Ὁ
Ἅγιος Σοφιανός, ὑπῆρξε σημαντικὴ θρησκευτικὴ προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς
του στὴν περιοχὴ τῆς Ἠπείρου καὶ θεωρεῖται ὁ πρόδρομος τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ
Αἰτωλοῦ. Γεννήθηκε πιθανότατα στὸ χωριὸ Πολύτσιανη (περιοχὴ Πωγωνίου τῆς
Βορείου Ἠπείρου). Ἔμεινε γνωστὸς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνέλαβε ἐπίσκοπος
Δρυϊνουπόλεως (περιοχὴ Ἀργυροκάστρου, Δελβίνου, Χειμάρρας).
Τὸ
1672 μ.Χ. ἵδρυσε στὸ τοπικὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου σχολεῖο. Τὴν
ἐποχὴ ποὺ ἔζησε, οἱ ἐξισλαμισμοὶ ἦταν ἰδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο. Ὁ
ἴδιος θέλοντας νὰ ἀντιμετωπίσει αὐτὴ τὴν κατάσταση περιόδευε ἀπὸ χωριὸ
σὲ χωριὸ γιὰ νὰ πείσει τὸν κόσμο νὰ διατηρήσει τὶς παραδόσεις καὶ τὴν
θρησκεία του. Τὸ 1711 μ.Χ., λίγους μῆνες πρὶν τὸν θάνατό του,
παραιτεῖται ἀπὸ τὰ ἀρχιερατικὰ του καθήκοντα καὶ γίνεται μοναχὸς γιὰ νὰ
ἀποδοθεῖ ἀποκλειστικὰ στὸ κηρυκτικὸ καὶ ἱεραποστολικό του ἔργο.
Λόγω
τοῦ χαρακτήρα του ἦταν ἰδιαίτερα σεβαστὸς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς
μουσουλμάνους. Μαρτυρεῖται μάλιστα ἡ περίπτωση μίας νεαρῆς μουσουλμάνας,
ποὺ ἀπελπισμένη προσέφυγε στὸν Ἅγιο, ἀδυνατώντας νὰ βρεῖ τὸ κεντημένο
μὲ χρυσὰ φλουριὰ φέσι
της. Ἐκεῖνος προσευχήθηκε θερμὰ καὶ τῆς ἀποκάλυψε ὅτι τὸ φέσι της
βρισκόταν στὴν φωλιὰ ἑνὸς πελαργοῦ, ὑποδεικνύοντας μάλιστα τὸ ἀκριβὲς
σημεῖο, ὅπου λίγο ἀργότερα τὸ βρῆκε εὐγνωμονώντας τὸν Ἅγιο.
Ἕνα
ἀκόμη θαῦμα τοῦ Ἁγίου μαρτυροῦν οἱ ἱστορικὲς πηγὲς καὶ οἱ προφορικὲς
μαρτυρίες. Τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἐπισκέφτηκε ἕνας διαβάτης, στὸν
ὁποῖο οἱ μοναχοὶ διηγήθηκαν κάποιο θαῦμα. Στὴ διήγηση ἦταν παρὼν καὶ ὁ
Ἅγιος Σοφιανός, ποὺ ἄκουγε προσεκτικά. Ὁ διαβάτης ἀρχικὰ φάνηκε
δύσπιστος στὴ διήγηση τῶν μοναχῶν καὶ κατόπιν ἐξέφρασε ἔντονα τὴν
ἀπιστία του. Τότε ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ διέταξε ἕνα νεαρὸ καλογέρι νὰ
πάρει ἀπὸ τὸ τζάκι τρία κομμάτια ξύλου κερασιᾶς, ποὺ καίγονταν. Ζήτησε
ἀπὸ τὸν ξένο καὶ ἄπιστο διαβάτη καὶ τὸν καλόγερο νὰ τὸν ἀκολουθήσουν
στὴν αὐλὴ καί, παίρνοντας τὴν ἀξίνα, φύτεψε τὰ καμένα τρία κομμάτια
ξύλου λέγοντας στὸ διαβάτη ὅτι αὐτὰ θὰ ἀνθίσουν καὶ θὰ καρποφορήσουν
μέχρι τὴν ἑπόμενη ἄνοιξη, γιὰ νὰ τοῦ δείξει ὁ Θεὸς ἔμπρακτα ὅτι ἡ
διήγηση τῶν μοναχῶν γιὰ τὸ ἀναφερόμενο θαῦμα ἦταν πέρα γιὰ πέρα ἀληθινή.
Καὶ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ καμένα ξύλα ἔπιασαν
ρίζες, ἔβγαλαν φύλλα καὶ καρπούς, ὅπως ἐκεῖνος εἶχε προβλέψει.
Βρίσκονται ἀκόμη καὶ στὶς μέρες μας στὸν περίβολο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ποὺ
σήμερα φέρει πλέον καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ ὀνομάζεται Μονὴ Ἁγίων
Ἀθανασίου καὶ Σοφιανοῦ.
Ὁ
Ἅγιος Σοφιανὸς κοιμήθηκε στὶς 26 Νοεμβρίου τοῦ 1711 μ.Χ. Ἡ τιμία του
κάρα καθὼς καὶ τὰ ἱερά του λείψανα φυλάσσονται σὲ περίτεχνες θῆκες, τὰ
ὁποία ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκαν γιὰ λόγους ἀσφαλείας ἀπὸ τὸν
εὐλαβέστατο ἱερέα τοῦ χωριοῦ π. Εὐθύμιο Καλαμᾶ καὶ τοὺς κατοίκους του
στὸ κεντρικὸ ἱερὸ Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν τῆς Πολύτσανης, ὅπου μέχρι σήμερα
φυλάσσονται γιὰ ἁγιασμὸ καὶ εὐλογία.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου
(Ταχὺ προκατάλαβε)
Ἱεραρχίας
κεχρισμένος τῷ μύρῳ, ἀρχιερεύς περιφανής ἀνεδείχθης πᾶσι Χριστοῦ
θεράπων ἐνθεώτατος, καί σοφῶς ἐποίμανας τόν λαόν τοῦ Κυρίου, Σοφιανέ
ὅσιε, διά λόγων καί ἔργων۰ καί νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τούς σέ μακαρίζοντας.
Μεγαλυνάριον
Τῆς
Δρυϊνουπόλεως ἱερός ποιμήν ἀνεδείχθης, ὡς τῶν πάλαι Ἱεραρχῶν μιμητὴς ἐν
πᾶσι, Σοφιανέ παμμάκαρ, ἐνθέοις προτερήμασι σεμνυνόμενος.