Γράφει ὁ πατὴρ Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
“Τι εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας;” Ἐρωτοῦσε ἕνας ἅγιος. Καὶ ἀπαντοῦσε ὁ ἴδιος: “Ἕνας πνευματικὸς λειμὼν ὅπου παράγεται ὁ εὐλογημένος καρπὸς τῆς ἁγιότητος”!
Ναί, αὐτὴ τὴν μεγάλη ἀλήθεια ὅσον ἀφορᾶ τὸν Γέροντα Παΐσιο, τὴν ἁγιότητα δηλαδὴ τοῦ ἀνδρός, ἐφεξῆς διὰ τῆς ἐπισήμου πράξεως τῆς ἁγιοκατατάξεώς του, θὰ τὴν ζοῦμε ὡς εὐλογημένη πραγματικότητα, ψάλλοντας καὶ τονίζοντας στὸν λειτουργικὸ καὶ ὄχι μόνον χῶρο τὸ “ Ὅσιε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἠμῶν ”!
Ἀλλὰ τὸ νὰ ὁμιλεῖ ἢ τὸ νὰ γράφει κανεὶς περὶ τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολη ὑπόθεση, ἔστω κι ἂν ἔχουν τόσα γραφεῖ καὶ ὁπωσδήποτε θὰ γραφοῦν, ἀφοῦ θὰ συνεχίσει ἡ παραγωγὴ τῶν ἐκδόσεων τοῦ βίου, τῆς πολιτείας ἀλλὰ καὶ τῶν λόγων τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Καὶ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλάει κανεὶς διότι εἶναι ἀδύνατον ὅσο κι ἂν ἔχει γνωρίσει ἕναν ἅγιο νὰ ἀποτυπώσει ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ἁγίας...
του ζωῆς. Ὁ κύριος ὄγκος τῶν ἀγώνων του καὶ τῆς πολιτείας του παραμένει ἄγνωστος κατὰ κόσμον καὶ γνωστὸς μόνο εἰς τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος εἶναι “ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας”.
του ζωῆς. Ὁ κύριος ὄγκος τῶν ἀγώνων του καὶ τῆς πολιτείας του παραμένει ἄγνωστος κατὰ κόσμον καὶ γνωστὸς μόνο εἰς τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος εἶναι “ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας”.
Ἐὰν τώρα ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὸν κάθε ἅγιο, πόσο μᾶλλον ἰσχύει ἡ ἀλήθεια αὐτὴ γιὰ τὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ἀστέρα πρώτου μεγέθους τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ συναποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ κεφάλαια ποὺ τὸ καθένα ἐξ' αὐτῶν περιέχει τὴν ἰδιαιτέρα του ἀξία καὶ ἀπαυγάζει τὴν μοναδική του χάρη.
Καλὸν ὅμως θὰ εἶναι νὰ σταθοῦμε ἔστω καὶ γιὰ λίγο στὸ κεφάλαιο τῆς Κονίτσης ὥστε νὰ δοῦμε κάποιες ἰδιαίτερες στιγμὲς τοῦ Ὁσίου οἱ ὁποῖες ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ ἦταν σηματοδοτοῦν τὴν ὅλη πορεία ἕως τὸ μακάριον τέλος του. Καὶ τοῦτο διότι, ναὶ μὲν εἶδε τὸ φῶς τῆς ἡμέρας στὰ εὐλογημένα Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, ἀλλὰ βρέφος μόλις τεσσαράκοντα ἡμερῶν, ἦλθε μὲ ὅλη τὴν προσφυγιὰ κατὰ τὸν μεγάλο ἐκεῖνο ξεριζωμὸ στὴν μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα καὶ μεταφυτεύτηκε στὴν ὄμορφη Κόνιτσα. Στὴν κωμόπολη τότε, ποὺ συνδύαζε τόσες φυσικὲς ὀμορφιές, ἀλλὰ καὶ τέτοια ἱστορία ἀγώνων καὶ ἁγιαστικῆς παραδόσεως ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης. Μία δηλαδὴ κατάσταση ποὺ συνεχίστηκε ἀργότερα ἐπὶ τοῦ ἀειμνήστου Σεβαστιανοῦ. Τοῦ Ἐθνάρχου τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς μαρτυρικῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ ποὺ συνεχίζει φυσικὰ ἕως τῶν ἡμερῶν μας μὲ τὸν διάδοχό του, Μητροπολίτη Ἀνδρέα.
Στὴν Κόνιτσα λοιπόν, ὁ ὅσιος Παΐσιος μεγάλωσε σωματικῶς, ἀλλὰ ἀνδρώθηκε καὶ πνευματικῶς, δοθέντος ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδάκι φανέρωνε εἰς τὸ περιβάλλον του τὴν “σφραγίδα τῆς δωρεάς” ποὺ ἔλαβε κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ἀπὸ τὸν ἀνάδοχό του, ὅσιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη.
Συνομήλικοί του, καὶ “προβεβηκότες τῇ ἠλικίᾳ” σήμερα, ἀλλὰ καὶ μικρότεροί του ποὺ τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντά, ὁμιλοῦν ὄχι ἁπλῶς μὲ ἔκδηλη ἀγάπη καὶ ἄκρα συγκίνηση περὶ τοῦ “ὁσίου φίλου τους”, ἀλλὰ ἀποκαλύπτουν μὲ ὅλη τους τὴν ἁπλοϊκότητα θαυμαστὰ σημεῖα καὶ γεγονότα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς περὶ τῆς μεγάλης ἁγιότητος τῆς πατερικῆς αὐτῆς προσωπικότητος.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἰδιαιτέρα συγκίνηση εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς πρώτης θεοφανείας ποὺ ἐβίωσε ὅταν, ἔφηβος ὧν ἄκουσε κάποια ἡμέρα ἕναν δῆθεν μορφωμένο νὰ ὁμιλεῖ περιφρονητικῶς περὶ τῆς πίστεως καὶ νὰ ὑποστηρίζει τὴν ἀνόητη καὶ ξεπεσμένη πλέον Δαρβίνειον θεωρία. Ὁ ὅσιος, γεμάτος θλίψη καὶ μὲ ταραχὴ στὴν καρδιὰ (ὅπως ἀργότερα ἀποκάλυψε), ἔφθασε στὸ ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ἐκεῖ μὲ δακρυσμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ξέσπασε τὸ παράπονό του. Καὶ ὅπως καὶ πάλι ὁ ἴδιος τονίζει, μέσα στὸ ναό, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ὁμίλησε! Ἐμπειρία ὄντως θαυμαστὴ καὶ πρωτόγνωρη ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ γιὰ τὸν ἔφηβο ἅγιο ἡ ὁποία ὡς ἀπαρχὴ σηματοδοτοῦσε τὶς ἰδιαίτερες ἀποκαλύψεις τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ ποὺ θὰ ἐλάμβανε κατόπιν σὲ ὅλη του τὴν ζωή.
Καὶ μόνο αὐτὸ τὸ γεγονὸς φανερώνει τὴν διάθεσή του ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις ποὺ ὑπῆρχαν στὴν ὕπαρξή του καὶ βεβαίως προϊόντος του χρόνου συστηματικῶς διὰ βίου καλλιεργοῦσε.
Ἀλλ' ἂς περάσουμε τώρα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, μία ἄγνωστη γιὰ τὸν πολὺ κόσμο ἕως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Μονή, ἡ ὁποία λόγω τοῦ ὁσίου Παϊσίου κατέστη γνωστὴ σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο καὶ ὄχι μόνο κόσμο.
Ἀλήθεια, τί νὰ σημειώσει πρῶτο κανεὶς καὶ τί νὰ ἀφήσει δεύτερο στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται “ὅσιος Παϊσιος καὶ Ἱερὰ Μονὴ Στομίου”!
Τοῦτο μόνο ὑπογραμμίζουμε, ὅτι στὸ ἁγιασμένο φαράγγι τοῦ Ἀώου ποταμοῦ, ὁ ὅσιος, ὅπως καὶ πάλι ὁ ἴδιος ὁμολόγησε, γνώρισε ἄκρως ἀντίθετες καταστάσεις. Τόσο δηλ. τὸν πόλεμο τοῦ πειρασμοῦ καὶ τὸ μίσος τοῦ ἀνθρωποκτόνου ποὺ μὲ τὰ ποικίλα ὄργανά του προσπαθοῦσε νὰ τον φοβερίσει, βασανίσει καὶ ἐκδιώξει ἀπὸ τὴν παλαίστρα τῆς ἁγιότητος, ὅσο καὶ τὶς ἰδιαίτερες, ἐπισκέψεις τῆς χάριτος καὶ τῆς θείας παρηγορίας. Τὶς μοναδικὲς εὐλογίες μὲ τὶς ὁποῖες ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἁπάλυνε τοὺς πόνους καὶ τοὺς κόπους, συνάμα δὲ τοῦ πρόσθετε δυνάμεις καὶ ἁγιασμὸν ἄφθονον ὥστε νὰ συνεχίσει τὸ δύσκολο μὲν ἀλλὰ εὐλογημένο καὶ ἄκρως ἀπαραίτητο, γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Κονίτσης ἀλλὰ καὶ τὸν κόσμο ὅλο, ἔργο τῆς ἱερᾶς προσευχῆς.
Στὸ Στόμιο ὁ ὅσιος ἐμαρτύρησε. Ἔδινε τὸ αἷμα, λαμβάνοντας Πνεῦμα... Μόνο ὅσοι ἐβίωσαν ἀνάλογες καταστάσεις δύνανται νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ μέγεθος τοῦ ἀγῶνος του καὶ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, τουτέστιν τὰ δάκρυα ποὺ ὡς ρύακες ξεπηδοῦσαν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του, ποτίζοντας τὴν εὐλογημένη καὶ μαρτυρικὴ ἠπειρωτικὴ γῆ, ἕνεκεν σωτηρίας τοῦ κόσμου ὅλου πρωτίστως δὲ τῶν “ἐχθρῶν”!
Καὶ κάτι τώρα γιὰ τὸ κεφάλαιο τῆς παραμονῆς του στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, τὸ ὁποῖο μας τὸ ἐμπιστεύτηκε ὁ ἀείμνηστος ἀδελφός τοῦ Ὁσίου, Λουκᾶς Ἐζνεπίδης, καὶ τὸ ὁποῖο πρώτη φορὰ γίνεται γνωστό.
“ Ἕνα πρωινό, ἀνέβηκα ἀπὸ τὴν Κόνιτσα στὸ μοναστήρι. Ὅταν ἔφθασα, βρῆκα ἔξω ἀπὸ τὴν Μονὴ καὶ βαδίζοντας πρὸς τὸ δάσος τὸν ἀδελφό μου (ὅσιο Παΐσιο) καὶ τὸν νεαρὸ τότε θεολόγο Παναγιώτη Νέλλα. Ὁ Νέλλας εἶχε πάει πρὸ ὀλίγου καιροῦ γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ κοντὰ στὸν Γέροντα, ὥστε νὰ γίνει μοναχός. Αὐτὸ ὅμως ποὺ εἶδα ὅταν ἔφθασα κοντά, μὲ συγκλόνισε. Καὶ οἱ δύο τους ἐντελῶς γυμνόποδες, βάδιζαν ἐπάνω στὶς ἄγριες πέτρες καὶ στὰ ἀγκάθια τοῦ δάσους. Τὰ πόδια τοῦ νεαροῦ θεολόγου πληγιασμένα καὶ καταματωμένα. Δὲν τόλμησα νὰ τοὺς πῶ τίποτε. Ὁ Παναγιώτης μὲ κοίταξε ζωγραφίζοντας στὰ παγωμένα του χείλη ἕνα μελαγχολικὸ χαμόγελο. Ὅσο δὲ γιὰ τὸν ἀδελφό μου (ὅσιο Παΐσιο); Μοῦ ἔριξε ἕνα κοφτερὸ βλέμμα ποὺ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε ὄχι νὰ πῶ ἢ νὰ σχολιάσω κάτι, ἀλλὰ οὔτε καν ν΄ “ἀνασάνω”!... Μετὰ ἀπὸ λίγο πῆρα τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιὰ τὴν Κόνιτσα. Καθ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ὁδοιπορίας ἐνθυμοῦμαι πὼς δάκρυζα ἀπὸ θαυμασμὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας ἀλλὰ καὶ τὸν γνήσιο Μοναχισμὸ ποὺ ὑπάρχει μέχρι τὶς ἡμέρες μας καὶ τὸν ζοῦσε ὁ αὐτάδελφός μου...”. Φυσικὰ ὁ δόκιμος θεολόγος δὲν ἄντεξε στὸ σκληρὸ ἐκεῖνο πρόγραμμα τοῦ Ὁσίου (ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ ἴδιος νέος ἀκόμα στὴν ἡλικία) καὶ “ μετ' οὐ πολλᾶς ἡμέρας ἐπέστρεψεν οἴκαδε ”.
Ἀλλὰ ἤδη τονίσαμε πὼς εἶναι τόσα τὰ περιστατικὰ ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ὄντως μαρτυρικὴ παραμονὴ τοῦ Ὁσίου στὴν περιοχὴ τοῦ Στομίου, τὰ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ περιληφθοῦν στὴν μικρὴ ἔκταση ἑνὸς κειμένου. Δοθείσης βεβαίως εὐκαιρίας, αὐτὰ θὰ πρέπει νὰ ἔρθουν στὸ φῶς, ἀφοῦ μεγάλη ὠφέλεια θὰ λάβουν ὅλες οἱ καλοπροαίρετες ψυχὲς καὶ κυρίως ὅσοι τιμοῦν, σέβονται, ἀγαποῦν καὶ ἰδίως ὑπακούουν στὶς διδαχὲς τοῦ Ὁσίου καὶ μιμοῦνται κατὰ τὸ δυνατὸν τὸν αὐθεντικὸ τρόπο ζωῆς του.
Εἴθε ἡ εὐχὴ τοῦ μεγάλου Ἁγίου τῶν ἡμερῶν μας νὰ συνοδεύει πάντας ἠμᾶς, ὁλόκληρο τὸ ταλαίπωρον Ἔθνος μας, τὸν κόσμο ὅλο ἀλλὰ καὶ τὴν τάλαινα ἑλλαδική μας Ἐκκλησίαν. Ἀμήν