Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Η ΙΟΥΔΙΘ καὶ τὸ ΘΑΥΜΑ τοῦ Θεοῦ

  


 

Ἦταν γυναίκα. Κάποτε ἔλαμπε. Ἔπειτα τὸ πένθος τὴν τύλιξε κατάμαυρο. Τὰ ἐνδύματα τῆς χηρείας ἔπνιγαν τὸ κάλλος τοῦ σώματος. Ὅμως τότε περισσότερο πῆρε νὰ λάμπει τῆς ψυχῆς της ἡ δόξα. Τὸ ὄνομά της Ἰουδίθ. Στὰ δεκαέξι κεφάλαια τοῦ ὁμώνυμου Βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παρακολουθοῦμε ἄφωνοι τὸ ἀπίστευτο κατόρθωμά της :

Τὰ τρία τελευταῖα χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της Μανασσῆ ζοῦσε ἀπομονωμένη μὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες σὲ μιὰ ἁπλὴ σκηνὴ στὸ δῶμα τοῦ ἀρχοντικοῦ της. Οἱ θλιβερὲς ὡστόσο εἰδήσεις ἔφθασαν καὶ στὸ σπίτι της. Ἤξερε βέβαια ὅτι τὸ μεγάλο ἐχθρικὸ στράτευμα τῶν Ἀσσυρίων μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ὀλοφέρνη πολιορκοῦσε τὴν πόλη τους, Βαιτυλούα, καὶ τὴν ὑπόλοιπη περιοχὴ τῆς ὀρεινῆς Ἰουδαίας. Ὑπέφερε καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ ὅλο τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν πολιορκία καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἔλλειψη νεροῦ, διότι ὁ Ὀλοφέρνης εἶχε καταστρέψει τὸν ἀγωγὸ ποὺ μετέφερε τὸ νερὸ στὴν πόλη.

Αὐτὸ ὅμως ποὺ τὴν ἀνησυχοῦσε, ἦταν ὅτι ὁ Ὀζίας καὶ οἱ ἄλλοι ἄρχοντες τῆς πόλεως, πιεζόμενοι ἀπὸ τὸν λαό, ἀποφάσισαν, ἄν σὲ πέντε μέρες δὲν ἔβρεχε, νὰ παραδώσουν τὴν πόλη στὸν Ὀλοφέρνη.

Ἀγωνία κατέλαβε τὴν Ἰουδίθ. Καὶ ὁ Θεός, ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ τους ; Τόσο εὔκολα λησμόνησαν οἰ ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τὰ ἀναρίθμητα θαύματά του ; Ἀποφεύγοντας νὰ βγεῖ ἡ ἴδια, ἔστειλε καὶ προσκάλεσε τοὺς ἄρχοντες στὴν οἰκία της. Ἔφθασαν. Τὸ σεμνὸ ἦθος καὶ τὸ κύρος της τοὺς ἔκανε νὰ στέκονται μπροστά της μὲ σεβασμό.

Τοὺς δέχθηκε μὲ φιλοφροσύνη, τὰ λόγια της ὅμως ὑπῆρξαν αὐστηρά :

- Ποιοὶ εἶσθε ἐσεῖς, ποὺ θέτετε χρονικὰ ὅρια στὸν Θεό μας ; Λησμονήσατε τὰ τόσα θαύματα ποὺ ἔχει κάνει στὸν λαό μας ; Δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε, παρὰ μόνο ὅταν Τὸν προδίδαμε καὶ στρεφόμασταν στὴν εἰδωλολατρία. Ὅμως τούτη τὴν περίοδο δὲν Τὸν ἔχουμε ἀρνηθεῖ, ἄρα καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς προστατέψει.

- Ὅλοι μας γνωρίζουμε τὴ σοφία σου καὶ τὴ σύνεσή σου, τῆς ἀποκρίθηκαν. Ὅμως ὁ λαὸς πεθαίνει ἀπὸ τὴ δίψα καὶ αὐτὸ μᾶς ἀνάγκασε νὰ πάρουμε τὴ συγκεκριμένη ἀπόφαση καὶ μάλιστα νὰ ὁρκισθοῦμε · καὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τηρήσουμε τὸν ὄρκο μας. Προσευχήσου ἐσύ, ποὺ εἶσαι τόσο εὐσεβής, νὰ βρέξει, ὥστε νὰ σωθοῦμε.

- Ἀκοῦστε με, τοὺς ἀπάντησε. Μιὰ χάρη μόνο ζητῶ ἀπὸ σᾶς. Αὐτὴ τὴ νύχτα νὰ εἶσθε στὴν πύλη τοῦ κάστρου γιὰ νὰ δώσετε ἐντολὴ νὰ μοῦ ἀνοίξουν. Μὴ ρωτᾶτε ὅμως ποιὸ εἶναι τὸ σχέδιό μου.

Τῆς τὸ ὑποσχέθηκαν. Ἐκείνη ἔπειτα γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμά. Κατόπιν ἔβγαλε τὰ ροῦχα τῆς χηρείας της, ντύθηκε μὲ τὰ λαμπρά της ἐνδύματα καὶ στολίσθηκε, ὅπως τότε ποὺ ζοῦσε ὁ ἄνδρας τῆς Μανασσῆς.

Ὅταν πῆρε νὰ σουρουπώνει, ἔβαλε λίγα τρόφιμα σὲ ἕνα σακούλι, τὸ ἔδωσε στὴν πιὸ ἔμπιστη δούλη της καὶ ξεκίνησε μαζί της ὁπλισμένη μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ.

Στὴν πύλη οἱ ἄρχοντες, ἔκθαμβοι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της, ἔδωσαν ἐντολὴ νὰ τῆς ἀνοίξουν καὶ τὴν παρακολούθησαν νὰ χάνεται στὸ βάθος τοῦ δρόμου. Σύντομα ἔφθασε στὶς προφυλακὲς τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὀλοφέρνη. Τὴ συνέλαβαν.

- Ξέφυγα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, τοὺς εἶπε, καὶ ἦρθα νὰ ὑποδείξω στὸν ἀρχιστράτηγο Ὀλοφέρνη τὸν τρόπο ποὺ θὰ καταλάβει τὴν πόλη μας χωρὶς νὰ πολεμήσει.

Ἀμέσως τὴν ὁδήγησαν μπροστά του. Ἔμειναν ὅλοι μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα ἀπὸ τὸ ἐκθαμβωτικό της κάλλος. Ἐκείνη προσκύνησε τὸν βασιλιὰ καὶ τοῦ ἐξήγησε τὸ σχέδιό της :

- Τοὺς Ἑβραίους, μεγαλειότατε, τοῦ εἶπε, δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς νικήσεις, παρὰ μόνο ἄν τοὺς ἐγκαταλείψει ὁ Θεός τους. Καὶ τώρα θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει, διότι παραβαίνουν τὸν Νόμο του καὶ ἐπειδὴ ἀκόμα, λόγῳ τῆς πείνας, ἄρχισαν νὰ τρῶνε ὄχι μόνο ζῶα ἀπαγορευμένα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἱερὲς προσφορὲς πρὸς τὸν Θεό. Μόλις μοῦ ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς ὅτι τοὺς ἐγκατέλειψε, θὰ σοῦ τὸ φανερώσω καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσω νὰ τοὺς κατακτήσεις, χωρὶς νὰ χυθεῖ οὔτε σταγόνα ἀπὸ αἷμα.

Ἐνθουσιάσθηκε ὁ Ὀλοφέρνης.

Ἐκείνη ζήτησε μόνο νὰ τὴν ἀφήνουν τὴ νύχτα νὰ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδο γιὰ νὰ προσεύχεται.

Καὶ πράγματι, αὐτὸ ἔκανε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες.

Τὴν τέταρτη ἡμέρα ὁ Ὀλοφέρνης κάλεσε τὸν ὑπασπιστή του Βαγώα.

- Ντροπὴ εἶναι, τοῦ εἶπε, μιὰ τέτοια γυναίκα νὰ μὴν τὴν χαροῦμε. Ἄς κάνουμε συμπόσιο καὶ νὰ τὴν προσκαλέσουμε σ’ αὐτό.

Ἡ Ἰουδὶθ δέχθηκε πρόθυμα τὴν πρόσκληση. Μὲ τὸ ποὺ τὴν εἶδαν, ἀποχαυνώθηκαν. Τὸ συμπόσιο ἦταν ξέφρενο. Μέθυσαν ὅλοι. Ἀργὰ τὴ νύχτα σκόρπισαν ἐξαντλημένοι γιὰ νὰ κοιμηθοῦν. Ὁ Βαγώας ἄφησε τὴν Ἰουδίθ στὴ διάθεση τοῦ Ὀλοφέρνη καὶ ἔκλεισε τὴν σκηνή.

Ὅμως, ὁ Ὀλοφέρνης εἶχε σωριασθεῖ στὸ κρεβάτι μεθυσμένος. Ἡ Ἰουδίθ δὲν ἔχασε καιρό. Ἅρπαξε τὸ σπαθί του καὶ μὲ δυὸ χτυπήματα τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Τὸ ἔβαλε ἔπειτα στὸ σακούλι τῆς δούλης της καὶ βγῆκαν μαζὶ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, ὅπως ἔβγαιναν κάθε μέρα γιὰ προσευχή.

Μόλις ἀπομακρύνθηκαν, ἔτρεξαν πρὸς τὴ Βαιτυλούα.

- Ἀνοῖξτε, φώναξε ἡ Ἰουδίθ, ἀνοῖξτε νὰ δεῖτε τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Τότε ἔφθασαν ὅλοι στὴν πύλη. Ἄναψαν φωτιὰ κι ἐκείνη τοὺς ἔδειξε τὸ κομμένο κεφάλι τοῦ μονάρχη, θέαμα ποὺ τοὺς ἄφησε ἄφωνους.

Τὸ πρωὶ ὅρμησαν κατὰ τῶν Ἀσσυρίων. Ὅταν ἐκεῖνοι διαπίστωσαν τὸν φόνο τοῦ ἀρχηγοῦ τους, πανικοβλήθηκαν, τράπηκαν σὲ φυγή, ἐνῷ ἀπὸ κάθε περιοχὴ οἱ Ἑβραῖοι τοὺς κυνηγοῦσαν καὶ τοὺς κατέκοπταν. Τὰ λάφυρα ἀμύθητα. Στὴν Ἰουδὶθ ἔδωσαν τιμητικὰ τὴν πολύτιμη σκηνὴ τοῦ Ὀλοφέρνη.

Μὲ αἴνους καὶ δοξολογίες στὸν Θεὸ ἐκείνη, πῆγε τότε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀφιέρωσε στὸν Ναὸ ὅλα τὰ πολύτιμα λάφυρα τῆς σκηνῆς τοῦ Ὀλοφέρνη.

Ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴν Βαιτυλούα. Ἐκεῖ ἀπολάμβανε ἀκόμη μεγαλύτερη τιμὴ καὶ σεβασμὸ ἀπὸ ὅλο τὸν λαὸ μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 105 ἐτῶν, στὴν ὁποία ἔφθασε χωρὶς νὰ ἔχει ἔρθει σὲ δεύτερο γάμο.

Ἀπὸ τότε καὶ γιὰ πάντα ἡ Ἰουδίθ ἀποτελεῖ θαυμαστὸ παράδειγμα ἡρωϊκῆς γυναίκας, ποὺ μὲ τὴν πίστη στὸν ζώντα Θεὸ πραγματοποίησε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κατορθώματα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας.

Παράδειγμα ἰδιαιτέρως γιὰ τὴ δική μας ἐποχή, ὅπου ὁ φόβος καὶ ἡ δειλία ἔχουν καταλάβει πολλούς, οἱ ὁποῖοι φαίνονται πρόθυμοι νὰ συμβιβασθοῦν καὶ νὰ παραδώσουν τῆς πίστεως τὸ κάστρο.

Μιὰ νέα Ἰουδὶθ προσμένουμε !

 

(Ἄρθρο ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” τεῦχος 2253, 15.11.2021, σελ. 475,476).