ἀποστόλων τὴν ἅγια φωτιά,
ἡλιαχτίδες ἐλπίδος σκορπᾶμε
στοὺς ἀνθρώπους μὲ δίχως χαρά.
Ἀετοί, ἀετοί, πᾶμε, πᾶμε,
σκορπῶντας τὸ φῶς,
τὸ φῶς τὴ χαρά,
πού ‘ναι ὁ Χριστός.
Ἀδέλφια ὁ Χριστὸς ἄς εἶναι ὁδηγός.
***
ΕΜΠΡΟΣ ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ
Ἐμπρὸς παιδιά, μὲ μιὰ καρδιά πρὸς τὴ νίκη
ὅσοι γευθήκαμε τὴ λύτρωση
καὶ τώρα ἐλεύθεροι , μὲ τὸν Χριστὸ μαζὶ
νὰ ξαναρχίσουμε μιὰ νέα ζωή.
ΕΠΩΔΟΣ
Μὲ τὸ βλέμμμα στραμμένο
στοῦ Χριστοῦ τὴ μορφὴ
πλημμυρίζει ἡ καρδιά μας’
ἀπ’ ἀγάπη ἁγνή.
Μέσ’ τὴ ζωὴ πόνος παντοῦ καὶ κατήφεια
μᾶς ἔχουν σκλάβους τους καὶ μᾶς κρατοῦν
κι’ ὅλο γυρεύουμε κάπου ν’ ἀνέβουμε
ὥσπου νὰ φθάσουμε στὴν ξαστεριά.
ΕΠΩΔΟΣ
Μὲ τὸ βλέμμα....
Μὰ νὰ τὸ Φῶς τῆς Βηθλεὲμ ποὺ χαράζει
καὶ φέγγει ὁλόλαμπρο στὸ Γολγοθᾶ
κι’ ὅλο γυρεύουμε κάπου ν’ ἀνέβουμε
ὥσπου νὰ φθάσουμε στὴν ξαστεριά.
***
ΤΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ
Στὴν Ἁγια-Σοφιὰ ἀγνάντια βλέπω τὰ εὐζωνάκια (δίς)
μέσ’ τοὺς ἥλιους μαυρισμένα
τὰ εὐζωνάκια τὰ καημένα.
Κλέφτικο χορὸ χορεύουν
καὶ τ’ ἀντίπερ’ ἀγναντεύουν.
Κι ἀγναντεύοντας τὴν Πόλη
τραγουδοῦν καὶ λένε. (δίς)
Πάλι θὰ γενοῦν δικὰ μας
νὰ ἡ μεγάλη Ἐκκλησιά μας.
Τοῦτ’ εἶναι οἱ χρυσοῖ της θόλοι
ἄχ κατακαημένη Πόλη.
Στὴν Κυρὰ τὴ Δέσποινά μας
πὲς νὰ μὴ λυπᾶται,(δίς)
στὶς εἰκόνες νὰ μὴ κλαῖνε
τὰ εὐζωνάκια μας τὸ λένε.(δὶς)
Κι ὁ παπᾶς ποὺ ‘ναι κρυμμένος μέσ’ τὸ Ἅγιο Βῆμα (δίς)
τὰ εὐζωνάκια δὲν θ’ ἀργήσει
νὰ ‘ βγει νὰ τὰ κοινωνήσει.
Καὶ σὲ λίγο βγαίνουν τ’ ἅγια
μὲσα σὲ μυρτιὲς καὶ βάγια.
***
ΣΥΜΨΥΧΟΙ
Ἕνα ποτάμι ποὺ κυλάει,
ποτάμι αἰώνιο, ἀτέλειωτο
εἶν’ ὁ λαός Σου ποὺ περνάει τὴν ἔρημο.
Κάθε στιγμὴ σὲ κάθε ὥρα
στρατιὲς ἱερὲς οἱ μάρτυρες
κι ὅλο σιμώνουμε τὴ χώρα τῆς Χάριτος.
Κι εἶσαι Χριστέ μου, Ἐσὺ ἡ βροχή,
κι ἐμεῖς σταγόνες πάνω στὴ γῆ,
πάρε τὶς στάλες κάν’ τες πηγή,
κάν’ τὸ ποτάμι μεγάλο, βαθύ. (δίς ὅλο)
Τὰ χέρια ποὺ’ ναι ὑψωμένα,
τὰ χέρια ποὺ προσεύχονται
κάν’ τα ἑνωμένα ἁγιοκέρια στὸν οὐρανό,
κάνε οἱ πολλοὶ νὰ γίνουμ’ ἕνα
τὸ ἕν φρονοῦντες σύμψυχοι
ὥριμα στάχυα, ζυμωμένα, ψωμὶ ἱερό.
Μία ἡ ἀλήθεια, μία ἡ φωτιὰ
ἕνα τὸ πνεῦμα, μία ἡ καρδιὰ
ἕνα τραπέζι, μία ἡ χαρὰ
κι ἐμεῖς ἀδέλφια
στὴ θεία ἀγκαλιά.
Μία ἡ ἀλήθεια, μία ἡ φωτιὰ
ἕνα τὸ πνεῦμα μία ἡ καρδιὰ
ἕνας Πατέρας, κι ἐμεῖς παιδιὰ
κι ὅλοι ἀδέλφια
στὴ θεία ἀγκαλιά.
***
ΜΑΧΗΤΗΣ
Μές στὰ σκοτάδια τῆς ζωῆς
παραμονεύουν οἱ ἐχθροὶ
γιὰ νὰ σοῦ πάρουν τὴν ψυχὴ
πάλεψε, μὴν παραδοθεῖς ...
Πάλεψε, γίνε μαχητὴς
μὴ σταματᾶς οὔτε στιγμὴ
εἶναι πολλοὶ οἱ θησαυροὶ
ποὺ κρύβεις μέσα στὴν ψυχή...
ΕΠΩΔΟΣ
Τὸ αἷμα ποὺ θὰ δίνεις
ποτίζει μιὰ ζωὴ
ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀνθίζει
καὶ δὲν θὰ μαραθεῖ.
Πὲς τὸ «μολὼν λαβέ»
καὶ θὰ σὲ καρτερεῖ
ὁ Κύριος νὰ σοῦ δώσει
στεφάνι, μαχητή...
(Δύο φορές ὄλο)
Κι ἐκεῖ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς
ἡ μάχη μαίνεται σκληρὴ
εἶναι πολλοὶ οἱ πειρασμοὶ
πάλεψε δὲν θὰ νικηθεῖς...
Πάλεψε, γίνε μαχητὴς
μὰ κι ἄν ὁ θάνατος σὲ βρεῖ
ὁ θάνατος θὰ ΄ν’ ἡ ἀρχὴ
τὸ τέλος σου εἶναι ἡ ζωή...
ΕΠΩΔΟΣ (δύο φορές)
Τὸ αἷμα ποὺ θὰ δίνεις ....
***
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ
ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ
Ἦχος Δ΄
Ὠδαῖς εὐφημήσωμεν τὸν εὐκλεῶς τοῖς χοροῖς
Μαρτύρων ἐμπρέψαντα, θυτῶν τε καὶ ἀσκητῶν,
Κοσμᾶν τὸν ἀοίδιμον,
σὴμερον συνελθόντες τῇ σεπτῇ αὐτοῦ μνήμῃ·
νέμει γὰρ τὰς ἰάσεις τοῖς πιστῶς προσιοῦσιν,
ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Χριστὸν
ὡς Ἰσαπόστολος
***
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Τοῦ Χριστοῦ οἱ στρατιῶτες
μὲ χαρὰ βαδίστε μπρός,
στὸν ἀγῶνα πάντα πρῶτοι
κι ἀρχηγός μας ὁ Χριστός.
ΕΠΩΔΟΣ
Μὲ χαρὰ θ’ ἀγωνιστοῦμε (2)
μέχρι τέ - μέχρι τέλους τῆς ζωῆς - ζωῆς
πειρασμοὺς μὴ φοβηθοῦμε -θοῦμε
βοηθὸς ὁ Λυτρωτής.
Θὰ νική - θὰ νική - θὰ νικήσουμε παντοῦ (2)
διὰ τοῦ Χριστοῦ μας μόνον - μόνον
θὰ νικήσουμε παντοῦ.
Ὅπλα μας θὰ εἶν’ ἡ ἀγάπη
καὶ ἡ πίστη στὸ Χριστὸ
κι ἡ καρδιὰ πάντα δροσάτη
σὰν λουλούδι εὐωδιαστό.
ΕΠΩΔΟΣ
Μὲ χαρὰ θ’ ἀγωνιστοῦμε (2) ...