Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 17ῃ Ὀκτωβρίου 2011
Ἀριθ. Πρωτ. 101
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 152α
ΘΕΜΑ: Ἀθάνατο τὸ Ἔπος τοῦ 1940 - 41
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Ὅταν τὸ πρωϊνὸ τῆς Δευτέρας, 28ης Ὀκτωβρίου 1940, ἀκούστηκαν οἱ σειρῆνες τοῦ πολέμου, ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς ξεχύθηκε στοὺς δρόμους σὰν νὰ ἄρχιζε κάποιο πανηγύρι. Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ τραγουδοῦσαν πατριωτικὰ τραγούδια καὶ κατευόδωναν τοὺς στρατιῶτες μας, ποὺ «μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη» τραβοῦσαν γιὰ τὸ Μέτωπο, ἀπ’ ὅπου ἤδη οἱ Ἰταλοὶ ἐπιδρομεῖς εἶχαν εἰσβάλει στὴν Χώρα μας. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, χωρὶς κανένα ἴχνος φόβου, ἔμοιαζαν σὰν νἄτανε μεθυσμένοι γιὰ τὶς νῖκες τοῦ Στρατοῦ μας, ποὺ τὶς μάντευαν καὶ τὶς περίμεναν. Γινόταν αὐτὸ ποὺ εἶχε πῆ ὁ ἐθνικός μας ποιητής, ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς : «Αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλο κανένα. Μεθῦστε μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα».
Ναί ! Μ’ ἐκεῖνο τὸ κρασὶ τῆς ἀθάνατης λεβεντιᾶς τοῦ Εἰκοσιένα εἶχαν μεθύσει οἱ Ἕλληνες τοῦ 1940. Γιατί, χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τοὺς κομπασμοὺς τοῦ Μουσολίνι, χωρὶς νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψη τους τὴν ὑπεροπλία καὶ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ τῶν Ἰταλῶν στρατιωτῶν. Καί, κυρίως, χωρὶς νὰ πτοηθοῦν ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τοῦ αἰφνιδιασμοῦ, εἶπαν τὸν λόγο τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ πρὸς τὸν Ἰταλὸ πρεσβευτή, τὸν Γκράτσι, ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκε στὸ σπίτι του, στὶς 3 μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ξημερώνοντας ἡ 28η Ὀκτωβρίου 1940 : «Λοιπόν, ἔχουμε πόλεμο». Αὐτὴ ἡ φράση ἦταν τὸ θρυλικὸ «ΟΧΙ», ποὺ τὸ ἐπανέλαβαν κατόπιν οἱ Στρατιῶτες μας καὶ σύσσωμος ὁ Ἑλληνικὸς Λαός.
-Β-
Αὐτὸ τὸ «ΟΧΙ» τὸ ἐξέφραζε περίφημα μὲ τὴν δυνατὴ πέννα του ὁ τότε κορυφαῖος ἀρθρογράφος καὶ διευθυντὴς τῆς Ἐφημερίδος «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ἀείμνηστος Γεώργιος Βλάχος. Σὲ ἄρθρο του, λοιπόν, ποὺ δημοσιεύθηκε στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1940 στὴν ἐν λόγῳ ἐφημερίδα καὶ μὲ τίτλο «τὸ στιλέτον», ἐτόνιζε καὶ αὐτά : «...Διατὶ πρὶν ἐδῶ κινηθῇ πρὸς τὸν πρωθυπουργικὸν οἶκον ὁ φαιδρότατος ἀντιπρόσωπός των καὶ κινηθῇ εἰς τὴν Ἤπειρον ὁ στρατὸς των, δὲν ἔρριπταν (οἱ Ἰταλοί) ἕνα πρόχειρον βλέμμα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν ; ... Πότε ἡ Ἑλλὰς παρεδόθη ἀμαχητί ; Πότε ἐνικήθη πρὶν ποτίσῃ τὸ χῶμα της μὲ τὴν τελευταίαν ρανίδα τοῦ αἵματός της ; Εἰς ποίαν στιγμὴν ἔκαμε λογαριασμοὺς τῶν δυνάμεών της πρὸς τὰς δυνάμεις τοῦ ἀντιπάλου της, διὰ νὰ μάθῃ ἔπειτα ἄν ἔχῃ τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερασπίσῃ τὴν τιμήν της ; ... Φάρος λαμπροτάτου φωτὸς ἡ Ἑλλὰς καταυγάσασα τοὺς αἰῶνας, ἔδωσεν εἰς ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα ὄχι μόνον τὴν ζωήν, τὸ φῶς, τὸν πολιτισμόν, τὰ γράμματα καὶ τὰς τέχνας, ἀλλὰ καὶ τὸ παράδειγμα τῆς αὐτοθυσίας καὶ τοῦ ἡρωϊσμοῦ... Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρεῖς ἀπὸ τὸν φόρτον τόσων θρύλων καὶ τόσων παραδόσεων, πῶς μᾶς ἐφαντάσθησαν τώρα (οἱ Ἰταλοί) κύπτοντας ἐμπρὸς εἰς τὰ κατάστιχα τῶν πετρελαίων καὶ τῆς βενζίνης καὶ τῶν μηχανοκινήτων μονάδων καὶ ἀποφασίζοντας νὰ παραδώσωμεν τὴν Ἱστορίαν μας εἰς τοὺς ἀριθμούς, καὶ εἰς τὰ πετρέλαια τὴν τιμήν μας ; ... ΘΑ ΑΠΟΘΑΝΩΜΕΝ ΟΛΟΙ. Διότι... ἐκεῖ εἰς τὴν γωνίαν ὅπου ἠλπίζαμεν ὅτι δὲν θὰ μᾶς φθάσουν αἱ σφαῖραι καὶ τὰ θραύσματα τῶν ὀβίδων (τῆς πολεμικῆς συρράξεως ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν Εὐρώπη), παρουσιάσθη ἐξαφνικὰ τὸ στιλέτον. Θὰ τὸ ὑποδεχθῶμεν - τὸ ὑπεδέχθημεν ἤδη - μὲ τὸ μέτωπον ὑψηλά, μὲ τὸ στῆθος προτεταμένον, μὲ τὰς χεῖρας ἐνόπλους, μὲ κάτι ἀνώτερον ἀπὸ τὸν χάλυβα, τὰ ἀεροπλάνα καὶ τὸ πετρέλαιον. Μὲ τὸ θάρρος καὶ μὲ τὰ πτερὰ τῆς ψυχῆς. Θὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι... Καὶ ἄν οἱ Ἰταλοὶ κατορθώσουν νὰ νικήσουν ἕνα Λαόν, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποφασίσει νὰ ἀποθάνῃ, ἔ, τότε, θὰ εἶναι ἡ ἀπὸ αἰώνων πρώτη μεγάλη καὶ παράδοξος νίκη των. Ἀλλ΄ αὐτὸ δὲν θὰ συμβῇ. Ἡ Ἑλλὰς θὰ νικήσῃ, θὰ νικήσῃ ἡ αὐτοθυσία, τὸ θάρρος, ἡ Ἰδέα - καὶ τὸ στιλέτον θὰ ἡττηθῇ». (Γ. Α. Βλάχου : Ἄρθρα τοῦ Πολέμου 1940-41, Ἀετὸς Α.Ε. Ἀθῆναι 1945, σελ. 5-6).
-Γ-
Ὅμως, ἡ ἀγαπημένη μας Πατρίδα, πέρα ἀπὸ τὴν αὐτοθυσία καὶ τὸ θάρρος τοῦ Στρατοῦ καὶ τοῦ Λαοῦ μας, εἶχε γερὸ ἀντιστύλι τὴν Πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν Παναγία, τὴν Ὕπέρμαχο τοῦ Ἔθνους μας Στρατηγό. Γιατί, ὅταν τὸν Δεκαπενταύγουστο τοῦ 1940 ἰταλικὸ ὑποβρύχιο ἐβύθιζε τὸ εὔδρομο «ΕΛΛΗ» στὸ λιμάνι τῆς Τήνου, ὅπου βρισκόταν γιὰ ν’ ἀποδώσῃ τιμὲς στὴν γιορτὴ τῆς Θεομήτορος, ὁ Λαός μας εἶχε ἀκράδαντη τὴν πεποίθηση, ὅτι ἡ Θεοτόκος θὰ ἐκδικήσῃ τὴν πρωτοφανῆ ἐκείνη βεβήλωση. Καὶ παρὰ τὸ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση γιὰ λόγους σκοπιμότητος δήλωσε ὅτι «ἀγνώστου ἐθνικότητος» ὑποβρύχιο ἔπληξε τὴν «ΕΛΛΗ», ἡ διαίσθηση τοῦ Λαοῦ ἐγνώριζε τὸν θρασύδειλο δολοφόνο ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή. Ἔτσι, ὅταν στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940 ἄρχισε ὁ Ἑλληνοϊταλικὸς Πόλεμος, οἱ Ἕλληνες ξεπροβόδιζαν τοὺς στρατιῶτες μας μὲ τὴν θερμὴ εὐχή : «Νικηταὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Παναγίας». Καὶ εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ εὐχή, ποὺ γράφτηκε σὰν ἀφιέρωση πίσω ἀπὸ τὶς μικρὲς εἰκόνες τῆς Μεγαλόχαρης ἀπὸ τὸν Μεγάλο ἐκεῖνο Πρωθιεράρχη, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρύσανθο τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος, τὶς ὁποῖες εἰκόνες εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ προσφερθοῦν σὲ ὅλα τὰ μαχόμενα παιδιὰ τῆς Πατρίδος μας: «Νικηταὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Παναγίας».
-Δ-
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν βοήθειαν τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἄς ἀκούσουμε πῶς τὴν περιγράφει, πάλι μὲ τὴν δυνατὴ πέννα του, ὁ Γεώργιος Βλάχος, ὁ διευθυντὴς καὶ ἀρθρογράφος τῆς «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ», μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κορυτσᾶς : «Ἐκεῖ, εἰς τὸ μακρυνὸ νησὶ τοῦ Αἰγαίου (στὴν Τῆνο) ἐπιστρέφει τώρα ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός. Ἡ θύρα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κλειστή. Τὰ κανδήλια φωτίζουν μὲ τὸ ὠχρό τους φῶς τὴν εἰκόνα, καὶ γύρω λάμπουν ἀσημένια, χρυσᾶ, ἀδαμαντοκόλλητα τὰ ἀναθήματα τῶν πιστῶν. Ἡ θύρα εἶναι κλειστὴ καὶ ἡ Παναγία περνᾷ. Θὰ σταθῇ ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἱερόν, νὰ ζητήσῃ τὴν προστασίαν τῶν Οὐρανῶν διὰ τοὺς νεκρούς, διὰ τὰ ὀρφανὰ τοῦ πολέμου. Θὰ ὑψώσῃ τὰ χέρια Της διὰ νὰ ἁπαλύνῃ τῶν τραυμάτων τοὺς πόνους, μὲ τὸ μειδίαμά της θὰ στειρεύσῃ τὰ δάκρυα, μὲ τὸ βλέμμα της θὰ παρηγορήσῃ. Καὶ ἔπειτα θὰ καθήσῃ κατάκοπος : Εἶχεν αὐτές τὶς ἡμέρες δουλειά, πολλὴ δουλειὰ ἡ Παναγία ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου...» (Γ.Α. Βλάχου ὅ.π. σελ. 57).
-Ε-
Ναί, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί ! Αὐτὸ εἶναι σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τὸ θαῦμα τοῦ 1940-41, ποὺ εἶχε δύο ἀρχές : Τὴν αὐτοθυσία καὶ τὸν ἡρωϊσμὸ τοῦ Στρατοῦ μας, καθὼς καὶ τὴν Πίστη τὴν ἀκλόνητη στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν προστασία τῆς Παναγίας, τῆς Ἡγεσίας - Πολιτειακῆς, Πολιτικῆς, Στρατιωτικῆς καὶ Ἐκκλησιαστικῆς. Μᾶς χρειάζονται καὶ σήμερα αὐτὰ τὰ ἰδανικά, σὲ καιροὺς ποὺ ὁ ἀμοραλισμὸς καὶ ἡ ἀδίστακτη κερδοσκοπία ἔχουν ἀρχίσει ἀδίστακτα τὴν προσπάθειά τους νὰ συντρίψουν ὅ,τι κράτησε ὄρθιο τὸν μικρὸ μὲν σὲ ἔκταση, ἀλλὰ κατάφορτο ἀπὸ δόξα αὐτὸν τὸν τόπο. Κρατᾶτε, λοιπόν, τὰ ἰδανικὰ τοῦ Ἔπους τοῦ 1940-41. Ψηλὰ οἱ καρδιές. Μὴ φοβᾶστε τὶς δυσκολίες τῶν καιρῶν καὶ μὴ ἀποκάμνετε. Ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐξαγάγῃ «εἰς ἀναψυχήν», ὅπως τότε, ὅπως πάντα.
Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους, ἅγια καὶ ἀγωνιστικά.
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ