Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Μελέτη τῆς ἐρευνητικῆς Ὁμάδας τοῦ Ὁμ. Καθηγητοῦ Ἰατρικῆς κ. Ἰωάννου Κουντουρᾶ σχετικὰ μὲ τὰ ΕΜΒΟΛΙΑ.

 


COVID-19: Ἐγγυᾶται ὁ ἐμβολιασμός τὴν θεμελιώδη ἀρχή τοῦ Ἱπποκράτη περί “ὡφελέειν ἤ μὴ βλάπτειν”;

 

Η ακόλουθη μελέτη  αποτελεί πόνημα της ερευνητικής ομάδας του Ομ. Καθηγητή Ιατρικής κ. Ι. Κουντουρά, όπου  αναζητήθηκαν και καταγράφηκαν, με βάση τη μεθοδολογία της έρευνας, δεδομένα από τη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με τα εμβόλια τα οποία αναπτύχθηκαν σε εξαιρετικά συμπιεσμένο χρόνο με στόχο την αντιμετώπιση του κορωνοϊού (Covid-19 ή SARS-CoV-2), συμπεριλαμβανομένων των νέας τεχνολογίας εμβολίων mRNA.

Ποιος όμως είναι ο σκοπός εκπόνησης αυτής της μελέτης; Σύμφωνα με τους επτά επιστήμονες,* «η παρούσα ανασκόπηση, με βάση τα υφιστάμενα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και τα αναδυόμενα ερωτήματα σχετικά με τα εμβόλια έναντι του COVID-19, στοχεύει να διεγείρει το ενδιαφέρον των κλινικών και εργαστηριακών επιστημόνων στην ανεύρεση κατά το δυνατόν μιας βέλτιστης στρατηγικής προσέγγισης σε ατομικό και ευρύτερο επίπεδο έναντι αυτής της καινοφανούς πανδημίας».

Η εν λόγω μελέτη έχει ήδη δημοσιευθεί στο αγγλόφωνο ιατρικό περιοδικό «Medicina» του Ελβετικού εκδοτικού Οίκου MDPI (PubMed indexed) με συμμετοχή 21 συγγραφέων (συνημμένο κείμενο ως  Doulberis M, et al 2021;57,253) και η Ελληνική εκδοχή της, εμπλουτισμένη με νεότερα στοιχεία, υποβλήθηκε σε ελληνικό ιατρικό περιοδικό για κοινοποίηση στο εγχώριο επιστημονικό και μη κοινό.

Κύρια συμπεράσματα της ανασκόπησης σχετικά με τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού.

Ως βασική αρχή της παρούσας μελέτης, δεν απορρίπτονται, γενικώς και συλλήβδην, τα εμβόλια, διότι κατά το παρελθόν, έσωσαν την ανθρωπότητα από διάφορες ασθένειες. Ωστόσο, παρατίθενται ουσιαστικά ερωτήματα, βάσει μεθοδολογίας και επιχειρημάτων, περί των εμβολίων που αναπτύσσονται σε συμπιεσμένο  βραχύ διάστημα, ιδιαίτερα περί των mRNA εμβολίων.

Από την ανάγνωση της μελέτης αυτής διαπιστώνεται η απουσία επιστημονικής τεκμηρίωσης ορισμένων θέσεων περί του εμβολίου που διατυπώνονται από αναρμόδιους φορείς  (π.χ. Μέσα Ενημέρωσης, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, Διαδίκτυο) και από ορισμένους υπέρμαχους των εμβολιασμών.

Ποιοι οι εν δυνάμει κίνδυνοι από τη βράχυνση του χρόνου ανάπτυξης των εμβολίων.

Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι το επείγον της εφαρμογής των εμβολιασμών, λόγω της νοσηρότητας της COVID-19 «είχε ως ουσιώδη περιορισμό, τη μη εφαρμογή των αυστηρών επιστημονικών θεσμοθετημένων διαδικασιών που απαιτούνται για τον πρωταρχικό έλεγχο ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ εκάστου εμβολίου» παραβλέποντας την «αξία των απαραίτητων προ-κλινικών μελετών για την ανάδειξη μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων πιθανών θετικών ή και επιβλαβών επιπτώσεων για τον άνθρωπο Η ταχεία διαδικασία ανάπτυξης των εμβολίων συνεπάγεται τον κίνδυνο να διαφεύγουν ανεπιθύμητες ενέργειες που διαφορετικά θα ανιχνεύονταν μέσω μακροπρόθεσμων μελετών».

Σημειώνεται,  ότι στις εγκριτικές μελέτες παρατηρείται «απουσία συμμετοχής επαρκούς αριθμού συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, όπως ασθενείς υψηλού κινδύνου με αυτοάνοσα νοσήματα, κακοήθειες, διαβήτη, παχυσαρκία ή ηλικιωμένοι», γεγονός που «δυνατόν να παραβλέψει σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες μετά τον εμβολιασμό». Για παράδειγμα, «στη Νορβηγία, 26 ηλικιωμένοι κατέληξαν σύντομα μετά τη λήψη του εμβολίου των PfizerBioNTech, γεγονός που εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς».

Η θεσμοθετημένη διαδικασία παραγωγής εμβολίων προβλέπει τουλάχιστον δεκαετία προκλινικών μελετών.

Μια ενδιαφέρουσα επισήμανση του παρόντος άρθρου αναφέρει ότι «όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς επιβάλλεται να προσεγγίζουν επιστημονικώς μια προσεκτική, αυστηρώς προτυποποιημένη και ποιοτική οδό αντικειμενικής προσέγγισης που να διαφωτίζει εις βάθος τα πιθανά οφέλη ή τις πιθανές ανεπιθύμητες δράσεις των εμβολίων αυτών. Ένα σχετικό ανεπίτρεπτο διαπιστούμενο επιστημονικό «bias» ενέχει ευθύνες.

Συνεπώς, ένα ασφαλές χρονικό διάστημα για την εξασφάλιση αξιόπιστων αποτελεσμάτων, απαιτεί τουλάχιστον 9 – 10 έτη προκλινικών μελετών, πριν χορηγηθεί  το εμβόλιο στον άνθρωπο».

Επίσης, οι συγγραφείς της παρούσης μελέτης διαπιστώνουν «την επιτακτική ανάγκη εφαρμογής ενός αποτελεσματικού και ασφαλούς από απόψεως παρενεργειών  εμβολιασμού με  συνοδό μειωμένη μολυσματικότητα, νοσηρότητα και θνησιμότητα από την COVID-19».

Τα διατιθέμενα εμβόλια δεν έλαβαν τελική έγκριση αλλά «Εξουσιοδότηση Έκτακτης Ανάγκης».

Επιπρόσθετα, στη μελέτη τονίζεται ότι «η μεγάλη τάση μετάλλαξης του γενετικού μηχανισμού του SARSCoV-2 και οι ήδη υφιστάμενες συσσωρευμένες γενετικές διαφοροποιήσεις του γονιδιώματός του, δημιουργούν ασάφειες και εγείρουν σχετική αβεβαιότητα για το αν τα εμβόλια αυτά είναι αποτελεσματικά και επιφέρουν δραστική ανοσιακή απάντηση κατά των επικρατέστερων στελεχών των κορωνοϊών.

Γι’ αυτό και ο FDA (Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ) δεν παραχώρησε τελική έγκριση για τα δύο εμβόλια mRNA (Pfizer και Moderna)  αλλά παρείχε «εξουσιοδότηση Έκτακτης Ανάγκης (Emergency Use AuthorizationEUA) εφαρμόζοντας ένα αυστηρό και μακροπρόθεσμο πρόγραμμα επιτήρησης για τον έλεγχο πιθανών παρενεργειών και την περαιτέρω διερεύνηση της διάρκειας προστασίας. Στη μελέτη επισημαίνεται ότι «η εξουσιοδότηση δόθηκε προς παρεμπόδιση της SARSCoV-2 νόσου (Covid-19), για χρήση σε άτομα 16 ετών και άνω. Αυτό υποδηλώνει, μεταξύ άλλων παραμέτρων, ασάφεια ελέγχου της δυνητικής τους ασφάλειας».

Στην ίδια κατεύθυνση, «ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (European Medicines AgencyEMA) εξέδωσε, υπό όρους, άδεια χορήγησης για το εμβόλιο των Pfizer-BioNTech. Ο συγκεκριμένος τύπος άδειας χορηγείται και σε φάρμακα για έκτακτες υγειονομικές ανάγκες, παρά τα ελλιπή κλινικά δεδομένα».

Τρία τα απαραίτητα διαδοχικά στάδια (φάσεις) παρασκευής εμβολίων. Τι (δεν) έγινε κατά την παρασκευή των εμβολίων.

Στη μελέτη αναφέρεται ότι τα απαιτούμενα διαδοχικά στάδια για την παρασκευή εμβολίου είναι τρία. «Περιλαμβάνουν απαραιτήτως το στάδιο προκλινικών μελετών στο εργαστήριο (in vitro) και στα πειραματόζωα (in vivo), το στάδιο κλινικών μελετών φάσεων 1,2 και τέλος το στάδιο φάσης 3, ώστε να εξαχθούν με πλήρη διαφάνεια τα τελικά συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα ή όχι εκάστου υπό δοκιμή εμβολίου ή φαρμάκου».

Για την έναρξη κάθε επόμενης φάσης στην αλληλουχία ανάπτυξης του εμβολίου, είναι σημαντικό, «τα αποτελέσματα όλων των προηγούμενων φάσεων να είναι αξιόπιστα επιστημονικά, ώστε να δικαιολογούν την έρευνα του επόμενου σταδίου. Αντίθετα, η απαραίτητη αυτή επιστημονική διαδικασία  ανάπτυξης των εμβολίων έναντι του COVID-19 διεξήχθη σε σημαντικά βραχύτερο χρονικό διάστημα, διότι οι φάσεις ανάπτυξης επικαλύφθηκαν.

Τέλος, πριν ολοκληρωθεί η συλλογή και εξαγωγή των απαραίτητων συμπερασμάτων αναφορικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των υποψήφιων εμβολίων, ξεκίνησε η ευρεία βιομηχανική παραγωγή και διάθεσή τους στον γενικό πληθυσμό. Τα δεδομένα αυτά αναδύουν ποικίλης φύσεως επιστημονικών «bias» που συνεπάγονται δυνητικές σοβαρές συνέπειες».

Η ταχίστη παραγωγή εμβολίων οδήγησε, αναπόφευκτα, σε έξαρση αντιδράσεων και σε αρνήσεις εμβολιασμών, κάτι που θα είχε ενδεχομένως αποφευχθεί εάν η παρασκευή των εμβολίων γινόταν σε χρόνο που θα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια.

Παρενέργειες από εμβολιασμούς. Προς τι η επιθετική εκστρατεία απόκτησης «διαβατηρίου ανοσίας».

Ένα από τα θέματα που, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στη μελέτη είναι και η αυτοανοσία που πιθανώς προκαλείται από διασταυρούμενη αντίδραση των εμβολίων, η οποία  εμπλέκεται στην ανάπτυξη αρκετών παθολογικών καταστάσεων όπως σύνδρομο Guillain-Barré, πολλαπλή σκλήρυνση, άλλες απομυελοϊνωτικές νευροπάθειες ή συστηματικό ερυθηματώδη λύκο. Κατά συνέπεια, μια ουσιώδης παρενέργεια που δύναται να επιφέρει η μαζική χορήγηση εμβολίου είναι η πρόκληση αυτοανόσων νοσημάτων, ιδιαίτερα σε άτομα που παρουσιάζουν γενετική προδιάθεση.

Από την άλλη πλευρά, «η προβολή και εφαρμογή μίας τόσο επιθετικής εκστρατείας απόκτησης “διαβατηρίου ανοσίας”, μέσω εμβολιασμού σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς τη γνώση μελετών που να αποσαφηνίζουν με ακρίβεια την ασφάλεια της υγείας από τους εμβολιασμούς, δυνατόν να προκαλέσει μια επίσης υψηλού κόστους έκρηξη στην παγκόσμια κοινότητα με την μορφή μίας επιπρόσθετης επιδημίας που αφορά στην αύξηση των αυτοάνοσων συνδρόμων-νοσημάτων σε άμεσο ή επιβραδυνόμενο χρονικό διάστημα μετά τον εμβολιασμό.

Το Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων και Πρόληψης των ΗΠΑ (Centrers for Disease Control and Prevention – CDC), υπογραμμίζει τα δεδομένα ασφαλείας που αγνοούνται γι’ αυτόν τον πληθυσμό ασθενών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι: “…δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία στην παρούσα φάση, για την ασφάλεια των εμβολίων mRNA για αυτούς τους ασθενείς.

Η μακροπρόθεσμη ασφάλεια των εμβολιασμών αποτελεί βασική προϋπόθεση έγκρισης για ευρεία χρήση.

Με βάση τη Διάσκεψη του Brighton, ο κατάλογος «ανεπιθύμητων εκδηλώσεων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος» («adverse events of special interestAESI») των εμβολίων, περιλαμβάνει παρενέργειες, όπως αναφυλαξία, μυοκαρδίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, αγγειίτιδες και γενικευμένοι σπασμοί.

Οι συχνότερες ανεπιθύμητες εκδηλώσεις είναι ήπιας βαρύτητας και περιλαμβάνουν οίδημα, ερυθρότητα και άλγος στην περιοχή έγχυσης, κόπωση και παροδική πυρεξία. Εντούτοις, ανεπιθύμητα σοβαρά συμβάματα, όπως  οι αλλεργικές αντιδράσεις αναφυλαξίας, σχετίζονται με τύπου αλλεργικής καταπληξίας (σοκ) δυνητικά θανατηφόρο πορεία απαιτώντας άμεση θεραπευτική αντιμετώπιση.

Γι’ αυτό, «η μακροπρόθεσμη ασφάλεια των εμβολιασμών αποτελεί βασική παράμετρο ελέγχου προ της έγκρισης για ευρεία χρήση».

Η ανεύρεση κατάλληλων προτύπων πειραματόζωων αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την παρασκευή ενός εμβολίου.

Ως προς τη σημασία για ανεύρεσης κατάλληλων προτύπων πειραματόζωων, για σωστή μελέτη ενός υποψηφίου εμβολίου, τονίζεται ότι «με τα  πειραματικά πρότυπα που μελετήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων τρωκτικών και άλλων θηλαστικών και μη ανθρώπινων πρωτευόντων, ειδικά πιθήκων Rhesus, παρήχθησαν αρχικά ευοίωνα αποτελέσματα για την προσομοίωση της ανοσιακής αντίδρασης και των ανεπιθύμητων εκβάσεων μετά τον εμβολιασμό. Εντούτοις, όλα τα ζωικά πρότυπα που δοκιμάστηκαν, υστερούσαν στο να παράσχουν το ιδανικό υπόστρωμα για την in vivo κλινική μελέτη η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη ενός εμβολίου έναντι του ιού SARSCoV-2».

Επιπρόσθετα, «οι κοινές και σοβαρές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένων του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας και των διαταραχών πήξης του αίματος, δεν καταγράφηκαν στα ζωικά πρότυπα, επισημαίνοντας επιπλέον περιορισμούς στην κλινική τους εκτίμηση».

Επιπλέον, η σχετική εμπειρία από άλλους ιούς υποδεικνύει ότι τα αντισώματα δυνατόν να προάγουν αντί να μειώνουν τις φλεγμονώδεις αποκρίσεις. Αυτό το φαινόμενο, ονομαζόμενο ως εξαρτώμενη από αντισώματα ενίσχυση (antibody-dependent enhancement – ADE), οφείλεται στην παρουσία αντισωμάτων διασταυρούμενης αντίδρασης με μειονεκτική εξουδετερωτική ικανότητα, τα οποία αντί να εξουδετερώνουν το ιό, αντίθετα  προσκολλώνται στον ιό και ευοδώνουν την είσοδό του στα κύτταρα. Αυτός ο μηχανισμός αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη εμβολίου για τον SARSCoV-2, διότι η απόκριση του ξενιστή έναντι του ιού δυνατόν να είναι επιβλαβής μετά τον εμβολιασμό. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίες περισσότερες σχετικές μελέτες για να προσδιοριστεί εάν οι αντιδράσεις του ξενιστή έναντι του εμβολιασμού είναι προστατευτικές ή επιβλαβείς».

Δυνητική επιδείνωση της νόσου μετά από εμβολιασμό;

Ο σχεδιασμός σχετικών κλινικών μελετών  και η επιτήρηση -ακόμα και μετά την επίσημη αδειοδότηση- δυνατόν να παράσχουν μια πλέον αξιόπιστη στρατηγική για την ταυτοποίηση αντενδείξεων, συμπεριλαμβανομένης και της δυνητικής αύξησης της σοβαρότητας της νόσου COVID-19 μετά από τον εμβολιασμό.

Επομένως, η παράκαμψη της καθιερωμένης διαδικασίας των μελετών στα πειραματόζωα, προκάλεσε μερικά κρίσιμα ερωτήματα και ήγειρε απορίες που αφορούν στην μακροπρόθεσμη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των νεότερων μεθόδων εμβολιασμού και των σκευασμάτων τους κατά του ιού SARS-CoV-2».

Ερωτήματα ως προς την ασφάλεια έναρξης μαζικών εμβολιασμών σε ηλικιωμένα άτομα. Ερωτήματα σε εγκύους και νεογνά.

Στη μελέτη επισημαίνεται ότι «η πυροδοτούμενη από το εμβόλιο κατά του SARSCoV-2 χυμική ανοσιακή απάντηση δυνατόν να επάγει τη μολυσματικότητα του ιού ή ακόμη και να οδηγήσει σε πιο σοβαρή εκδήλωση της νόσου

Σε μια εκτιμητή μειοψηφία ασθενών, η επαγωγή των αποκρίσεων της φυσικής ανοσίας δυνατόν να συμβάλλει σε υπερβολική πρόκληση της φλεγμονώδους διεργασίας με συνοδό ιστοτοξικότητα. Αυτό ιδιαίτερα δύναται να παρατηρηθεί σε ηλικιωμένους στους οποίους υφίσταται υποκείμενη κατάσταση ηπίου βαθμού χρόνιας φλεγμονής, ονομαζόμενη διεθνώς ως «inflammaging». Αυτού του είδους η χρόνια φλεγμονώδης διεργασία, συνδέεται, εν μέρει, εκτός από την ίδια τη γήρανση, και με μεταβολές του μικροβιώματος του εντέρου. Το τελευταίο, αναδύει ερωτήματα όσον αφορά την ασφάλεια έναρξης προγραμμάτων εμβολιασμού στους ηλικιωμένους έναντι του SARSCoV-2».

Επιπλέον, «η φυσιολογική ολοκλήρωση της κύησης  εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυξημένη δραστηριότητα των Th2 λεμφοκυττάρων και των ρυθμιστικών κυττάρων, με συνοδό μειωμένη απάντηση των αναφερόμενων Th1 λεμφοκυττάρων. Αντίθετα, η σχετιζόμενη με τον δυνητικό εμβολιασμό «αποκλίνουσα Th1 (CD4+ T κυτταρική) ανοσιακή απάντηση δυνατόν να προκαλέσει απώτερες διαταραχές στα νεογνά. Κατά συνέπεια, οι έγκυες γυναίκες και οι γυναικολόγοι τους απαιτείται στο μέλλον να συνυπολογίσουν τα διαθέσιμα δεδομένα για να σταθμίσουν τα πλεονεκτήματα και τους δυνητικούς κινδύνους από τα εμβόλια κατά της COVID-19.

Επιπροσθέτως, «η διάρκεια της παρεχόμενης προστασίας από το εμβόλιο παραμένει άγνωστη, διότι δεν υφίστανται μέχρι σήμερα δεδομένα από μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Κατά συνέπεια, απαιτούνται μακρόχρονες σχετικές μελέτες (2~έτη) για πλέον ακριβή εκτίμηση της αποτελεσματικότητας και των δυνητικών κινδύνων χορηγήσεως των εμβολίων. Ένα άλλο ουσιώδες πρόβλημα αφορά την ετερογένεια μεταξύ των δεδομένων για το δοσολογικό σχήμα των εμβολίων που απαιτείται για βέλτιστη αποτελεσματικότητα».

Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα είναι ότι «δημιουργείται ασάφεια σχετικά με τη δυνητική μεταδοτικότητα μετά τον εμβολιασμό. Ενώ τα εμβόλια αυτά υποδηλώνουν την πρόληψη ή μείωση των συμπτωμάτων της νόσου, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις αποτροπής της κλινικής λοίμωξης ή της μετάδοσης. Κατά συνέπεια, επειδή υφίσταται επιστημονική ασάφεια εάν ο εμβολιασμός προστατεύει ή όχι από τη μολυσματικότητα απαιτείται περαιτέρω ενδελεχής έλεγχος για σχετική εις βάθος διαλεύκανση».

Ο αβέβαιος ρόλος των μεταλλάξεων

Ως προς τις μεταλλάξεις του ιού επισημαίνεται ότι «η δυναμική των μεταλλάξεων του SARSCoV-2, ως RNA ιού, σε συνδυασμό με την κατεπείγουσα διαδικασία ανάπτυξης εμβολίων βασιζόμενων στο πρωταρχικό στέλεχος (wild-type), ενέχει τον κίνδυνο επίτευξης υποδεέστερων των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων μαζικού εμβολιασμού και επιβίωσης ανθεκτικών στελεχών».

Η τεχνολογία mRNA εμβολίων και οι κίνδυνοι

Ως προς την mRNA τεχνολογία παρασκευής εμβολίων, στη μελέτη αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «τα περισσότερα διαθέσιμα εμβόλια κατά του SARS-CoV-2 (Covid-19) βασίζονται στην τεχνολογία του mRNA, εκφράζοντας το επιφανειακό αντιγόνο της ακίδας του ιού. Ενώ αρχικές μελέτες έδειχναν ενθαρρυντικά αποτελέσματα, εντούτοις προοδευτικά αναδύθηκαν επιστημονικές ανησυχίες σχετικά με την μακροπρόθεσμη ασφάλεια των εμβολίων.

Συνεπώς, θεωρείται απαραίτητη η περαιτέρω αξιολόγηση τουλάχιστον για τους υποπληθυσμούς που υπόκεινται σε κίνδυνο για αυτοάνοσα νοσήματα και να δοθούν εναλλακτικές προσεγγίσεις.

Επιπλέον, «η παρουσία του RNA στον εξωκυττάριο χώρο φαίνεται ότι προδιαθέτει για ενδοθηλιακή βλάβη, χάλαση των ενδιάμεσων κυτταρικών συνδέσεων και οίδημα, αύξηση γλοιότητας, υπερπηκτικότητα αίματος και αυξημένη επίπτωση θρομβοεμβολικών επεισοδίων».

Εγγυάται ο εμβολιασμός τη ρήση του Ιπποκράτη περί «ωφελέειν ή μη βλάπτειν»;

«Η επιστημονική κοινότητα απαιτείται να παραμένει αμερόληπτη και αντικειμενική στις διαδικασίες της σχετικής έρευνας, παραγωγής και έγκρισης, αποτελεσματικότητας και ασφάλειας των διαθέσιμων σκευασμάτων – εμβολίων.

Οι λειτουργοί της Ιατρικής, για να διαχειριστούν υπεύθυνα το ισχυρό αίσθημα του καθήκοντος και να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στην παρούσα πρόκληση απαιτείται να έχουν αδιάλειπτη συνειδητή μνεία και ως γνώμονα τη διαχρονική ρύση του Ιπποκράτη φελέειν μ βλάπτειν”».

 

*Παραθέτουμε τὰ 7 ὀνόματα τῶν ἐπιστημόνων Ἰατρῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἐρευνητικὴ ὁμάδα ποὺ συνέταξαν τὴν ἀνωτέρῳ μελέτη καθὼς καὶ τὶς Κλινικὲς ποὺ ἐργάζονται :

Μ. Ντουλμπέρη (1,2), Ἀ. Παπαευθυμίου (2,3),

 Ἀ.Κυριακόπουλο (4), κ. Καραφυλλίδου (5)

Γ. Κοτρώνη (2,6), Χ. Λιάτσο (7) , Ἰω. Κουντουρᾶ (2)

 

 

1. Κλινικὴ Γαστρεντερολογίας καὶ Ἡπατολογίας, Πανεπιστημιακὴ Παθολογικὴ Πτέρυγα, Καντονιακὸ Νοσοκομεῖο Ἀαράου, Ἀαράου 5001 Ἐλβετία.

2. Β΄Παθολογικὴ Κλινική, Ἀριστοτελείο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο, Θεσσαλονίκη 546 42.

3. Κλινικὴ Γαστρεντερολογίας, Πανεπιστ. Νοσοκομεῖο Λάρισας, Λάρισα 411 10.

4. Τμῆμα Ἔρευνας και Ἀνάπτυξης, Nasco AD Ἐργαστήριο  βιοτεχνολογίας, Πειραιᾶς 185 35.

5. Τμῆμα Παιδιατρικῆς, Πανεπιστ. Παιδιατρικὸ Νοσοκομεῖο Ζυρίχης, Ζυρίχη 8032, Ἐλβετία. 

6. Παθολογικὴ Κλινική, Γενικὸ Νοσκομεῖο Θεσσαλονίκης "Ἅγιος Παῦλος", Θεσσαλονίκη 551 34

7. Κλινικὴ Γαστρεντερολογίας, 401 Γενικὸ Στρατιωτικὸ Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν , Ἀθήνα 115 25.