(Τὸ παρὸν ἀφήγημα εἶναι ἀληθές , ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τὸ διηγήθη ὁ μακαριστὸς Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης)
ΓΕΡΟΝΤΑ, μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε μία ὠφέλιμη ἱστορία ἀπ’ ἐκεῖ, στὰ φρικτὰ Καρούλια, μὲ τοὺς ξυπόλυτους ἀσκητές;
- Ὤωω! σὲ τὶ χαριτωμένες μνῆμες μὲ γυρνᾶτε πάλι!
Ἤμουν νέος Μοναχός τότε, κατὰ τὸ ἔτος 1938, ὅπου μοῦ ἦρθε ὁ καλὸς λογισμὸς νὰ ἐπισκεφθῶ προσκυνητὴς τὰ φρικτὰ Καρούλια, νὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἀσκητικὰ Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς ἀετόψυχους Καλόγηρους τούτου τοῦ ἀπαράκλητου τόπου.
Τὴν εὐλογία μοῦ τὴν ἔδωκε ἀμέσως, δίχως δισταγμό, ὁ Γέροντάς μου, ὁ Ὁσιότατος π.Γαβριήλ, ὁ καὶ Ἡγούμενος χρηματίσας τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς, μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ μαζέψουμε πρῶτα τὶς ἐλιὲς καὶ μετά νὰ ἔχω τὸ ἐλεύθερο γιὰ τοῦτο μου τὸν πόθο. Μοῦ παρέδωσε εἰσέτι καὶ λίγους ὀβολοὺς διὰ τὸ ταξίδιό μου μὲ τὸ μοτόρι καὶ λίγες φανέλες γιὰ νὰ ἔχω νὰ ἀλλάξω, μὲ εὐλόγησε καὶ εὐχόμενος μὲ ἔστειλε σὲ τοῦτο τὸ κατανυκτικὸ προσκύνημα.
Ἔβαλα μετάνοια στὸν Γέροντά μου, λοιπὸν, φορτώθηκα τὸν ντορβά μου, κι’ ἔλαβα τὸ ραβδὶ μὲ προορισμὸ τὰ κατανυκτικὰ Καρούλια, προκειμένου νὰ λάβω μέρος στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων.
Ἀπὸ τὴν παραμονὴ ἤδη τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστὸ.
Καταφθάνοντας ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, μὲ μία τερπνὴ ἀναμονή, στὰ βραχώδη Καρούλια, ὁ ἥλιος, ὅσο μποροῦσε νὰ ξελευθερωθεῖ ἀπ’ τὰ πηχτὰ σύννεφα , κόντευε νὰ κρυφθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν μελανὸ θαλάσσιο ὁρίζοντα . Τότε ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται γοργόφτεροι οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές, γιὰ νὰ γιορτάσουνε ὅλοι μαζὶ τὰ Χριστούγεννα. Κάποιοι κατέβαιναν ἀπὸ τὰ βράχια, ἄλλοι ἀπὸ τὶς κρεμαστὲς σκάλες, ἐνῶ κάποιοι ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες…Ἦταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶ συγκινητικὸ θέαμα !
Τοῦτοι οἱ ἐρημίτες εἴχανε περασμένους στοὺς λιγνούς τους ὤμους τοὺς τρίχινους , λερωμένους, μὰ ἁγιασμένους ντορβάδες, μὲ ράσα χιλιομπαλωμένα, καθὼς χαιρεντιόντουσαν ἕνας-ἕνας μὲ βαθειὰ ὑπόκλιση κι’ ἔπαιρναν τὴν θέση τους στὸ μικρὸ ἠμιφεγγὴ γλυκύτατο Ἐκκλησάκι τοῦ Κυριακοῦ.
Ἀφοῦ τελέσαμε πρῶτον τὸ Ἱερὸν Εὐχέλαιον, κατόπιν φάγαμε λίγες βραστές πατάτες γιὰ νὰ λάβουμε δύναμη. Ἔπειτα ἐκρούσανε ἕνα μικρὸ σήμαντρο γιὰ νὰ ἀρχινήσει ἡ ἀγρυπνία, ἐνῶ ὁ ἁρμόδιος Ἱερεὺς φορῶντας ἕνα μπλαβόχρωμο, σὰν τοῦ πελάγους, ἐπιτραχήλι ἔβαλε τὸ «Εὐλογητός».
Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό. Ὅλοι, ὅσον μποροῦσαν, ἦσαν σφιχτὰ τυλιγμένοι στὰ πτωχικά τους ράσα. Οἱ ἀνασασμοὶ τῶν ψαλτάδων ἄτμιζαν ἄσπιλοι, καθὼς ἔψαλλον μέλποντες τοῦ Θεοῦ τὰ τραγούδια, μέσα στὸ δεινὸ κράτος τοῦ χειμῶνος , μὰ ἡ λιβανοκαπνισμένη θωριὰ τῆς γλυκόπνοης Παναγίτσας, πού μᾶς ἀγνάντευε στοργικὰ σὰν Μανούλα ἀπ’ τὸ Τέμπλο, ζέσταινε τὴν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στὴν ἱερουργία τοῦ ἄχραντου τοκετοῦ της ,τῆς Τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως, κι’ ἔτσι εἴχαμε γαλήνη σὰν καὶ ‘κείνη τῶν προβάτων στὸ μαντρὶ τῆς Βηθλεέμ, τότενες ποὺ γίνηκε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν οὐράνια Βηθλεέμ.
Ὅμως, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κατανυχτικῆς ὁλονυχτίας, ἐντύπωση ἀνερμήνευτη μοῦ ἔκαμε ἕνας ἀδυνατισμένος καὶ λιπόσαρκος , σὰν τὸ καλάμι, Καλόγηρος, ο παπα-Φιλάρετος, μὲ μία μακρυὰ κάτασπρη γενιάδα, ποὺ ‘χε σταθεῖ σ’ ἕνα παμπάλαιο στασίδι. Ἔλεγε ψιθυριστά τὴν εὐχή, μ’ ἕνα τρίχινο κομποσχοίνι, ἐνῷ τὰ ράσα του ἦταν ὅλο μπαλώματα ποὺ δὲν εἶχαν ταίρι. Τὸ σῶμα του, ἂν καὶ καθόταν μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν ἀγρυπνιὰ, ἦτο ἀμετακίνητο σὰν τ’ ἀγάλματος, καὶ τὸ ρυτιδιασμένο κι’ ὁλοζώντανο ἀπὸ τὴν ἄσκηση πρόσωπό του, σὰν τοῦ φτασμένου κυδωνιοῦ , ἔκαμε διάφορες κινήσεις καὶ παράξενους μορφασμούς, ἀλλοιούμενο τακτικὰ καὶ φανερώνοντας πὼς ζοῦσε ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἔντονα γεγονότα φερμένα ἀπὸ ἕνα ἄλλον κόσμο.
Ἔβλεπες νὰ ἐναλλάσονται ἡ προσμονὴ μὲ τὴν μελαγχολία,ἡ θλίψη μὲ τὴν χαρὰ …νὰ σκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι, καὶ ἀμέσως νὰ κουρνιάζει συγκλονισμένος ἀπὸ Θεῖο φόβο… ἔκανε μορφασμοὺς στὸ πρόσωπο λὲς καὶ παρακολουθοῦσε ἕνα ἀλλόκοτο θέαμα καὶ ἔτσι πότε ἔκλαιγε, πότε συνοφρυόταν, πότε χαμογελοῦσε καὶ δώστου πάλι Σταυροὺς καὶ μετάνοιες..
Καὶ ὅσο ὁ ἀσκητὴς ἐκτελοῦσε τὴ δική του λογικὴ λατρεία, πιὸ δίπλα οἱ ψάλτες ἔμελπον στὴν Πανάχραντο Θεοτόκο τὸ :
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον…»
Τὰ μικρούλικα παλαιὰ καντηλάκια στὸ Τέμπλο διέχεαν ἀρχοντικὲς μὰ καὶ σεμνὲς τὶς πολύχρωμες ἀνταῦγες των, κι ἕνας πτωχὸς πολυέλεος μὲ ἁγνὸ κερὶ φώτιζε, ὅσο ἠδύνατο, γλυκὰ τὸ σκοτάδι. Ὅλα ἁπλά, ἀπέριττα, ἀσκητικά…
Ἔτσι γαλήνια πῆρε ἡ ἀγρυπνία, ὥσπου ἐκοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔδωσε ὁ Ἱερεὺς τὸ «δι’ εὐχῶν», λαμβάνοντας τέλος ἡ οὐράνια ἐκείνη μυσταγωγία.
Ἡ ρόδινη ἀνατολὴ σιγά-σιγὰ αὐγαζόταν ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἡλίου, μηνύοντας τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν, τὸν ἑωθινὸν ἀστέρα, Αὐτόν, Τὸν γεννηθέντα Ἰησοῦν Χριστόν.
Μετὰ ἀπ’ τ’ ἀντίδωρο καὶ τὸν Ἁγιασμὸ προσφέρθηκε καφὲς καὶ φραγκόσυκα στὸ φτωχικὸ καὶ ἀπέριττο Κυριακὸ τῆς σκήτης τῶν Καρουλίων. Ἐγὼ διακονοῦσα στὸ κέρασμα, μὰ πρόσεχα καὶ ἀποθαύμαζα κιόλας, τοὺς ἀσκητές, θωρώντας τους, λὲς κι’ ἦταν παράξενα ὄντα , ὡς ἀρχαγγέλοι ἐπὶ τῆς γῆς.
Τότε, ἐρώτησε ὁ Πνευματικός τῆς Σκήτης ἐκεῖνον τὸν παράξενο ἀσκητή, ἂν θὰ μείνει καὶ αὔριο ἐδῶ, καὶ τοῦ ἀπήντησε :
-Βεβαίως καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω , ἐὰν καὶ θὰ ἤθελα καλύτερα νὰ ἡσυχάσω στὸ καλυβάκι μου, ὅμως δὲν ἔχω νὰ φάω, καὶ ἂν κάμετε ἀγάπη, δεχθεῖτε καὶ μένα νὰ φάγω κοντά σας.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, καὶ ἀφοῦ ἐψάλλαμε τὰ Κτιτορικά, ἔχοντας ἐνημερώσει ἤδη ἐγὼ τὸν Πνευματικὸ γιὰ ὅλη ἐτούτη τὴν παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ φτωχοῦ ἀσκητοῦ κατὰ τὴν χθεσινὴ ἀγρυπνίαν, λέγει του, τότε, μὲ τόνο εὐγενικὸ μὰ καὶ ἐπιτακτικό.
-Ἀδελφέ μου, σὲ παρακαλῶ, πές μας τί γροικοῦσες χθὲς στὴν ὁλονυχτία καὶ ὅλο ἄλλαζε μορφὴ τὸ πρόσωπό σου.
Ὁ ἀσκητὴς, ὅμως, ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ δώκει ἀπάντηση, φυλάγοντας ὅ,τι ἔζησε μέσα του, ὡς πανάκριβο θησαυρό.
-Μὰ σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς πεῖς.
-Λέγονται, Γέροντα, τέτοια πράγματα;
-Ἄντε, κᾶμε ἀγάπη, μήπως καὶ ὠφεληθοῦμε καὶ ‘μεῖς οἱ ἀδελφοί σου.
-…Μὰ δὲν μπορῶ.
-Ἄμα δὲν πεῖς, ἀπ’ ἐδῶ δὲ φεύγεις !
Μὲ ὅλη ἐτούτη τὴν εὐγενικὴ βία καὶ δίχως νὰ θέλει ὁ παράξενος ἀσκητής, ὅμως ἀναγκεμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Καλογήρων, ποὺ ‘χαν ἀπομείνει καὶ τούτη τὴν ἡμέρα στὸ Κυριακό, ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ μὲ δάκρυα καὶ συντριβή:
-Τί νὰ σᾶς πῶ; Νά, ὅ,τι διαβάζατε καὶ ψέλνατε ἐσεῖς, τὸ ἔβλεπα καὶ συμμετεῖχα καὶ ‘γώ.
«Θωροῦσα τὸ Θεῖον βρέφος, τὸν Χριστούλη μας, τὰ προβατάκια, τὰ λίγα ζωντανὰ ποὺ ‘σαν ἐκεῖ καὶ σταλιάζανε… μὰ ἦταν καὶ μία γελάδα ποὺ ἔστεκε κοντὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐθέρμαινε μὲ τὸν ἀνασασμὸ της…τὶς σταγόνες ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ τοὺς νοτισμένους σταλαγμῖτες , καθότι ἤτανε σπήλαιον ἐκεῖ καὶ ὄχι κάποιο ἀνθρώπινο χτίσμα …
Εἶδα καὶ μία ποιμένισσα νὰ φέρνει ἀχνιστὸ γάλα, ποὺ μόλις εἶχε ἀρμέξει ,γιὰ νὰ πλύνει μ’ αὐτὸ τὸ Θεϊκὸ βρέφος. Ποῦ νὰ βρεθεῖ ζεστὸ νερὸ ἐκείνη τὴν ὥρα ! ὅλα κρύσταλλο καὶ παγωμένα ἦταν…
Σιμὰ εἶδα καὶ Τὴν Παναγία μας, λεχώνα, ποὺ εἶχε τυλίξει μὲ τὸ σεπτὸ ἐπανωφόρι της τὸν Υἱό της καὶ ἀνέκλεινε δίπλα, πρὸς μία μεριὰ, καὶ κρύωνε, γιατί ἤτανε κενὸ καὶ δὲν εἶχε ποὺ νὰ ἀκουμπήσει… Εἶχε μάλιστα προηγουμένως σχίσει μὲ τὰ χέρια της ἕνα κομμάτι ἀπό τὸ ροῦχο της γιὰ νὰ φτιάξει σπάργανα στὸ ἄμωμο βρέφος Της.
Καὶ ἔτσι ἔγινε… καὶ ἔτσι τρύπησε μὲ μιᾶς ἡ σπηλιὰ καὶ μπῆκαν Ἀγγέλοι ποὺ ἀνεβοακατεβαίναν στὸν οὐρανὸ ἐνῶ ἀκούγονταν γλυκύτατη μελωδία…
Ὁ δὲ Ἰωσὴφ προσπαθοῦσε μὲ κάτι λιανόξυλα νὰ ἀνάψει μία φωτιά νὰ ζεσταθεῖ ἡ ἄσπιλος Μητέρα καὶ τὸ Θεῖον Βρέφος, καὶ ὅλο ἔκλαιγε ἀναντρανισμένος ἀπὸ δέος καὶ χαρά, σὰν τὸν Ἱερέα ποὺ στέκεται μὲ φόβο στὴν ἀναίμακτο Ἱερουργία ἔτσι καὶ ‘κεῖνος ἐφημέρευε τούτη τὴν νυχτιὰ στὸν πάντερπνο τοῦτο Ἱερό Ναό, μὰ καὶ πάμφτωχο, συνάμα, σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.»
Πιὸ κάτω τὸ ζωηρὸ ἀγέρι ἀλυχτοῦσε στὰ Καρούλια , ἐνῶ τὰ κύματα στὸ ἄγριο σύνορο θαλάσσης καὶ γῆς ἔπλητταν φρίσσοντα τοὺς ἀπόκρημνους βράχους. Τὰ λευκὰ καὶ πορφυρά κυκλάμινα, ὅμως, ποὺ ἀνέθωραν μειλίχια ἀναρριχώμενα ἀπό τὶς σχισμάδες τῶν βαράθρων, μυνίριζαν τὴν ἀνάσταση ἐντός τῆς καρδιᾶς τοῦ χειμῶνος. … «Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε.»
Ὅλη ἡ λογικὴ, μὰ καὶ ἡ ἄλογη κτίσις στῆς Παναγιᾶς τὸ Περιβόλι μαρτυροῦσε διὰ μυρίων βεβαίων στομάτων, πὼς ὄντως ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη καὶ ἡ γαληνόμορφη Θεϊκὴ χαρὰ στὴν γῆ ἐνεθρονίσθη.
π.Διονύσιος Τ