“ Ὦ καινούργια καὶ παράδοξα πράγματα ! ... Μὴ μοῦ λέγεις ὅτι εἶμαι βλάσφημος. Μὴ μοῦ λέγεις ὅτι εἶμαι διώκτης, ὅτι εἶμαι ἀκάθαρτος. Ἔχεις ὅλα τὰ ὑποδείγματα. Σὲ ὅποιο λιμάνι θέλεις πήγαινε νὰ βρεῖς καταφύγιο. Θέλεις στὴν Καινὴ Διαθήκη ; Θέλεις στὴν Παλαιά ; Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Παῦλος. Στὴν Παλαιὰ ὁ Δαυὶδ. Μὴ μοῦ λέγεις προφάσεις.
Ἁμάρτησες ; Μετανόησε. Μύριες φορὲς ἁμάρτησες ; Μύριες φορὲς μετανόησε. Ἔπεσες ; Ἀλλὰ μπορεῖς νὰ σηκωθεῖς. Μικρὰ εἶναι ἡ μετάνοιά σου ; Ἀλλὰ μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου. Μὴ μοῦ λέγεις : Πῶς ; καὶ μὲ ποιὸν τρόπο ;
Ἐπειδὴ κι ἐγὼ σὲ ἐρωτῶ : Πῶς ἐσώθη ὁ ληστής ; Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καταδικάσθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ στεφανώθηκε. Τὰ ἐδῶ ἔχασε καὶ τὰ ἐκεῖ ἔλαβε. Πῶς τὰ ἔλαβε ; Μὲ ἕναν λόγον. Τὶ εἶπε ; “Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλεία Σου”.
Καὶ ὁ λόγος εἶχε τόση δύναμη ; Ὄχι μόνον ὁ λόγος εἶχε τὴν δύναμη, ἀλλὰ καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀναμεμιγμένη μὲ τὴν μετάνοια ἔκανε τὸν ληστὴ πολίτη τοῦ Παραδείσου. Πῶς ; Δὲν γνωρίζω πῶς.
Μὴ μοῦ ζητᾶς τὸν τρόπο. Νὰ σωθῶ ζητῶ μόνον. Δὲν περιεργάζομαι τὸν τρόπο τῆς ὑγείας. Καὶ γιὰ τὴν σωματικὴ ἀρρώστια παρακαλεῖς τὸν γιατρὸ καὶ τοῦ λέγεις : Ἀπάλλαξέ με. Καὶ δὲν τολμᾶς νὰ πεῖς : Πῶς ; Ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ σὲ σώζει. Καὶ τολμᾶς νὰ πεῖς ; Πῶς ; ...”