Νύκτα Ἀναστάσεως 2012
Ἐν τῷ Ἱερῷ Ἐπισκοπείῳ
Ἀριθ. Πρωτ. 19
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 155η
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
-Α-
Δὲν εἶχε ἀκόμη φέξει καλά. Καὶ μέσα στὸ μισοσκόταδο μερικὲς γυναικεῖες μορφὲς γοργοδιάβαιναν τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ κι’ ἀνηφόριζαν πρὸς τὸν λόφο τοῦ Γολγοθᾶ. Γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ ἦταν ὁ κῆπος τοῦ σπουδαίου ἐκείνου βουλευτοῦ, τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὅπου τὸ ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς εἶχαν βιαστικὰ ἐνταφιάσει τὸν Ἰησοῦ, στὸ καινούργιο μνημεῖο τοῦ Ἰωσήφ, «ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη» (Ἰωάν. ιθ΄ 41), στὸ ὁποῖο μέχρι τότε κανεὶς δὲν εἶχε ἐνταφιασθῆ. Καὶ νὰ τώρα, ξημερώματα τῆς Κυριακῆς, οἱ γυναῖκες ἐρχόντουσαν νὰ ἀλείψουν μὲ πολύτιμα ἀρώματα τὸ νεκρὸ Σῶμα τοῦ λατρευτοῦ τους Διδασκάλου. Ἕνα πρόβλημα εἶχαν μόνο : «τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου ;» (Μάρκ. ιστ΄ 3). Δηλαδή, ποιὸς θὰ παραμερίσῃ τὴν βαρειὰ πέτρινη πλάκα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ μποῦμε μέσα καὶ νὰ ἀρωματίσουμε τὸν Ἰησοῦ ;
Οἱ Μυροφόρες, βέβαια, δὲν ἐγνώριζαν ὅτι στὸν Τάφο εἶχε ἐγκατασταθῆ στρατιωτικὴ φρουρά, ὅπως τὸ εἶχαν ζητήσει ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἐπειδὴ φοβόντουσαν μήπως οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ κλέψουν τὸ Σῶμα Του «καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης» (Ματθ. κζ΄ 64). Καὶ θὰ εἶναι ἡ τελευταία αὐτὴ πλάνη τοῦ λαοῦ, ὅτι τάχα ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς, χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ποὺ τὸν πίστεψαν σὰν Μεσσία, Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή.
-Β-
Ὅταν, ὅμως, ἔφθασαν στὸν Τάφο δὲν ὑπῆρχε ἡ φρουρά. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχε σημειωθῆ ἰσχυρὸς σεισμός. Ἀπὸ τὸν φόβο δὲ ποὺ προκάλεσε, οἱ φρουροὶ ἔγιναν σὰν νεκροί. Κι’ ὅταν συνῆλθαν ἔφυγαν καὶ ἐγνωστοποίησαν στοὺς ἀρχιερεῖς ὅσα εἶχαν γίνει. Ὅτι, δηλαδή, ὁ τάφος εἶχε ἀνοίξει καὶ ὁ νεκρὸς δὲν βρισκόταν μέσα. Οἱ ἀρχιερεῖς τοὺς συμβούλεψαν νὰ διαδώσουν ὅτι οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ ἔκλεψαν τὸ Σῶμα Του ἐνῷ ἐμεῖς ἐκοιμόμασταν. Τοὺς ἔδωσαν, μάλιστα, καὶ ἀρκετὰ χρήματα καὶ τοὺς καθησύχασαν, πὼς ἄν τὸ μάθῃ ὁ Πιλᾶτος, ἐμεῖς θὰ τὸν πείσουμε ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα καὶ θὰ σᾶς ἀπαλλάξουμε ἀπὸ κάθε ἀνησυχία. Τὸ χρῆμα, ἡ δωροδοκία καὶ τὸ ψέμα εἶναι οἱ συνηθισμένες μέθοδοι τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ διαιωνίζουν τὴν ἀπιστία τους ἀπὸ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας.
-Γ-
Ἀλλὰ ἐνῷ τὸ ψέμα τῆς δῆθεν κλοπῆς τοῦ Σώματος τοῦ Ἰησοῦ κυκλοφοροῦσε καὶ πολλοὶ τὸ ἐπίστευαν, ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ διαγράφῃ τὴν θριαμβευτική του πορεία στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, ὅπως τόσο παραστατικὰ τὸ λέει ὁ Ἴδιος στὸ θεόπνευστο βιβλίο τῆς «Ἀποκαλύψεως»: «ἐγὼ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. α΄ 17-18) : Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος, διότι ὑπάρχω ἀϊδίως, καὶ ὁ ἔσχατος, διότι θὰ εἶμαι πάντοτε. Εἶμαι ἀκόμη ἐκεῖνος, ποὺ ζῇ διαρκῶς καὶ ἔχει τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Καὶ σταυρώθηκα καὶ πέθανα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅμως, παρὰ τὸν σταυρικὸ θάνατό μου ἀναστήθηκα καὶ ζῶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς, ποὺ ἐβεβαίωσε ὁ ἄγγελος τὶς Μυροφόρες : «Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε · οὐκ ἔστιν ὧδε · ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. Δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος» (Ματθ. κη΄ 5-6) : Ζητᾶτε μὲ πόθο καὶ εὐλάβεια τὸν Ἰησοῦ τὸν Ἐσταυρωμένο. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Διότι ἀναστήθηκε καθὼς τὸ εἶχε πῆ. Ἐλᾶτε καὶ δέστε τὸν τόπο, ὅπου εἶχε τοποθετηθῆ ὁ Κύριος.
-Δ-
Μέσα στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, οἱ ἄνθρωποι θὰ χωρίζωνται σὲ δυὸ παρατάξεις. Ἡ μία θὰ ἀρνῆται μὲ πεῖσμα καὶ θὰ πολεμάῃ ἐπίμονα τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄλλη θὰ δέχεται μὲ χαρὰ τὸ μήνυμα, ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη · καὶ θὰ ἀναμεταδίδῃ παντοῦ τὸ χαρμόσυνο καὶ ἐλπιδοφόρο μήνυμα : «Ἀληθῶς Ἀνέστη» ! Ἔχουμε ἤδη μιὰ ἀνελέητη πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, στὰ Σχολεῖα. Οἱ Κληρικοὶ ἀπαγορεύεται νὰ ἔχουν πρόσβαση στὸν μαθητόκοσμο, προκειμένου νὰ τελεσθῇ τὸ Μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Οἱ μαθητὲς ἐξωθοῦνται, ἀπὸ διαφόρους κύκλους, σὲ πράξεις ἔκνομες καὶ ἐπαναστατικές. Ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ πρωϊνὴ προσευχή, ἡ ἔπαρση τῆς Σημαίας ἔχουν ἤδη καταργηθῆ σὲ κάποια Σχολεῖα. Γενικώτερα δέ, γίνεται μιὰ συνεχὴς πολεμικὴ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλοτε φανερὴ καὶ ἄλλοτε καμουφλαρισμένη, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν περιθωριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ περίεργο εἶναι, πὼς ἐνῷ οἱ ἰθύνοντες τῆς Πολιτείας ζητοῦν τὴν συνδρομή της στὰ συσσίτια, στὴν διανομὴ ρούχων καὶ ἄλλων ἐφοδίων σὲ πεινασμένους, ἄστεγους καί, γενικά, ἀνήμπορους συνανθρώπους μας, καὶ ἡ Ἐκκλησία προσφέρει ἕνα τεράστιο κοινωνικὸ ἔργο μὲ ἀγάπη καὶ στοργή, ὁ πόλεμος ἐναντίον της συνεχίζεται. Καὶ ἀπὸ ποιούς ; Ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔφεραν τὴν ἐξαθλίωση στὴν Χώρα μας καὶ τὴν ὡδήγησαν στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευτοπροοδευτικοὶ μὲ τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἀπληστία τους ἔχουν συντελέσει στὴν ἀνησυχητικὴ αὔξηση τῆς ἐγκληματικότητας, στὴν ἀνασφάλεια τῶν πολιτῶν, στὶς ληστεῖες καὶ στὴν ἀνηθικότητα. Ὅποιος ἀρνεῖται τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ὁδηγεῖται καὶ ὁδηγεῖ στὸ χάος, καὶ στὴν ὑλικὴ καὶ πνευματικὴ καταστροφή.
-Ε-
Ἀλλὰ γιὰ μᾶς, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς Ἀνέστη, νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Τὸ λένε οἱ γλυκόλαλες καμπάνες, οἱ ἀναμμένες λαμπάδες, τὰ λαμπερὰ μάτια, τὰ χαρούμενα πρόσωπα, ὅπως τὸ λέει καὶ ὁ χαιρετισμὸς ποὺ ἀνταλλάσσουμε ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες : Χριστὸς Ἀνέστη - Ἀληθῶς Ἀνέστη, ἀλλὰ καὶ ὅπως τὸ τονίζει, πολὺ παραστατικά, ὁ χριστιανὸς ποιητὴς Ἀλέξανδρος Γκιάλας, ὁ πολὺ γνωστός μας Γ. Βερίτης : «πλάκες ποὺ στέκατε βαρειές, στὰ μνήματα καὶ στὶς καρδιές, σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου». Ναί, ἀδελφοί. Ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει τὴν δύναμη καὶ τὸ κουράγιο ν’ ἀγωνιστοῦμε γιὰ νὰ ξεπεράσουμε τὴν θλίψη καὶ τὴν κατήφεια καὶ τὴν ἀγωνία αὐτῶν τῶν πραγματικὰ δύσκολων καιρῶν. Μόνο νὰ τοῦ ζητᾶμε καὶ νὰ τοῦ λέμε : «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκᾶ ιζ΄ 5). Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη · καὶ μὲ τὴν χάρη σου αὔξησε τὴν πίστη ποὺ ἔχουμε, καὶ κάνε την τελειότερη, ὥστε μὲ αὐτὴ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὶς ὑποχρεώσεις μας καὶ νὰ ὑπερνικήσουμε τὴν σημερινὴ κρίση. Χριστὸς Ἀνέστη, λοιπόν, σὲ ὅλους σας. Χριστὸς Ἀνέστη στοὺς μαθητές, στοὺς φοιτητές, στὰ ἐργαζόμενα νειᾶτα καὶ στὰ στρατευμένα παιδιὰ τῆς Ἑλληνικῆς μας Πατρίδος. Χριστὸς Ἀνέστη σ’ ὁλόκληρο τὸν ἀπόδημο Ἑλληνισμό. Χρόνια πολλά, ἀναστάσιμα, εὐλογημένα.
Μετὰ πολλῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ