Ὅταν δέχθηκε τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἦταν μιὰ νέα κόρη, ποὺ ποτὲ δὲν πεθύμησε τῶν ἀνθρώπων τὴ δόξα. Δούλευε σιωπηλὰ καὶ ταπεινὰ πάνω στὴν ψυχή της. Τὸ ἁπλὸ καὶ ἀθόρυβο τοῦ χαρακτῆρος της δὲν προμήνυε τίποτε στοὺς Ναζαρηνούς. Δὲν ἔβλεπαν ἐξ ἄλλου κάτι τὸ ἰδιαίτερο καὶ κτυπητὸ στὴν ἀναστροφὴ τῆς κόρης τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Αὐτὸ ὅμως, ποὺ δὲν ἔβλεπαν ἐκεῖνοι, τὸ ἔβλεπε ὁ Θεός. Ἐκεῖνος βρῆκε τόσο τίμιο, τόσο λαμπρό, τόσο ζεστὸ τὸν μέσα της κόσμο, ὥστε αὐτὴν διάλεξε ἀπ’ τὰ ἑκατομμύρια τῶν γυναικῶν, γιὰ νὰ γίνει μητέρα τοῦ Υἱοῦ Του.
Ἔτσι ἡ ἀνύποπτη Κόρη δέχεται ἀναπάντεχα τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ οὐρανοῦ. Ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα του χαιρετισμὸ μοναδικό. Τῆς ἀναγγέλλει μήνυμα πρωτάκουστο. Μιὰ φορὰ ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Χριστός. Καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ Τὸν ἔφερε στὸν κόσμο, ἦταν αὐτή.
Δέχτηκε τὸ οὐράνιο ἄγγελμα μὲ ταπεινὴ ἔκπληξη. Τὴν θεϊκὴ τιμή, μὲ δέος. Τὸ ἀνερμήνευτο γεγονός, μὲ πίστη. Τὸ ἀσύλληπτο, μὲ σιωπή. Κι ἔζησε ἀπὸ τότε, ὥς τὴν ἡμέρα ποὺ ἐκοιμήθη, ἀθόρυβα καὶ ταπεινά, ὅπως ἀκριβῶς ἔζησε ὥς τότε.
Μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῶν καιρῶν μας - ὅπου ἡ αὐτοδιαφήμιση κι ἡ αὐτοπροβολὴ δίνουν καὶ παίρνουν - ἔπρεπε ἀπ’ τὴν στιγμὴ ποὺ ἄκουσε τὸ ἀρχαγγελικὸ μήνυμα , ἤ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐγέννησε τὸν Σωτῆρα, ἤ ἀπὸ τὴν ὥρα, ἔστω, ποὺ Τὸν εἶδε πιὰ Ἀναστημένον θριαμβευτή, νὰ δεσπόζει ἡ μορφή της παντοῦ. Καὶ μάλιστα μ’ ἕνα τρόπο κτυπητό, ἄξιο τῶν ὅσων εἶδε, ἄκουσε κι ἔζησε.
Ὡστόσο ἡ ἴδια ἐσιώπησε ! Ἔκρυψε τὸν ἑαυτό της ! Δὲν θέλησε ποτὲ νὰ ἐπιδειχτεῖ, νὰ ζητήσει θέση ἡγετική - ποὺ τῆς ἀνῆκε δικαιωματικά - μέσα στὴν πρώτη Ἐκκλησία. Διακονοῦσε ταπεινὰ στὴν ἀνερμήνευτη βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ὥσπου νὰ γεννηθεῖ ὁ Υἱός της. Κι ὅταν γεννήθηκε, συνέχισε νὰ Τὸν διακονεῖ ὡς ἄνθρωπο, χωρὶς καμμιὰ καύχηση, χωρὶς ν’ ἀπαιτεῖ καμμιὰ ἀναγνώριση καὶ τιμή.
Ὁ Θεός, ὅμως, τὴν ὕψωσε. Αὐτὸ ποὺ εἶπε στὴ θεόπνευστη προφητεία της, “ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί” (Λουκ. Α΄48), ἔγινε πραγματικότητα. Ἡ γλυκειὰ παρθενικὴ μορφή της ὑψώθηκε, ἐτιμήθηκε ἀσύγκριτα. Ἡ Κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἔγινε ἡ “τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ”, ἡ “ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ”. Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός της συγκινοῦνται κι οἱ πιὸ σκληρὲς ψυχές...
Διερωτᾶται, λοιπόν, ὁ καθένας. Γιατὶ τάχα νὰ σιωπῶ, ὅταν ἡ ζωὴ μοῦ χαμογελᾶ καὶ μοῦ στρώνει μ’ ἀνθοπέταλα τὸν δρόμο ; Γιατί, ἀφοῦ ἐγὼ πετυχαίνω σὲ λίγο καιρὸ αὐτό, ποὺ ἄλλοι μόλις τὸ κατορθώνουν σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή τους ;
Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει μὲ τὴ σεμνὴ σιωπή της ἡ ἀθόρυβη μορφὴ τῆς Παρθένου. Εἶναι δυστύχημα, ποὺ πολλοὶ νέοι δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀκούσουν, γιατὶ ἔμαθαν νὰ ζοῦν μὲ τὸν θόρυβο, τὰ φῶτα τῶν προβολέων, τὴν λάμψη τοῦ φακοῦ καὶ τῆς ὀθόνης..
Μὴ λησμονεῖτε τοῦτο τὸν κανόνα : Ἡ ζωὴ τῆς ταπεινῆς ἀφανείας (ὄποιο ἔργο κι ἄν ἀσκεῖ κανείς), ἡ ζωὴ ποὺ ἀποφεύγει συστηματικὰ τὴν ἐπίδειξη, αὐτὴ εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ ὁδηγεῖ κατ’ εὐθεῖαν στὴν ἀληθινὴ δόξα.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Στοχασμοὶ καὶ ἀνατάσεις” τοῦ μακαριστοῦ Φιλολόγου καὶ Θεολόγου Νικολάου Βασιλειάδη)