Προσευχὴ στὸν Κύριο
τοῦ Σέρβου Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς
Ὦ παντελεήμονα Κύριε, κατέβα, ταπεινώσου ἐντὸς τῆς καρδιᾶς μου, τῆς ψυχῆς μου, τοῦ σώματός μου, ποὺ εἶναι ἅδης. Ἀλλὰ Σὺ καὶ στὸν ἅδη κατῆλθες καὶ πάλι ἔμεινες Θεός. Ἔλα στὴν κόλαση γιὰ νὰ τὴν μεταβάλεις σὲ παράδεισο.
Διότι, ὅπου εἶσαι Σύ, ἤδη ἐκεῖ εἶναι ὁ Παράδεισος, καὶ ὁ ἄνθρωπος χάρη σὲ Σένα ἤδη εἶναι ἄγγελος. Ἐσὺ ποὺ εἶσαι “ὁ πανταχοῦ παρών”, δὲν εἶσαι μέσα μου ἐξ’ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας μου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δὲν Σὲ ἀκούω, δὲν Σὲ βλέπω, δὲν Σὲ κατανοῶ.
Ὅλη ἡ πεπτωκυία φύση προσπίπτει ἐνώπιόν Σου μὲ μιὰ σπαρακτικὴ κραυγή : ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ! Ὁ πόνος μας μαζεύει ὅλον τὸν ἀνθρώπινο λόγο σὲ μία προσευχητικὴ βοή : ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ !
Ἐστραμμένοι σὲ Σένα, βρίσκουμε ὅλη μας τὴν ὕπαρξη νὰ πλημμυρίζει ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἀναστεναγμόν : ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ! Τὰ δάκρυα ρέουν καὶ Σοῦ καταθέτουν ὅλη μας τὴν ψυχὴ μέσα σ’ αὐτὲς τὶς δύο λέξεις : ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ !